Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το φθινόπωρο του 1959, το «Τενεκεδένιο ταµπούρλο» του Γκύντερ Γκρας δίχασε το αναγνωστικό κοινό και προκάλεσε την οργή της Καθολικής Εκκλησίας. Είκοσι χρόνια αργότερα µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σλέντορφ• η ταινία απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1979 και το 1980 τιµήθηκε µε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Το 1999 ο Γκύντερ Γκρας τιµήθηκε µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας. Στο σκεπτικό βράβευσής του η επιτροπή αναφέρει: «Ο Γκρας στο “Τενεκεδένιο ταµπούρλο” έρχεται αντιµέτωπος µε το τεράστιο έργο της ανασκόπησης της σύγχρονης ιστορίας, ανακαλώντας τους αποκηρυγµένους και τους ξεχασµένους: τα θύµατα, τους ηττηµένους και τα ψέµατα που οι άνθρωποι ήθελαν να ξεχάσουν επειδή ακριβώς είχαν κάποτε πιστέψει σ’ αυτά».
«Υπάρχουν βιβλία που ανοίγουν πόρτες στους αναγνώστες τους, πόρτες που δεν είχαν υποψιαστεί πως υπάρχουν. Και υπάρχουν και εκείνοι οι αναγνώστες που ονειρεύονται να γίνουν συγγραφείς• αυτοί ψάχνουν για την πιο παράξενη απ’ όλες τις πόρτες, µηχανεύονται τρόπους για να ταξιδέψουν µέσα από τις σελίδες, για να καταλήξουν στον πυρήνα της γραφής και ν’ ανακαλύψουν το κρυφό της νόηµα. […] Κι αυτό είπε σ’ εµένα το τύµπανο του µεγάλου µυθιστόρηµατος του Γκρας: Δώσ’ τα όλα. Πάντα να προσπαθείς και να κάνεις τα πάντα στον υπερθετικό βαθµό» γράφει για το βιβλίο ο Σαλμάν Ρούσντι.
Η ιστορία αφορά τον Όσκαρ Ματσεράτ, τρόφιµο ψυχιατρείου, ο οποίος ανακαλεί την πολυτάραχη ζωή του που ταυτίζεται µε την πορεία της Γερµανίας προς το χάος στο πρώτο µισό του εικοστού αιώνα.
Ως παιδί είναι χαρισµατικός· διαθέτει νοηµοσύνη ασύµβατη µε την ηλικία του και µια φωνή που θρυµµατίζει το γυαλί. Στα τρίτα του γενέθλια, τη µέρα ακριβώς που αποκτά το πρώτο του τύµπανο, αποφασίζει, ως αντίδραση στην απανθρωπιά και στην αθλιότητα του κόσµου, να βάλει οριστικά φρένο στη σωµατική του ανάπτυξη πέφτοντας από τις σκάλες και να σταµατήσει έτσι να µεγαλώνει. Σχεδόν τριάντα χρονών και έγκλειστος πια, ο νάνος Όσκαρ χρησιµοποιεί το τύµπανό του ως µέσο έκφρασης προκειµένου να ειρωνευτεί τις µεσοαστικές αντιλήψεις της οικογένειάς του και της κοινωνίας, να ανασκαλέψει το οδυνηρό παρελθόν της χιτλερικής περιόδου και να στηλιτεύσει τις φρικαλεότητες του ναζισµού.
Το βιβλίο επανακυκλοφορεί σε μετάφραση της Τούλας Σιετή από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Γκύντερ Γκρας γεννήθηκε στο Ντάντσιχ της Πολωνίας (σηµερινό Γκντανσκ) το 1927, από Γερµανό προτεστάντη πατέρα και πολωνικής καταγωγής καθολική µητέρα. Αναµφισβήτητος λογοτεχνικός εκπρόσωπος της γενιάς των Γερµανών που µεγάλωσαν στη ναζιστική εποχή και επέζησαν του πολέµου, υπήρξε επίσης σηµαντικός εικαστικός καλλιτέχνης και ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε τη γλυπτική και τη γραφιστική. Ως έφηβος είχε καταταγεί στη χιτλερική νεολαία, στα δεκαεφτά του στρατεύτηκε οικειοθελώς στις τάξεις της Βέρµαχτ και στα τέλη του πολέµου πιάστηκε αιχµάλωτος από τους Αµερικανούς. Το 1956 ο Γκρας έκανε την εµφάνισή του στη γερµανική λογοτεχνική σκηνή µε µια συλλογή ποιηµάτων.
Μαζί µε άλλους σηµαντικούς διανοούµενους δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο της «Οµάδας 47», η οποία πρέσβευε την υιοθέτηση µοντερνιστικών τεχνικών στη λογοτεχνική αποτύπωση του πρόσφατου παρελθόντος και στη διαµόρφωση της συλλογικής συνείδησης της µεταπολεµικής Γερµανίας. Το 1999 τιµήθηκε µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Ανάµεσα στα έργα του συγκαταλέγονται η νουβέλα Γάτα και ποντίκι (1961) και το µυθιστόρηµα Σκυλίσια χρόνια (1963), που µαζί µε το Τενεκεδένιο ταµπούρλο (1959) αποτελούν την «Τριλογία του Ντάντσιχ». Ακολούθησαν τα έργα: Η πρόβα της εξέγερσης των πληβείων (1966), Ο Μπουτ, το ψάρι (1977), Δυσοίωνα κοάσµατα (1992), Γράφοντας µετά το Άουσβιτς (1993), Ένα ευρύ πεδίο (1995), Ο αιώνας µου (1999), Σαν τον κάβουρα (2002) και η αυτοβιογραφία του µε τίτλο Ξεφλουδίζοντας το κρεµµύδι (2006). Έντονα πολιτικοποιηµένος, ο Γκρας ταυτίστηκε ιδεολογικά µε το κίνηµα των σοσιαλδηµοκρατών και υπήρξε στενός συνεργάτης του Βίλλυ Μπραντ.
Το 2006 προκάλεσε αίσθηση όταν, στo πλαίσιo µιας εφ’ όλης της ύλης συνέντευξης µε αφορµή την επικείµενη έκδοση της αυτοβιογραφίας του, οµολόγησε τη συµµετοχή του στο διαβόητο τάγµα των Waffen-SS. Βαθιά ουµανιστής και πραγµατικός φιλέλληνας, έγραψε τον Μάιο του 2012 το ποίηµα «Η ντροπή της Ευρώπης» (δηµοσιεύτηκε στην Καθηµερινή από κοινού µε τη Suddeutsche Zeitung), στο οποίο υπενθυµίζει στους Ευρωπαίους τον ιστορικό ρόλο της Ελλάδας ως κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισµού, προειδοποιώντας για την πνευµατική ένδεια που θα βιώσει η Ευρώπη σε περίπτωση αποποµπής της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Πέθανε στο Λύµπεκ το 2015 σε ηλικία 87 ετών. (φωτογραφία: Isolde Ohlbaum)