Το Συρράκο του χτες και του σήμερα

Μια σχέση ζωής με το χωριό των Τζουμέρκων. 

Κείμενο 

Ευάγγελος Αυδίκος

Τι είναι ένας τόπος; Κάποιοι θα έλεγαν ότι είναι η παιδική σου ηλικία. Εκεί που γεννήθηκες, πρωτίστως εκεί που μεγάλωσες. Είναι τα σπίτια, τα δέντρα, τα ρυάκια και τα ποτάμια, τα πουλιά, ο κήπος, τα παιχνίδια και τα γδαρσίματα στα γόνατα. Κι έτσι τα παιδιά που εγκατέλειψαν το χωριό τους, συχνά μ’ ένα παπούτσι, για να χορτάσουν ψωμί στην πόλη επιστρέφουν τα καλοκαίρια αναζητώντας τα ίχνη της παιδικής ηλικίας, μετρώντας τις απώλειες, μαζεύοντας τσάι και χαμομήλι, χορεύοντας στο πανηγύρι. Είναι αυτή η έγνοια που κρατάει ακόμη όρθια τα ορεινά χωριά.

Τι γίνεται όμως όταν ο τόπος δεν είναι γενέθλιος; Αν δεν έχεις βιωματική σχέση με τον τόπο. Αν έχεις, παρ’ όλα αυτά, σχέση καταγωγής με τον τόπο. Τέτοια περίπτωση είναι η δική μου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Ελαιώνα της Πρέβεζας, στα κράσπεδα της πόλης. Τα όνειρά μου κάρπιζαν μαζί με τα βαθύσκιωτα, υψηλόκορμα βενετσιάνικα δέντρα, σε μια γειτονιά που στήσανε αρχικά τις καλύβες κι αργότερα τις χεριώνες. Τα βουνά έγιναν αφιλόξενα. Θες τα όσα έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1940, θες που η κτηνοτροφία κατέρρευσε, οι Συρρακιώτες αναζήτησαν καλύτερη τύχη για τα παιδιά τους στον κάμπο.

Μεγάλωσα με αφηγήσεις για το Συρράκο. Το χωριό ήταν απόν, οι κτηνοτρόφοι που ανεβοκατέβαζαν τα πρόβατα την άνοιξη και το φθινόπωρο έφερναν πληροφορίες για τα σπίτια που γκρέμισε ο σεισμός, για τα καλντερίμια που χάλασαν, για τους κήπους που χορτάριασαν, για την καμπάνα του Αη Νικόλα που χτυπάει αραιά. Και τότε οι ιστορίες της μάνας, των μαυροντυμένων γυναικών με το καλοδεμένο φακιόλι δημιουργούν τον δικό τους τόπο. Απόν το Συρράκο της καθημερινότητας. Απουσιάζει η σωματική σχέση, η ενσώματη εμπειρία. Εισπνέεται όμως ως ιστορία που διαμορφώνει έναν τόπο, αυτόν που οι ειδικοί αποκαλούν φαντασιακό. Οι ιστορίες για τα πανηγύρια στον πλάτανο, τα βοσκοτόπια, οι βρύσες, ο αγώνας για επιβίωση, τα σπίτια με τα κατώγια, οι γάμοι και η οκταήμερη μετακίνηση την άνοιξη και το φθινόπωρο γίνονται οι εικόνες, το υλικό να χτίσουμε όσοι γεννηθήκαμε στον κάμπο το δικό μας Συρράκο. Ιστορίες για τη γιαγιά και τον παππού αλλά και το άλλο σόι, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους της χεριώνας παρακολουθούσαν αγέλαστες τα λόγια, μια νέα γλώσσα, του κάμπου, με λέξεις βλάχικες κι άλλες αναγκερές που επέβαλαν οι νέες περιστάσεις.

Αφηγήσεις και προσωπικές μνήμες

Το δικό μου Συρράκο πλάστηκε από τις ιστορίες της μάνας και από όσα γίνονταν στο πανηγύρι της Φανερωμένης. Ο τόπος μου ήταν οι ιστορίες για το χωριό. Ωσπου απέκτησε η μνήμη υλική υπόσταση. Στις ιστορίες προστέθηκαν οι προσωπικές εμπειρίες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ηταν η συνάντηση με τον μύθο του.

Η γνωριμία έγινε με τη βοήθεια ενός μικρού φορτηγού. Που ανέλαβε να δώσει σάρκα στη μνήμη. Με τη βοήθεια της καρότσας αυτού του φορτηγού έγινε η γνωριμία μου με το Συρράκο. Με την υλική του υπόσταση. Επιφορτισμένος να κουβαλήσω στην επιστροφή πέτρες από το σπίτι του παππού. Και χώμα να προσθέσουμε στην πορτοκαλιά του κάμπου. Εικόνες έντονες, σπίτια γκρεμισμένα, τα ίχνη μιας εγκατάλειψης ενός χωριού που άκμασε. Μεγάλωσα με τον μύθο του σπουδαίου χωριού μας, τα βιβλία μιλούσαν τη δόξα του. Κι εγώ να αναζητώ αυτήν τη δόξα στη φθορά και ο κόμπος να σφίγγει τον λαιμό. Ομως ήταν εκεί η επιθυμία. Η ανάγκη της επιστροφής, για κάποιους. Η απόφαση να κτισθεί μια υλική σχέση, για άλλους.

Η πρώτη μου βραδιά στο Συρράκο βγήκε από τις αφηγήσεις της μάνας για τη διανυκτέρευση στην ύπαιθρο. Κοιμήθηκα στη Λεύκα, στην είσοδο του χωριού. Στρώσαμε μια σιάσμα στην άκρη του δρόμου κι από πάνω μια βελέντζα. Τα αστέρια φώτιζαν τον τόπο, απέναντί μου είχα τη βουνοκορφή Νιβιάστες (νύφες), όλη τη νύχτα τριβέλιζε το μυαλό μου η ιστορία των δύο γυναικών, το πάθημά τους που με μύησε στο μυστήριο του Συρράκου. Είχα την εντύπωση πως αυτά τα υπερφυσικά πλάσματα που συνόδευαν τον χειμώνα μου στον κάμπο θα ξεπετάγονταν από το σκοτάδι που πύκνωνε λίγα μέτρα πιο πέρα.

Και την επόμενη μέρα στην Παναγία, με την κλήρωση για την προικοδότηση. Κι αμέσως μετά πρόσωπα άγνωστα που εισέρχονταν στη ζωή μου μυώντας με σε λέξεις άγνωστες έως τότε. Συγγενείς της μάνας και του πατέρα, σόγια, ξαδέλφια, κρίκοι ενός γενεαλογικού δέντρου που άρχισε να αποκαθιστά τη μνημονική σχέση μου με τη συγγένεια εξ αίματος. Από τη στενή οικογένεια και τη χεριώνα στο χαγιάτι, την Γκούρα, τις κέτσιρλι μάρι – λέξεις που είχαν αποκτήσει μυθική διάσταση είναι εκεί, μπροστά μου. Αποκτούν σάρκα και οστά, μπορώ να φτιάξω πια τις δικές μου ιστορίες. Και η αποκορύφωση, το πανηγύρι που επιστρέφει στον φυσικό του τόπο, αφού περιπλανήθηκε στη Φανερωμένη του κάμπου. Αυστηρά πρόσωπα, ντύσιμο προσεγμένο, πιάνονται στον διπλό χορό με πλήρη συνείδηση αυτού που επιχειρείται. Να ζωντανέψει το Συρράκο, πρώτα απ’ όλα το πανηγύρι, γύρω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο. Ενα χωριό που επιχειρούσε να ξαναπιάσει το νήμα της ιστορίας του. Κι εγώ ήμουν εκεί. Παρών και μέτοχος της αγωνίας. Συλλέγοντας εικόνες, συγχρονίζοντας τις ιστορίες με όσα βίωνα, αποθηκεύοντας λέξεις, τοπωνύμια, επίθετα, σόγια.

Κι αυτή ήταν η αρχή. Ενας δεσμός που χτίστηκε κάθε καλοκαίρι με επισκέψεις, με συμμετοχή στα πανηγύρια, με καινούργιους φίλους, με διοργάνωση συνεδρίων, με παρουσιάσεις βιβλίων. Τα χρόνια πέρασαν, το Συρράκο αναστηλώθηκε, έγινε ένας λαμπρός οικισμός με ξενοδοχειακές υποδομές, με πνευματικό κέντρο, μοναδικό στην περιοχή, με Συρρακιώτες και Συρρακιώτισσες που νοιάζονται για το μέλλον του – γκρινιάζουν αλλά και παλεύουν.

Η διαχρονική ομορφιά του απέριττου

Το δικό μου Συρράκο είναι πρώτα απ’ όλα η μνήμη που τραυματίστηκε προσωρινά με την απώλεια των πλατάνων της Γκούρας. Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου πρωτίστως, που ήταν μύηση στη μνήμη. Είχα την αίσθηση ότι στον διπλό χορό συμμετείχαν όλοι οι πρόγονοι, σπουδαίοι κι αφανείς: ο Κρυστάλλης, ο Ζαλοκώστας, ο Κωλέττης, ο Μπαλτατζής. Είναι ο χώρος που επιβάλλει τα συναισθήματα. Κι αυτό γεννά την υποχρέωση να μη διολισθήσει το πανηγύρι σε κακέκτυπη απομίμηση των γλεντιών της πόλης. Γιατί τότε θα απολέσουμε την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας. Οταν αρχίζει το κλαρίνο να παίζει τα τραγούδια του τόπου οι νεκροί μας ανασταίνονται και είναι εκεί παρόντες, θυμίζοντάς μας το μεγάλο ιστορικό χρέος απέναντι στον τόπο.

Το δικό μου Συρράκο είναι ο χώρος, η γοητεία και το μυστήριο του απέριττου. Η επίσκεψή μου σε αυτό συνιστά διαδικασία αποτοξίνωσης από τα περίπλοκα και τις συμβατικές σχέσεις. Αυτό προκαλεί και την ανάγκη διατήρησης του οικισμού, της προστασίας του από όσους το κακοποιούν, ηθελημένα ή αθέλητα.

Το δικό μου Συρράκο είναι η κάθοδος στον Χρούσια, να ακούσω τον πασπαλιάρη να τραγουδά ακόμη, τον μυλωνά να αφηγείται ιστορίες για να ξελογιάσει τις γυναίκες. Στη σιδερένια γέφυρα στέκομαι κι ακούω το νερό του Χρούσια που έχει πολλές κρυμμένες ιστορίες. Κι από εκεί ανεβαίνω στους Καλαρρύτες, να πιω καφέ στην πλατεία του και να συνεχίσω έως τη γέφυρα της Κουιάσας, να ανεβώ στο δάσος της Μπάτζας και στην πορεία μου να μαζεύω κράνα για γλυκό του κουταλιού. Να ανέβω στον Αη Γιώργη, να χτυπήσω την καμπάνα, το Συρράκο ξαναζεί.

Το δικό μου Συρράκο είναι ο Σταυραετός και το Σιγκέντρου, η εκκλησία στα βουνά, στη ράχη τους, τόσο κοντά στον ουρανό, να με πάρει στις φτερούγες του, να με απογειώσει. Να νιώσω τη μεγαλοσύνη των βουνών και την ανάγκη να τα σεβαστούμε.

Το δικό μου Συρράκο είναι η συνομιλία με την ιστορία και το μέλλον. Είναι η πεποίθηση να αλλάξουμε. Να γίνουμε λιτοί. Να δούμε την ομορφιά αμακιγιάριστη.

Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του κ. Αυδίκου