Oσο μακραίνουν οι ουρές στα ταμεία των κινηματογραφικών αιθουσών άλλο τόσο φουντώνουν οι τρικούβερτοι καβγάδες για τη ζωή του Καζαντζίδη. Οι χρήστες του διαδικτύου ξαναζούν έναν μικρό εμφύλιο, ανάλογο της «Κασσελακειάδας». Μόνο που στην περίπτωση της ταινίας το διακύβευμα δεν είναι το μέλλον της Αριστεράς, αλλά η μυωπία της που την εμποδίζει ακόμη και σήμερα να αντιληφθεί ότι το φαινόμενο Καζαντζίδης προσεγγίζεται κοινωνιολογικά και όχι μουσικά. Διαβάσαμε ότι η προσωπικότητά του μέσα από το «Υπάρχω» είναι ο εξωραϊσμός της τοξικής αρρενωπότητας, λες και ο Στελάρας έβγαινε κάθε βράδυ παγανιά και κυνηγούσε γκόμενες. Οτι το τραγούδι του τίτλου είναι ο ορισμός της κακοποιητικής συμπεριφοράς. Πως η κλάψα και η μίρλα εξέπεμπαν έναν μιζεραμπιλισμό, ξένο στην αισιοδοξία που θεωρείται υποχρεωτική σαν επαναστατικό καθήκον. Παρακάμπτουν τεχνηέντως ότι ήταν γιος ελασίτη που δολοφονήθηκε από τους χίτες. Διεκδίκησε πρώτος τα εργασιακά δικαιώματα των καλλιτεχνών και συγκρούστηκε μετωπικά με τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Στέκονται στη «Ζιγκουάλα» και την ανατολίτικη μοιρολατρία και δεν αναφέρουν ότι συνεργάστηκε με αρκετούς συνθέτες του έντεχνου, όπως με τον Μίκη σε τραγούδια που αναφέρονται στα εμφύλια πάθη. Αλλωστε, εμφανίστηκε καθώς η Ελλάδα έβγαινε από τον πόλεμο κι έγινε η φωνή των ηττημένων, με μάγουλα ρουφηγμένα από την πείνα και ψυχές ν’ ανεμίζουνε σαν ξεσκισμένες μπέρτες. Οι εργάτες με τις μουντζουρωμένες φόρμες τον άκουγαν στη δουλειά, οι οδηγοί των φορτηγών είχαν τη φωτογραφία του κάτω από το εικονισματάκι της Παναγίας και οι μετανάστες δίπλα στην ελληνική σημαία. Ηταν η διαμαρτυρία τους, όταν ο ερωτικός νταλκάς έσμιγε με τον πόνο και το παράπονο για την κοινωνική αδικία. Σιγά μην ήξεραν τη Γ΄ Διεθνή, ένιωθαν όμως πως ανεπαισθήτως τους έκλεισαν από τον κόσμο έξω. Η Αριστερά που βιαζόταν να εξευρωπαϊστεί και απαιτούσε από τα κατώτερα στρώματα εγρήγορση στις ταξικές επάλξεις δεν τον αγκάλιασε, δεν τον θεώρησε δικό της, όπως είχε συμβεί και με τους ρεμπέτες.
Τα τραγούδια του δεν αποτελούσαν πολιτικά μανιφέστα, αλλά την περιγραφή μιας ζοφερής πραγματικότητας, με κάποια διαλείμματα το Σαββατόβραδο που στις γειτονιές μοσχοβολούσε βασιλικός και ασβέστης, σαν αντίστιξη στην εθνικοφροσύνη και την αστικοποίηση. Το κακό λοιπόν με τις αρνητικές κριτικές είναι ότι ερμηνεύεται με εργαλεία σημερινά, με κριτήρια woke κουλτούρας, πλαστογραφώντας εποχή και συνθήκες. Το πικρό σαν δηλητήριο που είναι το διαβατήριο έχει πάνω του τη σφραγίδα της ταξικής μοίρας.
Η ταινία σέβεται τον λαϊκό βάρδο. Ούτε τον αγιοποιεί ούτε τον αποκαθηλώνει. Αν και μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ, μένει πιστή στα γεγονότα, όσο τουλάχιστον τον παρακολουθεί όταν φεύγει από τη νύχτα και το νεόπλουτο κοινό που έσπαγε πιάτα και προτιμά να ψαρεύει με το φως της μέρας. Επικρίνεται για τον δύστροπο χαρακτήρα και τους τσακωμούς του, λες και υπήρξε ο πάπας με το αλάθητο. Του καταλογίζουν ακόμη και τη στενή σχέση με τη μητέρα του. Μήπως ο Τσεμπερόπουλος έπρεπε να τον δείξει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή για να ικανοποιηθούν;
Στοιχεία της αυθεντικότητάς του ήταν. Αυτήν εκτιμούσε ο φαντάρος όταν έριχνε τα τελευταία του κέρματα στο τζουκμπόξ για να τον ακούσει να ανεβοκατεβαίνει τις οκτάβες σαν τους οικοδόμους στις σκαλωσιές.
Διαβάστε επίσης
«Είναι τρελό…»: Σφοδρές αντιδράσεις μετά τις απειλές Τραμπ για τη Γροιλανδία και τον Παναμά
Τρία αγκάθια στον ΣΥΡΙΖΑ – Τα θέματα που «βασανίζουν» την Κουμουνδούρου
«1.200 δολάρια το καλάσνικοφ, από 50 το αυτοσχέδιο» – Τιμοκατάλογος αφοπλισμού μέσω… ΦΕΚ στο Μεξικό
Πυρκαγιές σαρώνουν το Λος Άντζελες: Εκκενώσεις οικισμών, στάχτη χιλιάδες στρέμματα (Videos)