Το Ταμείο Ανάκαμψης «φέρνει» νέο κύκλο ύφεσης

Το Ταμείο Ανάκαμψης «φέρνει» νέο κύκλο ύφεσης

Εάν τα κεφάλαια του ταμείου διοχετευτούν σε εισαγωγές, όπως ακριβώς προβλέπεται, το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο θα επιδεινωθεί.

Μια «μαύρη τρύπα» στο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας αποκάλυψε η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εναν δυναμίτη που απειλεί να τινάξει στον αέρα κάθε ευεργέτημα που ενδέχεται να φέρει στην ανάπτυξη της χώρας η εισροή 30,5 δισ. ευρώ. Είναι τέτοιο το μέγεθος αυτής της… βόμβας που αναδεικνύει τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας (ενταγμένες βέβαια στον ΣΕΒ) ως τον αδύναμο κρίκο αυτής της διαδικασίας εισροής κοινοτικού χρήματος που θα διαρκέσει μέχρι το 2026!

Μιλάμε για το εκρηκτικό άνοιγμα της ψαλίδας του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών, δηλαδή το έλλειμμα που παρατηρείται στις εξαγωγές έναντι των εισαγωγών. Πρέπει να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα άργησε να εξέλθει των μνημονίων διότι ουδέποτε έκλεισε αυτή την ψαλίδα. Ακόμη και το ΙΟΒΕ (για πολλούς ο επιστημονικός βραχίονας του ΣΕΒ) παραδέχεται ότι αν οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, τότε η ύφεση της πενταετίας 2010-2015 θα ήταν κατά το 1/3 ηπιότερη και το ΑΕΠ κατά 20 δισ. μεγαλύτερο. «Η πορεία των εξαγωγών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως όταν η εσωτερική αγορά βρίσκεται υπό κρίση» είναι η κατατεθειμένη άποψη του ΙΟΒΕ.

Ομοίως πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η πυροδότηση των εισαγωγών τη δεκαετία του 2000 ήταν από τις κυρίαρχες αιτίες της κατάρρευσης της οικονομίας το 2010. Σε όλο αυτό το σκηνικό το μυστικό βρίσκεται στις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου που αρνήθηκε να κάνει η εγχώρια βιομηχανία καταδικάζοντας τις εξαγωγές σε χαμηλές πτήσεις, σε αντίθεση με τις εισαγωγές που εκτινάχτηκαν τα χρόνια της ευμάρειας από το 2000 έως το 2008. Σε αντίθεση εξάλλου και με την επίσης προβληματική οικονομία της Πορτογαλίας, η οποία εξήλθε ταχύτερα κυρίως διότι μηδένισε το κοντέρ στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό συνέβη διότι η πορτογαλική βιομηχανία δεν έκανε τα χρήματα από την εσωτερική υποτίμηση απλή κερδοφορία (όπως στην ημεδαπή) αλλά προχώρησε σε εκτεταμένες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (επένδυσε δηλαδή σε τεχνολογία), με αποτέλεσμα να ανεβάσει κατακόρυφα τις εξαγωγές της και έτσι να πυροδοτήσει εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας της που την έβγαλε ταχέως από τη μνημονιακή επιτήρηση. Στην Ελλάδα το επενδυτικό ποσοστό, επενδυτικό κενό στην ουσία, είναι ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο.

Συμπερασματικά, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μετά την ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος, που θα χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, να εισέλθουμε σε έναν νέο κύκλο ύφεσης εξαιτίας του ότι έγιναν αθρόες εισαγωγές ενώ καθηλώθηκαν οι εξαγωγές. Το ΔΝΤ έφτασε να προειδοποιεί γι’ αυτό τον κίνδυνο στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουλίου!

Καμπανάκι από ΔΝΤ

Το ΔΝΤ εστιάζει την κριτική του σε σχέση με τον πακτωλό των 30,5 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και επισημαίνει τον τεράστιο κίνδυνο που συνεπάγονται οι αθρόες εισαγωγές που θα γίνουν μέχρι το 2026 συνεπεία της υλοποίησης όλων αυτών των επενδυτικών σχεδίων πουέχουν ενταχτεί στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» μέχρι το 2026. Μάλιστα για να καταδείξει την αδυναμία αυτή –η κυρίαρχη ευθύνη βαραίνει βέβαια τις βιομηχανίες-μέλη του ΣΕΒ– αφιερώνει εκτεταμένη θεματογραφία στην 50σέλιδη έκθεσή του στο επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Η αναφορά αυτή μάλιστα ξεκινά με την άποψη ότι «το επενδυτικό ποσοστό της Ελλάδας είναι ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο». Στην πράξη το ταμείο ζητά να υπάρξουν πολιτικές εξισορρόπησης του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας, να υπάρξουν δηλαδή αθρόες εξαγωγές ώστε να καλυφθούν οι εισαγωγές που θα φέρουν τα επενδυτικά σχέδια. Εδώ όμως εστιάζεται το πρόβλημα… Η βιομηχανία χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που παράγει και φέρουν τη στάμπα «Made in Greece». Η ελληνική παραγωγή έχει χάσει το τρένο των τεχνολογικών εξελίξεων (όχι λόγω της μνημονιακής κρίσης). Τα εξαγωγικά προϊόντα μες στα χρόνια της κρίσης είναι ως επί το πλείστον αγροτικά προϊόντα και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.

Επενδυτικό κενό 130 δισ. ευρώ

Ακόμη και η νεοφιλελεύθερη έκθεση Πισσαρίδη (που προσπάθησε να ρίξει αποκλειστικά τις ευθύνες της χαμηλής παραγωγικότητας στο εργατικό δυναμικό) δεν κατάφερε να αποσιωπήσει το μεγάλο πρόβλημα που είναι οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου. Οι πάγιες επενδύσεις, σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, υπολείπονταν ως ποσοστό του ΑΕΠ του μέσου όρου της ευρωζώνης καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ, την περίοδο 20102019 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ και σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ. Ωστόσο και στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι παραγωγικές επενδύσεις αυξάνονταν με σταθερά χαμηλούς ρυθμούς. «Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις που προέρχονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευαστικών και της οικοδομής, ανέρχονταν κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2009 μόλις στο 7,5% του ετήσιου ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με μέσο αντίστοιχο ποσοστό 12,4% στην ΕΕ». Μάλιστα, οι εμπειρογνώμονες της έκθεσης Πισσαρίδη επισημαίνουν ότι και οι εξαγωγές, παρά την αύξησή τους ως ποσοστό του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία, παραμένουν σχετικά χαμηλές, με την Ελλάδα να κατέχει την πέμπτη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ και τη χαμηλότερη μεταξύ των μικρών χωρών. Αυτή είναι και η αποτυχία του ΣΕΒ που το 2010 πίεσε και πέτυχε να μειωθούν οι μισθοί, προεξοφλώντας ότι η μείωση που θα επέλθει στην εσωτερική κατανάλωση θα εξισορροπηθεί από τις εξαγωγές αφού είχε –στρεβλώνοντας την πραγματικότητα– ρίξει τις ευθύνες του εμπορικού ελλείμματος στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Ηταν σαφές ότι το πρόβλημα χαμηλής παραγωγικότητας που έκανε τα ελληνικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά ήταν πρόβλημα ελλείψεως επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια που θα άλλαζαν τεχνολογικά τις διαδικασίες παραγωγής.

Οι επενδύσεις της Πορτογαλίας και η αρπαχτή της Ελλάδας

Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει μπορούμε να εστιάσουμε στο παράδειγμα της Ελλάδας και της Πορτογαλίας και πώς αντιμετώπισαν την ύφεση. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι και οι δύο χώρες εισήλθαν σε μνημόνια με παρόμοια χαρακτηριστικά (μέθοδος εσωτερικής υποτίμησης).

Η Πορτογαλία όχι μόνο βίωσε την κρίση αλλά εντάχτηκε και σε μνημόνιο. Παρ’ όλα αυτά από την περαιτέρω διερεύνηση φάνηκε ότι έχει ανακάμψει προ πολλού, αφού η απόδοση πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 24,6% την περίοδο 2010 έως 2017. Μάλιστα το εμπορικό της ισοζύγιο τα τελευταία χρόνια είναι μηδενικό αλλά συσχετίζεται μετρίως θετικά με την κερδοφορία.

Αντίθετα η Ελλάδα βίωσε τη μεγαλύτερη κρίση συγκριτικά με τις υπόλοιπες εξεταζόμενες οικονομίες, αφού η απόδοση πάγιου κεφαλαίου μειώθηκε 23,64%.

Το γιατί το έχει αποτυπώσει άριστα σε μελέτη του το 2018 ο εμπειρογνώμονας του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Ηλίας Ιωακείμογλου. Παραθέτοντας αδιαμφισβήτητα στοιχεία καταδείχτηκε ότι η μείωση μισθών από το 2010 και η μη επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο έφεραν αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Στη μεταποίηση – κατά κύριο λόγο όσες βιομηχανίες εντάσσονται στον ΣΕΒ– η πτώση του δείκτη τιμών την περίοδο 20102016 δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5%!

Είναι σαφές ότι οι Ελληνες βιομήχανοι αντί να επενδύσουν ώστε να εκσυγχρονίσουν την παραγωγική τους μηχανή και να ανέλθουν σε ανταγωνιστικότητα παράγοντας ποιοτικά προϊόντα προτίμησαν να μοιράσουν τα κέρδη από τη μείωση του κόστους εργασίας σε μερίσματα προς τους μετόχους.

Ο φαύλος κύκλος ενισχύσεων και φτωχοποίησης

Αν μη τι άλλο, η έκθεση του ΔΝΤ κυμαίνεται στη σωστή κατεύθυνση δείχνοντας τον τρόπο που θα εγκλωβιστεί η παραγωγική οικονομία σε έναν νέο κύκλο ύφεσης μετά το 2026, όταν και θα έχουν τοποθετηθεί στην ελληνική οικονομία τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι σαφές ότι τα χρήματα θα έρθουν στην Ελλάδα για να ξαναφύγουν στις χώρες απ’ όπου θα εισάγουμε προϊόντα. Πού θα πάει λοιπόν αυτός ο πλούτος; Θα μείνει στη χώρα; Αυτό ακριβώς επισημαίνει το ΔΝΤ, το οποίο τοποθετεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (περισσότερες εισαγωγές από εξαγωγές) στην κορυφή της προβληματικής γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης. Για να αλλάξει αυτό θα πρέπει οι μεταποιητικές βιομηχανίες να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να εκσυγχρονιστούν ώστε να μεταβληθεί η παραγωγικότητα. «Η χαμηλή παραγωγικότητα είναι επίσης ένα σταθερό πρόβλημα, καθώς η Ελλάδα δεσμεύει πόρους σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες. Η απόκλιση της παραγωγικότητας της Ελλάδας από τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ έχει διευρυνθεί από το 2007» είναι το συμπέρασμα της έκθεσης Πισσαρίδη και εδώ πρέπει να πούμε ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι για το τι μέλλει γενέσθαι.

Για να μην ξεχνάμε, η ίδια εργοδοτική οργάνωση, ο ΣΕΒ, και το 2021 επέβαλε διά της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του μονίμως χαριεντιζόμενου με τον ΣΕΒ Κωστή Χατζηδάκη για άλλη μία φορά μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών (ελαστικό δεκάωρο και πληρωμή με ρεπό) για να ενισχυθεί δήθεν η οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ενίσχυση που προέρχεται από την περαιτέρω φτωχοποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας θα μεταβληθεί σε κερδοφορία που θα κατευθυνθεί σε μερίσματα –άρα στην τσέπη των μετόχων– και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις. Ετσι τα 30,5 δισ. ευρώ θα αλλάξουν χέρια και θα κατευθυνθούν εκ νέου στις εξαγωγικές χώρες Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία. Στο ενδιάμεσο θα πλουτίσουν οι λίγοι, ενώ οι πολλοί θα έχουν να αντιμετωπίσουν έναν νέο κύκλο ύφεσης. Είναι σαφές ότι οι ίδιοι παράγοντες, εν προκειμένω οι μεταποιητικές βιομηχανίες, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα πράξουν διαφορετικά απ’ ό,τι έχουν πράξει στο πρόσφατο παρελθόν. Το ΔΝΤ, που δεν μπορεί κανείς να πει ότι διέπεται από αρχές ουμανισμού, επισημαίνει τον κίνδυνο. Η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη τον αγνοεί. Από την άλλη, οι Ελληνες βιομήχανοι πέτυχαν τον σκοπό τους και μείωσαν τις αποδοχές των μισθωτών (20% υπολογίζεται σε ετήσια βάση η μείωση αποδοχών στη μεταποίηση λόγω της πληρωμής σε ρεπό του ελαστικού δεκάωρου). Οι εξαγωγές εξάλλου θα συνεχίσουν να κινούνται υποτονικά καθώς τα κέρδη δεν επανεπενδύονται. Ποιος θα την πληρώσει τελικά;

Documento Newsletter