Το ντοκιμαντέρ «Σπίτι από θραύσματα» (A House Made of Splinters) του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ προβλήθηκε στο Ολύμπιον παρουσία του σκηνοθέτη.
Ένα επίκαιρο ντοκιμαντέρ για την Ουκρανία συγκέντρωσε τα φώτα του ενδιαφέροντος για όλους τους ανθρώπους του κινηματογράφου που βρίσκονται στην παγωμένη και λόγω του καιρού Θεσσαλονίκη. Το «Σπίτι από θραύσματα» θα μπορούσε να αναφέρεται στο σημερινό σκηνικό πολέμου της Ουκρανίας παρότι έχει γυριστεί τα προηγούμενα χρόνια. Περιγράφει τον πόλεμο στην Ανατολική Ουκρανία που ρίχνει βαριά τη σκιά του στις άπορες οικογένειες που ζουν κοντά στην πρώτη γραμμή του πυρός. Εκεί μια ομάδα κοινωνικών λειτουργών επιδεικνύει αποφασιστικότητα, εργαζόμενη ακατάπαυστα σε ένα ειδικό ορφανοτροφείο. Σκοπός της μικρής ομάδας είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος, στο οποίο τα παιδιά θα ζουν με ασφάλεια όσο οι κρατικές και δικαστικές αρχές αποφασίζουν το μέλλον τους.
Μετά την προβολή της ταινίας του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ, o οποίος είχε ξανάρθει στο φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2017 με το θαυμάσιο «Μακρινό γάβγισμα των σκυλιών» που και πάλι καταπιανόταν με τον ουκρανορωσικό πόλεμο μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού, ακολούθησαν ερωτήσεις από το κοινό. Σε ερώτηση σχετικά με το αν οι διάλογοι των παιδιών βασίζονται σε σενάριο, ο σκηνοθέτης εξήγησε πως «δεν υπάρχει σενάριο, είναι οι πραγματικές τους αντιδράσεις. Αν αισθάνεστε πως οι διάλογοι μεταξύ τους είναι πολύ ώριμοι για την ηλικία τους είναι λόγω των εμπειριών τους. Πολλά παιδιά μεγαλώνουν απότομα και αποκτούν μια σοφία γύρω από τη ζωή πολύ νωρίτερα από ό,τι πρέπει». Όσο για το πώς ήταν τα παιδιά τόσο εξοικειωμένα με την κάμερα, δήλωσε τα εξής: «Πηγαινοερχόμουν στην Ουκρανία για ενάμιση χρόνο για να γυρίσω το ντοκιμαντέρ. Έπρεπε να χτίσω την εμπιστοσύνη μεταξύ μας ώστε να αντιδρούν φυσιολογικά απέναντι στην κάμερα και να είναι ο εαυτός τους. Επίσης, ήμουν μόνο εγώ και ο βοηθός μου στη διάρκεια των γυρισμάτων και έχω δύο παιδιά στην ηλικία τους, οπότε μου άρεσε να περνάω χρόνο μαζί τους. Ήθελα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γι’ αυτά και αγαπούν πολύ την προσοχή που τους δίνεις. Στις πιο συναισθηματικές σκηνές, δεν ένιωθαν ότι υπάρχει ένας ξένος στον χώρο αλλά ένιωθαν ασφάλεια που βρισκόμουν εκεί γιατί με γνώριζαν», απάντησε ο Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ.
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το πόσο τον επηρέασαν οι έντονα συναισθηματικές στιγμές και αν έχει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ασύλου αυτή τη χρονική περίοδο, ο σκηνοθέτης ανέφερε: «είναι οι πιο δύσκολες σκηνές που έχω γυρίσει και θα γυρίσω. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα του να κάνεις ένα τέτοιο φιλμ είναι ότι ενώ θέλω να βοηθήσω τα παιδιά γιατί νοιάζομαι γι’ αυτά -ήρθα πολύ κοντά τους σε όλη αυτή την περίοδο των γυρισμάτων- την ίδια στιγμή δεν έχω καμία δύναμη να το πράξω. Αγωνίζομαι όσο μπορώ και τους δίνω φωνή γιατί κανένας άλλος δεν το κάνει. Όσο για το ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί τώρα, όταν τελειώσαμε με τα γυρίσματα θέλαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω για τα παιδιά και φροντίσαμε να υπάρχουν δύο ψυχολόγοι που εξειδικεύονται στο παιδικό τραύμα προκειμένου να τους μιλούν συχνά και να βλέπουν πως είναι καλά. Οι ίδιοι βοήθησαν και ένα από τα παιδιά της ταινίας να πάει προς τα δυτικά, οπότε είναι ασφαλή τώρα. Ένα άλλο από τα παιδιά δεν ήθελε να φύγει από την πόλη του γιατί εκεί είναι οι συγγενείς του».
Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο πρόβλημα του αλκοολισμού επηρεάζει όλες τις οικογένειες στην περιοχή, ο κ. Βίλμοντ απάντησε: «Ναι, τις περισσότερες από αυτές. Υπάρχουν πολλά κοινωνικά προβλήματα στην περιοχή λόγω αλκοολισμού και ενδοοικογενειακής βίας και όπως μου είπε η υπεύθυνη του ασύλου, τα τελευταία έξι χρόνια υπάρχει ένα τσουνάμι τέτοιων περιπτώσεων. Ο πόλεμος σιγόβραζε εδώ και πολλά χρόνια και η ταινία δείχνει τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του. Τις πιο “αόρατες” επιπτώσεις που έχει σε αγροτικές περιοχές που δεν είναι στη πρώτη γραμμή. Ανεργία και άνθρωποι που είναι εγκλωβισμένοι εκεί, οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το μπουκάλι. Είναι μια χιονοστιβάδα καταστάσεων και όλοι εκεί ήθελαν να βγω μπροστά και να δείξω στον έξω κόσμο τι συμβαίνει. Θα γινόταν προβολή στο Κίεβο αυτό τον μήνα, είχαμε προσκαλέσει όλους τους VIP και πολιτικούς».
Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για το πώς αντιμετώπισε το πρόβλημα με τη γλώσσα και για το ποιες τεχνικές χρησιμοποίησε για τον ήχο. Σύμφωνα με τον ίδιο, «γνωρίζω λίγο τη ρωσική γλώσσα οπότε καταλάβαινα τα παιδιά, ιδίως τα πιο μικρά, γιατί είμαι στο επίπεδό τους. Κάποιες φορές έβλεπα όμορφες σκηνές μεταξύ τους ή καυγάδες που φαινόταν τέλειες και όταν μού γινόταν η μετάφραση μάθαινα ότι ο καυγάς μπορεί να ήταν πχ για ένα παπούτσι. Όσον αφορά τον ήχο είναι η αχίλλειος πτέρνα μου -αν ρωτούσατε τους ηχολήπτες μου θα γελούσαν- καθώς ο ήχος μου ήταν άθλιος. Περάσαμε πολλές ώρες για να καθαρίσουμε τους γύρω ήχους».
Σε σχόλιο από το κοινό ότι η ταινία θυμίζει «Τα μυθικά πλάσματα του νότου», ο σκηνοθέτης απάντησε πως ήταν μια από τις αναφορές του. Όσο για το τι έγινε με τα παιδιά που υιοθετήθηκαν: «το ένα από τα κορίτσια είναι πλέον με τη θετή του οικογένεια. Για το άλλο, δυστυχώς, η υποψήφια μαμά άλλαξε γνώμη και δεν θέλησε να προχωρήσει με την υιοθεσία, οπότε έπρεπε να πάει στο ορφανοτροφείο. Αλλά τα δύο αυτά κορίτσια που είχαν αναπτύξει μια πολύ καλή φιλία κατά τη διαμονή τους στο άσυλο και συνεχίζουν να επικοινωνούν, κάτι που είναι πολύ όμορφο».
Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών
https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/8289
Σπίτι από θραύσματα