Ο Συριζα διοργανώνει ένα κρίσιμο συνέδριο σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Είναι γεγονός πως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Συριζα δεύτερο κόμμα, διαμορφώνοντας μια τέτοια εικόνα στην κοινή γνώμη που οδηγεί ακόμη και βουλευτές του (Στέλιος Κούλογλου), να δηλώνουν πως πράγματι ο Συριζα είναι δεύτερο κόμμα. Παρότι τέτοιες δηλώσεις δείχνουν πολιτική αφέλεια, καθώς οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν στενούς δεσμούς με τα φιλοκυβερνητικά κανάλια, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έπεσαν εντελώς έξω (ήττα της Χίλαρι Κλίντον, νίκη του Brexit, νίκη του ΟΧΙ στο ελληνικό δημοψήφισμα).
Όλες αυτές οι αποτυχίες των δημοσκόπων έχουν ένα κοινό σημείο: υπερκετιμούν τα συστημικά κόμματα και δεν συλλαμβάνουν τις προθέσεις των λαϊκών στρωμάτων, ειδικώς εκείνων που η απόλυτη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος τους έχει θέσει στο κοινωνικό περιθώριο. Αυτά τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα βρίσκονται εκτός του ερευνητικού πεδίου των δημοσκόπων και αυτός είναι ο λόγος που σταθερά υποεκτιμάται στις δημοσκοπήσεις ο Συριζα.
Είναι σαφές πως η αλματώδης άνοδος του Συριζα από το 5 στο 35% οφείλεται κυρίως στην αντίστοιχη μεγάλη πολιτική μετατόπιση των λαϊκών στρωμάτων, από την αντιδεξιά κοίτη του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική που εξέφρασε ο Συριζα υπό τον Αλ. Τσίπρα μετά το 2010. Το αντιδεξιό πατριωτικό ρεύμα έχει σήμερα ξανά ισχυροποιηθεί, έχοντας να αντιμετωπίσει την νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία έχει απορρυθμίσει τελείως τόσο την αγορά εργασίας, όσο και γενικώς την λειτουργία των κρατικών μηχανισμών πρόνοιας.
Υπό το πρίσμα αυτό, το συνέδριο του Συριζα καλείται να απαντήσει στο ερώτημα με ποιο τρόπο μπορούν να εκφραστούν τα πανταχόθεν εκπεμπόμενα λαϊκά αιτήματα στήριξης και ρυθμιστικής κρατικής παρέμβασης, σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η κατηγορία περί «λαϊκισμού» εκπέμπεται ακόμη και εντός του Συριζα. Διότι, το φάντασμα του λαϊκισμού πλανάται συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας, σαν δαίμονας. Δεν υπάρχει πολιτικός, δημοσιολόγος ή δημοσιογράφος που να μην τον ξορκίζει. Ο λαϊκισμός εμφανίζεται περίπου ως κατάρα.
Αλλά τι είναι ο λαϊκισμός; Μας λένε πως είναι η κολακεία του λαού, οι υποσχέσεις που δίνουν οι πολιτικοί, η φτηνή ρητορεία, που οδήγησαν στις αλόγιστες σπατάλες και παροχές και εν τέλει στην πτώχευση. Μήπως όμως δεν μας πτώχευσε ο λαϊκισμός αλλά οι συγκεκριμένες πράξεις της πολιτικής εξουσίας; Διότι ο αντι- λαϊκισμός είναι συνήθως το προκάλυμμα για την μεταβίβαση εξουσιών από την κοινωνία προς τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ.
Ο όρος δεν είναι πρόσφατος, έρχεται από την πολιτική ιστορία του 18ου αιώνα και ο κορυφαίος «λαϊκιστής» της σύγχρονης εποχής είναι ασφαλώς ο Ρουσσώ, ο οποίος όμως είναι ταυτόχρονα και ο εκπρόσωπος της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής σκέψης. Ο λαϊκισμός δεν ήταν παρά η αποδοχή της πλήρους πολιτικής κυριαρχίας του λαού, εν ονόματι του οποίου υπάρχουν οι θεσμοί. Στην γαλλική δημοκρατία, στην Republique, τίποτα δεν νομιμοποιείται χωρίς την δική του θέληση και το κράτος εδράζεται στη λεγόμενη laicité. Και η θέληση αυτή διαπιστώνεται δια των εκλογών, διά των αντιπροσώπων στην εθνοσυνέλευση. Ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αφοσίωση των αντιπροσώπων στην λαϊκή εντολή. Ο πολιτικός είναι εντολοδόχος, δεν έχει δική του απεριόριστη εξουσία. Ο λαϊκισμός λοιπόν συνοδεύει με φυσικό τρόπο την σύγχρονη πολιτική πρακτική, είναι όρος της. H πολιτική κολακεία και η ρητορική που τον συνοδεύουν είναι αναπόφευκτα συνοδευτικά της πολιτικής πρακτικής εν γένει και πάντως δεν αναιρούν την κυριαρχική θέληση των λαϊκών στρωμάτων στα σύγχρονα συνταγματικά κράτη. Όσοι επομένως αποστρέφονται τον όρο απλώς θέλουν να αποφασίζουν χωρίς να έχουν το λαό στα πόδια τους.
Για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που προκύπτουν από την ιδιότυπη φύση του ελληνικού ιστορικού παραδείγματος, ο αντιλαϊκισμός δεν ήταν συνήθως τίποτα περισσότερο από προσπάθεια να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μονίμων δανειστών της Ελλάδας. Η πραγματική σύγκρουση ήταν πάντα μεταξύ των παραδοσιακών, λαϊκών στοιχείων και μιας μεταπρατικής τάξης τραπεζιτών και λογίων, που είχε συνδέσει την θέση της με την κίνηση του χρήματος, κυρίως με τα εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια του ελληνικού δημοσίου. Οι προσπάθειες λοιπόν εκσυγχρονισμού του κράτους ήταν στην πραγματικότητα προσπάθειες πολιτικής και οικονομικής επιβολής, που συνήθως συγκρούονταν με τις συνταγματικές επιταγές.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται κατανοητό γιατί η σημερινή νέο-φιλελεύθερη εμμονή εναντίον του λαϊκισμού και του δημοσίου τομέα συνδυάζεται με την αμφισβήτηση της εθνικής συνταγματικής τάξης: τα εθνικά κράτη, η λαϊκή τους βάση και τα συντάγματά τους, αποτελούν μέγιστο εμπόδιο για τον έλεγχο των εθνικών θεσμών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ καλείται να απαντήσει ολοκληρωμένα πάνω στα ζητήματα αυτά και κυρίως να θεμελιώσει μια νέα σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ λαού και κομμάτων.