Από την παρέμβαση Καραμανλή και το καθαρό του μήνυμα στο Μέγαρο Μαξίμου πως «η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημόσιου βίου» έχουν περάσει μόλις δύο εβδομάδες. Ήδη, η γραμμή της ταύτισης του πρώην πρωθυπουργού με την κυβέρνηση ακυρώθηκε την περασμένη Κυριακή από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όταν επέλεξε να ξεκαθαρίσει πως διαφωνεί με τις βαρυσήμαντες δηλώσεις του προκατόχου του, αλλά και του Προκόπη Παυλόπουλου.
Η εικόνα εντός της Νέας Δημοκρατίας δεν θυμίζει σε τίποτα πια τις εποχές της μητσοτακικής παντοδυναμίας. Πριν από την παρέμβαση Καραμανλή εξάλλου, εν είδει «αντίστροφης μέτρησης», είχαν προηγηθεί τα ξεκάθαρα μήνυμα του Νικήτα Κακλαμάνη, του Θοδωρή Ρουσσόπουλου, αλλά η στάση του Κώστα Τζαβάρα με την προστιθέμενη αξία της συμμετοχής του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Η επιλογή του Κυρ. Μητσοτάκη να διαμηνύσει από το βήμα της συνέντευξης Τύπου της ΔΕΘ πως «η απάντηση είναι ξεκάθαρη, διαφωνώ με τις απόψεις αυτές» του πρώην πρωθυπουργού και του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν κατά μία γαλάζια ανάγνωση μία απελπισμένη προσπάθεια του πρωθυπουργού να βάλει φραγμό στο ρήγμα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στο εσωτερικό της παράταξης. Εκτός από το «ποντάρισμα» στην πολιτική του επιβίωση με τα τρομολαγνικά σενάρια για την πορεία της χώρας, ο Κυρ. Μητσοτάκης πόνταρε και στο ηγετικό του προφίλ για να ελέγξει την κριτική που έρχεται εκ των έσω.
Τις τρεις ημέρες που ακολούθησαν γίνεται ξεκάθαρο πως όχι μόνο απέτυχε η προσπάθεια αυτή, αλλά πληγώνεται όλο και περισσότερο η δυνατότητά του να ελέγξει το ίδιο του το κόμμα.
Την επόμενη της δήλωσής του ήρθε η τοποθέτηση της Όλγας Κεφαλογιάννη, μέλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και εκείνη, που ευθαρσώς προκάλεσε αίσθηση διαμηνύοντας πως «είναι επικίνδυνο για την Δημοκρατία κάποιος να επικαλείται το απόρρητο και να θεωρεί ότι είναι εκτός ελέγχου». Και ακόμα περισσότερο, η φράση της πως «το απόρρητο, με πολύ συγκεκριμένες δικλείδες ασφαλείας, θα πρέπει να μπαίνει, αν θέλετε, σε δεύτερη μοίρα, γιατί προέχει η προάσπιση των δημοκρατικών θεσμών, του Συντάγματος, των νόμων, των θεσμών. Και όλοι εμείς που υπηρετούμε του θεσμούς, θα πρέπει όταν κάτι λέμε να το εννοούμε».
Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, ήταν ο Γιώργος Κουμουτσάκος που επίσης ξεκάθαρα έθεσε από βήματος Βουλής το ζήτημα σε κορυφαίο επίπεδο, μιλώντας για ζήτημα αξιών. «Όλα αυτά θεμελιώνονται σε μια απαράβατη αρχή. Ανεξέλεγκτα και αυτονομημένα άβατα στη δημοκρατία δεν νοούνται» είπε ο γαλάζιος βουλευτής, που αποτέλεσε επιλογή του Κώστα Καραμανλή για την ευρωβουλή, αλλά και επιλογή του Αντώνη Σαμαρά για τη θέση του επικεφαλής Στρατηγικού Σχεδιασμού και Επικοινωνίας, και μάλιστα την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησής του.
Την Τετάρτη, ήταν η σειρά του Ανδρέα Κουτσούμπα, εξίσου μέλους της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που πήρε και αυτός αποστάσεις από τις πρωθυπουργικές ντιρεκτίβες περί απορρήτου. Για όσους γνωρίζουν τον μετριοπαθή τρόπο που παραδοσιακά τοποθετείται, η αποστροφή του πως «η Εξεταστική, δυστυχώς κατά πολλούς, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να το κάνει γιατί δεν τους καλύπτει ο νόμος. Αν με ρωτάτε ως ιδιώτη, θα σας έλεγα συμφωνώ, αν με ρωτάτε ως βουλευτή δεν μπορεί βάσει της διατάξεως» αποτελεί αρκετά καθαρό μήνυμα διαφοροποίησης από την κυβερνητική γραμμή για τα ζητήματα περί απορρήτου.
Οι σιωπές που λένε πολλά
Για έναν προσεκτικό παρατηρητή, οι τρεις παραπάνω είναι και οι τρεις… ύποπτοι για τους οποίους -τάχα μου- δεν υπήρξε προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου να «ξεφορτωθούν» από την Επιτροπή της Βουλής που ασχολείται με τη διαφάνεια της δημόσιας ζωής και θεωρείται ως «οιονεί» Εξεταστική Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά. Υπενθυμίζεται πως στα τέλη Αυγούστου είχαν κυκλοφορήσει πληροφορίες για «σκέψεις» αντικατάστασής τους, με τον φιλοκυβερνητικό Τύπο να διαψεύδει μεν τις πληροφορίες αυτές, αλλά με τρόπο που περισσότερο επιβεβαίωνε την αγωνία του Κυρ. Μητσοτάκη για τις θέσεις τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η πρωθυπουργική λίστα των υπόπτων δεν σταματά πάντως στους τρεις, και ας είναι οι εν λόγω εκείνοι που μέχρι στιγμής έχουν ξιφουλκήσει δημόσια για την ανάγκη διαφάνειας. Τους φόβους αυτούς επιβεβαιώνει και η πλήρης αφωνία που υπάρχει σε μικρά, μεσαία και μεγάλα γαλάζια στελέχη για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, καθώς με εξαίρεση λίγους και… εκλεκτούς (βλ. Γεωργιάδης, Πέτσας, Βορίδης, κα) δεν υπάρχει καμία διάθεση υπεράσπισης της πρωθυπουργικής γραμμής της συγκάλυψης.
Στην αυλή του πρωθυπουργού αξιολογούν σοβαρά και μία άλλη «σιωπή», αυτή του Αντώνη Σαμαρά. Ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να μην έχει μέχρι στιγμής τοποθετηθεί δημόσια, όμως δύο ειδήσεις που τον αφορούν αποτέλεσαν τις τελευταίες ημέρες ένα λαλίστατο μήνυμα. Από τη μία, το γεύμα του με τον Κ. Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη μετά την ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη, που θεωρήθηκε δείγμα σύμπνοιας με τον προκάτοχό του. Από την άλλη, η εμφάνιση του πρώην διοικητή της ΕΥΠ επί ημερών του, Θεόδωρου Δραβίλλα, που ακύρωσε στην πράξη τις αιτιάσεις περί απορρήτου, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Παναγιώτη Κοντολέων που θα βρεθεί τις επόμενες ημέρες να καταθέτει.
Δίπλα σε αυτήν θα πρέπει να προστεθεί και αυτή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στην ευρωβουλή. Παρότι γαλάζιες πηγές δείχνουν τον ρόλο της Άννας Μισέλ Ασημακοπούλου ως εκπροσώπου Τύπου της ευρωομάδας ως την εξήγηση της «αφωνίας», σχολιάζεται πως ο άνθρωπος που «έσωσε» την παράταξη σε προηγούμενες κρίσεις, σήμερα δεν θα κρυβόταν. Το γεγονός πως δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια για τα σοβαρά ζητήματα που έχουν ανακύψει αποτελεί από μόνο του πρώτης τάξεως μήνυμα.
Και οι φωνές των… φίλων
Την ίδια ώρα, μόλις την Τετάρτη ήρθε και ένα ακόμα χτύπημα, από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών αυτή τη φορά. Η ανακοίνωση του ΔΣΑ θέτει όλα εκείνα τα κρίσιμα ζητήματα επί τάπητος και σε κεντρικό σημείο. Αφενός καλεί ανοιχτά τον Άρειο Πάγο να διερευνήσει τον ρόλο της εισαγγελέως της ΕΥΠ, Βασιλικής Βλάχου και το σύνολο των χειρισμών για τις χιλιάδες παρακολουθήσεις πολιτών, συμπεριλαμβανομένου των Νίκου Ανδρουλάκη και Θανάση Κουκάκη, και αφετέρου, τα βέλη της στρέφονται και στην τροπολογία που απαγορεύει στην ΑΔΕΑ να ενημερώσει τους παρακολουθούμενους. Παράλληλα, δίνει ξεκάθαρο το στίγμα των Δικηγόρων και για το απόρρητο, τονίζοντας πως «…σε μια δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίστανται κρατικοί μηχανισμοί που λειτουργούν χωρίς έλεγχο και χωρίς όρους διαφάνειας και λογοδοσίας».
Ως κερασάκι στην τούρτα θα πρέπει να θεωρούνται και τα χτυπήματα που δέχεται η κυβέρνηση από φίλα προσκείμενα μέσα ενημέρωσης και γραφίδες. Η κριτική του Άρη Πορτοσάλτε στην πρόσφατη επίδειξη κυνισμού του Στέλιου Πέτσα εκλαμβάνονται για κάποιους εντός κόμματος ως θερμοστάτης για την κατάσταση που διαμορφώνεται, ενώ η αγωνία αυξάνει καθημερινά υπό το βάρος ενδεχόμενων νέων αποκαλύψεων, με τα σενάρια να ξεκινούν από στελέχη της αντιπολίτευσης και να φτάνουν έως και στην πιθανότητα να παρακολουθούνταν γαλάζια στελέχη, για τις οποίες πλέον γράφουν ακόμα και τα μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν την κυβέρνηση.
Στα παραπάνω θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την συνεχή φθορά που βιώνει η εικόνα του Κυρ. Μητσοτάκη στο εξωτερικό από τα πολλαπλά επικριτικά δημοσιεύματα, που εκτός των παρακολουθήσεων τον ελέγχουν και για μία σειρά σοβαρών ζητημάτων κράτους δικαίου, από τις εγκληματικές επαναπροωθήσεις έως την ελευθερία του Τύπου. Αντιστοίχως, σοβαρό αντίκτυπο έχουν οι διαδικασίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι πιέσεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για διαφάνεια και πλήρη διερεύνηση του διπλού σκανδάλου, περιλαμβανομένων των παράνομων παρακολουθήσεων. Το κλίμα που διαμορφώνεται στο εξωτερικό δεν περνά απαρατήρητο ούτε από τα στελέχη του κόμματος, ούτε από πλήθος κοινωνικών εταίρων.
Ήδη στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αρχίσει να αναπολούν την περίοδο των περσινών πυρκαγιών. Τουλάχιστον εκείνες μπορούσαν να αντιμετωπιστούν επικοινωνιακά μέσω του μιντιακού τους βραχίονα. Ετούτες εκτείνονται κάθε μέρα και σε νέες περιοχές, και -προς το παρόν τουλάχιστον- μοιάζει αδύνατον να οριοθετηθούν.Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ξηλώνει το ηγετικό κοστούμι του Μητσοτάκη.
Διαβάστε επίσης:
Ο Μητσοτάκης ταυτίζει την πολιτική του επιβίωση με τη σωτηρία της χώρας
Το ελληνικό «Watergate» είναι η αρχή του τέλους του Κυριάκου Μητσοτάκη