H Έλγκα Νταϊφά μοιράζεται στιγμές με τον μαέστρο όπως τον γνώρισε σε μια συνάντησή τους το 2005
Στις 6 Ιουλίου έφυγε από τη ζωή ο Ενιο Μορικόνε. Ο θάνατός του έγινε γνωστός από τον ίδιο τον Μορικόνε µε µια επιστολή που έγραψε λίγο πριν από το τέλος και τη δηµοσιοποίησε ο δικηγόρος του ύστερα από εντολή του. Αν ο Μορικόνε ήταν κάποιος άλλος, αυτό θα έµοιαζε µε φάρσα, όµως όχι. Ο µαέστρος µέσα από ένα κείµενο 160 λέξεων µε τίτλο «Εγώ ο Ενιο Μορικόνε πέθανα» αποχαιρετά για ύστατη φορά όσους γνώρισε αλλά και εκείνους που τον αγάπησαν µέσα από το έργο του: «Επιλέγω να σας χαιρετήσω µε αυτό τον τρόπο γιατί επιζητώ µια κλειστή κηδεία, δεν θέλω να ενοχλήσω».
Την εποµένη όλα έγιναν όπως ήταν η επιθυµία του. Η αέρινη µουσική που συνέθεσε το 1986 για την ταινία «Η αποστολή» («Mission») τον συνόδευε στην ιδιωτική εξόδιο τελετή στο παρεκκλήσι της πολυκλινικής Campus Biomedico στη Ρώµη. Ήταν εκεί µόνο η στενή οικογένειά του: η επί 63 χρόνια σύζυγός του Μαρία, τα τέσσερα παιδιά τους, τα τρία εγγόνια τους. Άλλωστε για εκείνους είχε γράψει στον προσωπικό του επικήδειο «εύχοµαι να καταλάβουν πόσο πολύ τους αγάπησα».
Μια εβδοµάδα νωρίτερα ένα ατύχηµα είχε προκαλέσει στον Μορικόνε κάταγµα στο ισχίο. Στα 92 του ο ακούραστος µετρ ξενυχτούσε στο σπίτι του στη Ρώµη γράφοντας τη νέα του σύνθεση για την ταινία που βασίζεται στο οµότιτλο βιβλίο του Όσκαρ Ουάιλντ «Το φάντασµα του Κάντερβιλ». ∆εν πρόλαβε…
Η είδηση της απώλειάς του «πληµµύρισε» αντανακλαστικά τα social media, στο Facebook και το Twitter ανεβάζουν βίντεο και τα παγκόσµια ΜΜΕ µνηµονεύουν τον ιδιοφυή, τον µέγιστο. Το ύστατο µπιζ σε εκείνον που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουµε ταινίες. Το κάθε σάουντρακ έγινε το σάουντρακ της δικής µας ζωής.
Τα βραβεία και η πίκρα με τα Όσκαρ
Το ταλέντο του είχε ξεπηδήσει από το κονσερβατουάρ και στις αρχές του ’60 γράφει τη μουσική για την πρώτη του ταινία «Il federale» (Λουτσιάνο Σάλτσε, 1961). Το αστέρι του λάμπει με τη μουσική για την επική τριλογία του Σέρτζιο Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»). Ο Μορικόνε έδωσε για πάντα ρυθμό στην Αγρια Δύση.
Έξι δεκαετίες, χιλιάδες παρτιτούρες και οι εφτά νότες αποτελούν την υπογραφή του σε 520 ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, τηλεταινίες, συμφωνικά έργα. Κερδίζει 80 βραβεία και ανάμεσά τους λάμπουν τρία Grammy, τρεις Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA, δύο Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ένας τιμητικός Χρυσός Λέοντας. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά: τα άλμπουμ του πουλάνε 70 εκατομμύρια δίσκους, οι εμφανίσεις του είναι sold out. Χειροκροτήματα παντού και πάντα, ο κόσμος φωνάζει ρυθμικά το όνομα του «Ένιο, Ένιο».
Τα κινηματογραφικά στούντιο του ζητούν επίμονα και πολύ ελκυστικά (επιταγές χιλιάδων δολαρίων χόρευαν εμπρός του) να μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Eκείνος κλείνει μάτια και αυτιά στις σειρήνες (ήταν η μόνη μουσική που αρνήθηκε). Δεν εγκαταλείπει την «αιώνια πόλη», δεν μαθαίνει αγγλικά και συνηθίζει να λέει «ίσως αυτό με ξεχωρίζει, ίσως κάνω λάθος».
Ο πατέρας της κινηματογραφικής μουσικής επένδυσης είχε σχέση αγάπης και μίσους με το Χόλιγουντ. Αποτελεί τον γνωστό άγνωστο στον κόσμο της Μέκκας της 7ης τέχνης. Τι συμβαίνει όμως με τα Όσκαρ; Γιατί η Ακαδημία Κινηματογράφου τον σνομπάρει; Από το 1979-2001 έχει προταθεί πέντε φορές για το χρυσό αγαλματάκι, πέντε φορές φεύγει με άδεια χέρια. Το 2007 το λάθος διορθώνεται και του απονέμεται τιμητικό Όσκαρ για «τη μαγευτική προσφορά του». Εννιά χρόνια αργότερα ο Μορικόνε βιώνει τη δικαίωση, βραβεύεται με Όσκαρ για τη μουσική της ταινίας «Οι μισητοί οκτώ» του Κουέντιν Ταραντίνο. Το Χόλιγουντ σύσσωμο και όρθιο χειροκροτεί για ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα τον 89χρονο μουσικό που δεν θέλει και δεν μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή του.
Τα χρόνια που ακολουθούν συνεχίζει να
δημιουργεί σαν αιώνιος έφηβος που οι νότες σκάνε στο κεφάλι του και πρέπει να
αποτυπωθούν σε συνθέσεις. Εως το φινάλε εργαζόταν λες και μόλις πρωτοξεκινούσε
τη μουσική του διαδρομή, λες και ήταν πάλι ο νεαρός τρομπετίστας από τη ρωμαϊκή
γειτονιά του Τραστέβερε που μαζί με τον πατέρα του έπαιζε σε μικρά τζαζ κλαμπ
της Ρώμης.
Συζήτηση µε τον µαέστρο στην καλοκαιρινή Αθήνα
Συνάντησα τον Ένιο Μορικόνε τον Ιούλιο του 2005· είχε έρθει για να δώσει δύο συναυλίες στο Ηρώδειο. Εκείνο το καλοκαίρι το ελληνικό κοινό συζητούσε για πολύ καιρό την εµπειρία µε τον Μορικόνε στο πόντιουµ. Σήµερα, 15 χρόνια έπειτα από εκείνη τη συζήτηση, διαβάζω ξανά τον επικήδειο που ο ίδιος συνέταξε. Μοιάζει µε ερωτικό γράµµα αποχωρισµού στη σύζυγό του: «Σε εκείνη ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισµός». Αν γνώριζα τότε τη λατρεία που τους ένωνε, θα τον είχα ρωτήσει µόνο για εκείνη και τον έρωτά τους. Ο Ένιο Μορικόνε πέθανε την Παγκόσµια Ηµέρα του Φιλιού – ένα φιλί από τον Ένιο για τη Μαρία του, ένα φιλί από την αθανασία για τον µαέστρο.
Βρεθήκαµε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην πλατεία Συντάγµατος. ∆εν χρειάστηκε να τον περιµένω ούτε δευτερόλεπτο. Ο Ένιο Μορικόνε εµφανίζεται κολλαριστός. Τίποτε πάνω του δεν είναι επιτηδευµένα καλλιτεχνικό. Συµπεριφέρεται σαν καλοκουρδισµένο µουσικό όργανο. ∆εν σπαταλάει τον χρόνο του, σαν να υπακούει σε έναν αόρατο µετρονόµο. Τότε τα δύο Όσκαρ δεν υπήρχαν στο παλµαρέ του και εκείνος δεν έκρυβε την πικρία του. Στη συνέντευξή µας µίλησε µε συχνές τελείες, δεν έβρισκε αφορµές για κόµµατα και άσκοπα θαυµαστικά.
Η µουσική είναι προσωπικό χάρισµα ή κληρονοµιά από τον µουσικό πατέρα σας;
Ο πατέρας µου ήταν ένας εξαιρετικός σολίστας τροµπέτας και εκείνος που µε µύησε στην τέχνη της. Ήµασταν σπίτι µουσικών, όµως τα χαρίσµατα δεν πρέπει µόνο να τα ανακαλύψεις αλλά και να τα καλλιεργήσεις, να τα σπουδάσεις, γιατί αποκλειστικά και µόνο το ταλέντο δεν οδηγεί πουθενά.
Όπως κι εσείς, έτσι και τα παιδιά σας µεγάλωσαν µε τη µουσική να πρωταγωνιστεί στη ζωή τους, ωστόσο µόνο ο Αντρέα είναι συνθέτης. Σας πικραίνει αυτό;
Ούτε µε ενοχλεί ούτε µε στενοχωρεί ούτε καν µε απασχολεί. Θυµάµαι όταν ο Αντρέα σκεφτόταν να ασχοληθεί επαγγελµατικά µε τη µουσική τού είπα πως θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει έναν άλλο δρόµο. Είναι µακριά και επίπονη διαδροµή στην οποία ο καθένας είναι εντελώς µόνος του. ∆εν έχει σηµασία ποιος είναι ή δεν είναι ο γονιός σου. Είσαι µόνος µε τις νότες.
Για κάποιους η µουσική είναι µια ροµαντική διαδικασία που έρχεται στη ζωή του δηµιουργού ύστερα από έντονη συναισθηµατική φόρτιση. Εσείς πώς και πότε γράφετε;
Απόλυτη πλάνη! Η έµπνευση είναι η αρχική ιδέα, είναι το παιχνίδι του µυαλού. Όµως τα ουσιαστικά κλειδιά για τη σύνθεση ενός µουσικού έργου είναι άλλα: η αδιαπραγµάτευτη πειθαρχία, οι αυστηροί κανόνες και φυσικά η αισθητική.
Για να απολαύσουµε ένα µουσικό έργο πρέπει να έχουµε γνώσεις µουσικής ή αρκεί η διάθεση να αφεθούµε στη µελωδία;
∆εν µπορώ να φανταστώ ότι κάποιος ακούει µουσική και ταυτόχρονα ασχολείται µε άλλες, άσχετες δραστηριότητες. Η µουσική ακρόαση προϋποθέτει βούληση, παιδεία, αυτοσυγκέντρωση.
Η µουσική σας –είτε σάουντρακ είτε συµφωνική– ταξιδεύει τους ακροατές της. Σ’ εσάς τι προσφέρει η µουσική;
Είναι ο δικός µου τρόπος να µιλήσω, να εκφραστώ, να µοιραστώ. Είναι η γλώσσα µου.
Αν και ο µουσικός σας χαρακτήρας είναι πολυσχιδής, το ευρύ κοινό σάς έχει ταυτίσει µε τα σπαγγέτι γουέστερν.
Αυτό που σχολιάζετε αποτελεί οφθαλµοφανή ένδειξη της έλλειψης κατάρτισης και γνώσης που έχουν κάποιοι για εµένα. Κάνοντας έναν απολογισµό σάς θυµίζω ότι τα γουέστερν αποτελούν µόλις το 7% της εργογραφίας µου.
Η συνεργασία µε τον παλιό συµµαθητή σας Σέρτζιο Λεόνε άλλαξε για πάντα τη ζωή και την καριέρα και των δύο. Τι θα συνέβαινε αν ο Ένιο δεν είχε συναντήσει τον Σέρτζιο;
Με τον Σέρτζιο είχαµε µια ενδιαφέρουσα συνεργασία, σεβάστηκε το µουσικό στοιχείο µέσα στο έργο. Είναι διαφορετικό να αναπτύσσεις ένα µουσικό µοτίβο µέσα σε 20 δευτερόλεπτα και άλλο µέσα σε πέντε ή έξι κινηµατογραφικά λεπτά που εκείνος µου έδινε. Ωστόσο θέλω να υπογραµµίσω πως η µουσική µου για το «Για µια χούφτα δολάρια» δεν είναι η καλύτερη που έχω γράψει. Ισως ο κόσµος τη µνηµονεύει επειδή εντυπωσιάστηκε µε τον πρωτοποριακό ήχο.
Είναι αλήθεια ότι η σχέση σας µε τον Πιερ Πάολο Παζολίνι στο «120 µέρες στα Σόδοµα» ήταν έκρυθµη;
Ο Παζολίνι δεν µου έδειξε την ταινία και µου έδινε ελάχιστα στοιχεία για το ύφος της µουσικής. Τελικά όταν είδα το φιλµ στις αίθουσες δεν µου άρεσε καθόλου. ∆εν ήταν του γούστου µου.
Έχετε συνεργαστεί µε τους Ντε Πάλµα, Πολάνσκι, Στόουν, Μπερτολούτσι. Ξεχωρίζετε κάποιον από αυτούς τους δηµιουργούς;
Όλες ήταν ευτυχείς συναντήσεις, όµως δεν ξεχνάω τον Μπράιαν ντε Πάλµα στους «Αδιάφθορους»· ήταν εξαιρετικός. Προς το τέλος διαφωνήσαµε γιατί δεν ήθελα να προσθέσουµε µουσική θριάµβου στη σκηνή µε τους αστυνοµικούς, του πρότεινα εννέα εναλλακτικές. Εκείνος την επέλεξε… είχε δίκιο!
Αν και µετράτε πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες, ακόµη δεν έχετε κερδίσει το πολυπόθητο χρυσό αγαλµατάκι. Σας λείπει;
∆εν το βλέπω ως πρόβληµα. Εχω κερδίσει σηµαντικότερα βραβεία που αποτελούν καταξίωση. Το Όσκαρ είναι σαν τη λαχειοφόρο αγορά. Βέβαια, αυτό δεν σηµαίνει ότι όσοι βραβεύτηκαν ήταν µόνο τυχεροί, αλλά σίγουρα η τύχη παίζει ρόλο. Να σας εξοµολογηθώ κάτι: στο σπίτι µου έχω µια λίστα σπουδαίων καλλιτεχνών που ουδέποτε βραβεύτηκαν. Σηµαντικότερο είναι να αντέχει το έργο σου στον χρόνο.
Η καθηµερινότητά σας είναι πληµµυρισµένη από νότες. Ποιος είναι ο ρόλος της σιωπής;
Θεµελιώδης! Η σιωπή είναι τα µεσοδιαστήµατα της µουσικής, το alter ego της.
Στα έργα σας χρησιµοποιείτε λαρυγγισµούς αλλά και µια ποικιλία από όργανα (από φλογέρα, φυσαρµόνικα, κόρνα, κουδούνα και καµπανάκια µέχρι σφυρίγµατα και γραφοµηχανές). Ποιον ήχο της φύσης ζηλεύετε;
Υπέροχη ερώτηση, ίσως όλη τη φύση.
Στην προσωπική σας ζωή ποιος είναι ο διευθυντής ορχήστρας;
Έχω φίλους µε τους οποίους παίζω σκάκι και φυσικά υπάρχει η οικογένειά µου. Είµαι ένας κλασικός πάτερ φαµίλιας µε τέσσερα παιδιά και τη γυναίκα µου Μαρία να διευθύνει τα πάντα µε απόλυτη µαεστρία.