Το «Σπιρτόκουτο» ξανά στις αίθουσες: Ο Γιάννης Οικονομίδης μιλάει για την ταινία-φαινόμενο

Το «Σπιρτόκουτο» ξανά στις αίθουσες: Ο Γιάννης Οικονομίδης μιλάει για την ταινία-φαινόμενο

Ο σκηνοθέτης του «Σπιρτόκουτου» Γιάννης Οικονομίδης μιλάει με την ευκαιρία της επανακυκλοφορίας της ταινίας του.

Ηταν το 2002 όταν ένα µικρό και ανεξάρτητο χειροποίητο φιλµ µε τον αινιγµατικό τίτλο «Σπιρτόκουτο» ήρθε να βάλει φωτιά στην ντόπια κινηµατογραφική κοινότητα. Ο άγνωστος τότε δηµιουργός του, ο Γιάννης Οικονοµίδης, επέµενε –σωστά όπως αποδείχτηκε– να επενδύσει στο χειροποίητο σινεµά που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύµα. Είκοσι χρόνια µετά ο σκηνοθέτης ξετυλίγει το κουβάρι των αναµνήσεων και θυµάται πώς ξεκίνησαν όλα αυτά. Και πρώτα απ’ όλα το location: τα γυρίσµατα του φιλµ πραγµατοποιήθηκαν ύστερα από πρόταση του Ερρίκου Λίτση στο σπίτι ενός παιδικού φίλου του. «Το σπίτι ήταν του Γιώργου Νάσιου, του γνωστού Μπάτµαν, που έχει το µπαράκι στον Νέο Κόσµο. Η πολυκατοικία όπου έµενε ήταν σχεδόν απέναντι από το µπαρ. Ελειπε µε την οικογένειά του διακοπές όλο τον Αύγουστο και µας το έδωσε για να κάνουµε τα γυρίσµατα».

Τα στοιχειακά µέρη και η διαδροµή του φιλµ

«Με το φιλµ αυτό ήξερα πολύ καλά από την πρώτη στιγµή τι ήθελα να κάνω τόσο σε επίπεδο περιεχοµένου όσο και φόρµας. Ηθελα να µιλήσω για την “αγία” ελληνική οικογένεια µε σαρκασµό αλλά και µε πολιτικούς, κοινωνικούς, ανθρωπολογικούς και υπαρξιακούς όρους, φροντίζοντας ταυτόχρονα να θέσω άλλα στάνταρ σε επίπεδο κινηµατογραφικής γλώσσας. To “Σπιρτόκουτο” µίλησε για εκείνα που δεν ήθελε κανείς να µιλήσει µέχρι τότε. Νοµίζω ότι όλα αυτά έχουν υπεραναλυθεί από την κριτική µε τα χρόνια, αν και εκείνη την εποχή µάλλον επιδερµικά αντιµετωπίστηκαν τα συστατικά στοιχεία του φιλµ σε επίπεδο µοντάζ, ήχου, γλώσσας, ερµηνειών κ.λπ. Στο φιλµ έγιναν πράγµατα πρωτοποριακά που δεν είχαν ξαναγίνει στο ελληνικό σινεµά, όπως π.χ. ο τρόπος που διπλώνουν οι ατάκες, το µιξάζ, ο ρυθµός. Ολα αυτά συνέβαλαν στην εντύπωση που δηµιούργησε η ταινία».

Γιάννης Οικονομίδης

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι σήµερα µένουν στο περιεχόµενο χωρίς να αναφέρονται στην κατασκευή και τη φόρµα, που επίσης ήταν καίριοι παράγοντες για να δηµιουργηθεί θόρυβος γύρω από το «Σπιρτόκουτο». Ποια ήταν όµως η αρχική υποδοχή του φιλµ όταν παίχτηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το 2002; «Μάλλον αµήχανη. Οµως ο κόσµος που κάτι καταλάβαινε “τσίµπησε” την ταινία. Νοµίζω ότι η πρώτη προβολή του φιλµ ήταν ένα work in progress που είχε κανονίσει ο αείµνηστος Γιώργος Τζιώτζιος που ήταν τότε στην Playtime. ∆εν είχε παιχτεί επίσηµα η ταινία στη Θεσσαλονίκη – βέβαια δεν θυµάµαι καλά γιατί το “Σπιρτόκουτο” µε φορτώνει µε µεγάλη χαρά καθώς και µε πίκρα, όπως και η “Ψυχή στο στόµα”. Γι’ αυτό τα έχω αφήσει λίγο πίσω στο κουτάκι των αναµνήσεών µου. Και στις δύο πρώτες µου ταινίες δεν ξαναγύρισα να κοιτάξω επειδή έχουν αρκετή πίκρα αυτές οι εµπειρίες. Η καθοριστική πάντως προβολή για το “Σπιρτόκουτο” ήταν η µεταµεσονύχτια προβολή work in progress στα multiplex της Θεσσαλονίκης που είχε κανονίσει ο Γιώργος και είχε µαζευτεί ο κόσµος πιο πολύ από περιέργεια. Την επόµενη χρονιά η ταινία παίχτηκε επίσηµα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά εκτός διαγωνιστικού –νοµίζω στο Πανόραµα– επειδή είχε ήδη βγει στις αίθουσες και είχε κάνει ήδη σοβαρό buzz».

Πάντως όταν το φιλµ βγήκε στο εµπορικό κύκλωµα το 2003 η κριτική το αντιµετώπισε ευνοϊκά. «Ναι, ήταν πολύ ζεστή και ενθουσιώδης. Στάθηκαν οι Ελληνες κριτικοί στην ταινία εκτός από τον ∆ανίκα ο οποίος την κατέθαψε, την πετσόκοψε. Ο συγκεκριµένος ακόµη και για φιλµ µου που έχει γράψει καλά πράγµατα, όπως το “Ψυχή στο στόµα” ή ο “Μαχαιροβγάλτης”, την ίδια ώρα ασελγεί πάνω τους σαν σκουλήκι. Λέει πέντε καλά µε τέτοιο τρόπο που ταυτόχρονα τις θάβει. Είναι τροµερό». Οι οικονοµικές παράµετροι του φιλµ ήταν ένα στοιχείο που από µόνο του έχει µεγάλο ενδιαφέρον. «Το “Σπιρτόκουτο” παρότι είχε κοστίσει λίγα λεφτά, για µένα ήταν αρκετά καθώς έκανα δέκα χρόνια να το ξεχρεώσω αφού ήταν δική µου παραγωγή. ∆έκα χρόνια πλήρωνα προσωπικό δάνειο. Στη συνέχεια µπήκε το ΕΚΚ και βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση αλλά και πάλι…».

Η επανακυκλοφορία και η επόµενη ηµέρα

Πώς όµως προέκυψε η ιδέα της επανακυκλοφορίας; «Σε µια κουβέντα που κάναµε µε τη Μαρία Λυσικάτου του Τριανόν, που έπαιξε πολύ την “Μπαλάντα” και τη στήριξε, έπεσε για πρώτη φορά η ιδέα. Η κόπια υπήρχε και ήταν καλό το τάιµινγκ της εικοσαετίας. Οταν το φιλµ βγήκε το 2002, το έδαφος δεν ήταν πρόσφορο. Εκανε περίπου 4.000 εισιτήρια µε τους περισσότερους θεατές να είναι υποψιασµένοι και σινεφίλ. Η φήµη του όµως χτίστηκε µε τα χρόνια. Πολύ αργότερα έγινε καλτ. Οι επόµενες γενιές ανακάλυψαν το φιλµ σε DVD ή στο ίντερνετ αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν την είδαν ποτέ στο σινεµά. ∆εν είχαν την κινηµατογραφική εµπειρία της αυθεντικής κόπιας µε το φιλµ 35 mm να προβάλλεται στη µεγάλη οθόνη, να ακούγεται ο ήχος σωστά, να βλέπει ο θεατής το µιξάζ κ.λπ. Η δουλειά που είχαµε κάνει τότε ήταν άψογη αν και το “Σπιρτόκουτο” ήταν low budget. Για να καθαρίσει ο ήχος π.χ. είχαµε γράψει σε DTS».

Τον ενοχλεί ο µιµητισµός που συναντάµε σε πολλούς νέους σκηνοθέτες που φαίνεται να αντιγράφουν το στιλ γραφής του; «Οχι. Κοίτα αυτό που έγινε µε το “Σπιρτόκουτο” θα έπρεπε να είχε γίνει πολλά χρόνια νωρίτερα στο ελληνικό σινεµά. Πώς µιλάµε, πώς παίζουν οι ηθοποιοί, τι ζητήµατα θίγουµε κ.λπ. Εκανα αυτό το φιλµ επειδή είχα αγανακτήσει κι έβλεπα πως δεν πάει άλλο. Σκεφτόµουν ότι δεν µπορεί να είναι έτσι τα πράγµατα στο ελληνικό σινεµά. Κανείς ρεαλισµός, καµιά φυσικότητα. Ολα ήταν ποιητικές µεταφορές και δηθενιές. Ηθοποιοί που δεν κοιτάζονταν µεταξύ τους, µε το βλέµµα στο υπερπέραν και να λένε µαλακίες µεταξύ τους. Ευτυχώς πρώτος άνοιξε τον δρόµο ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης µε την “Ακρη της πόλης” – για µένα ήταν ο προάγγελος της καινούργιας κατάστασης και µετά ακολουθήσαµε οι υπόλοιποι».

Τα επόµενα βήµατα του Γιάννη Οικονοµίδη έχουν φυσικά στα σκαριά µια νέα ταινία αλλά κι ένα µιούζικαλ-έκπληξη. «Ο Γιάννης Νιάρρος θα ανεβάσει το “Σπιρτόκουτο” σε µιούζικαλ –σε δική του σκηνοθεσία και µε δική του µουσική– τον Νοέµβριο στη Στέγη. Εγώ θα έχω απλώς την καλλιτεχνική επιµέλεια. Επίσης έχουµε γράψει µε τον Βαγγέλη Μουρίκη ένα σενάριο που έχει τίτλο “Μεγάλη πέτρα σε µικρό κεφάλι” και αφορά µια ταινία που φιλοδοξούµε να είναι απόλυτα µαύρη και σκοτεινή. Καµιά σχέση δηλαδή µε το χιούµορ της “Μπαλάντας”. Είναι ένα καθαρόαιµο δράµα που όπως λέει και ο Γλάρος στην “Μπαλάντα”: «Οποιος ζήσει ας οµολογήσει». Εχουµε ολοκληρώσει το σενάριο και τώρα είµαστε στη φάση της παραγωγής. Ψάχνουµε να βρούµε λεφτά, για να το πω έτσι ωµά και πρόστυχα» (γέλια).

Στην επισήµανσή µου πως λογικά δεν θα έχει πρόβληµα να βρει πλέον χρηµατοδότες αφού είναι ένας από τους πιο εµβληµατικούς δηµιουργούς της γενιάς του, ο ίδιος φαίνεται να έχει αµφιβολίες. «Λογικά ένα µέρος των χρηµάτων θα βρεθεί. Το οξύµωρο είναι όµως πως ναι µεν εγώ προχωρώ ως κινηµατογραφιστής, αλλά όλο το πράγµα βυθίζεται και τίποτε δεν είναι δεδοµένο. Κι επειδή δεν είµαι ο Παπακαλιάτης που θα κάνω 500.000 εισιτήρια, το πράγµα δυσκολεύει. Το σινεµά που κάνουµε δεν είναι εύκολο. Ακόµη και η “Μπαλάντα” που έκανε 37.000 εισιτήρια µου πήρε έξι χρόνια για να την ολοκληρώσω. Η αγωνία είναι διαρκής και έντονη. Και επειδή ούτε πουλάω µια άλλη Ελλάδα στην Ευρώπη από αυτήν που πραγµατικά είναι ή που θα ήθελαν οι ξένοι να είναι, το πράγµα δυσκολεύει κι άλλο. Μην ξεχνάµε ούτε ποιοι είµαστε ούτε σε ποια χώρα ζούµε. Βρισκόµαστε σε ένα περιβάλλον αβέβαιο, όπου πέρα από τις προσωπικές εντυπώσεις που έχει ο καθένας, τα πράγµατα είναι εξαιρετικά δύσκολα».

∆ηλαδή είναι πιο δύσκολα τα πράγµατα σήµερα από τότε που πρωτοξεκίνησες; «Μπορώ να σου πω ναι, καθώς οι απαιτήσεις είναι πιο πολλές. Και το πράγµα είναι πιο βαλτωµένο. Ολο το τριγύρω σκηνικό είναι κατεστραµµένο. Το βλέπεις παντού. Εικόνες διάλυσης βλέπεις παντού. Οχι µόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. ∆εν είναι καθόλου καλές εποχές. Θα µπει ο χειµώνας και θα πεινάσει κόσµος. Ολοι βλέπουµε αυτό που έρχεται».

INF0

Από τις 8 Σεπτεμβρίου το «Σπιρτόκουτο» θα προβάλλεται στο Τριανόν σε κόπια φιλμ 35 mm.

Documento Newsletter