Τρεις είναι συνήθως οι λόγοι που οδηγούν στις λεγόμενες διμερείς συναντήσεις μεταξύ ηγετών. Μπορεί να είναι καθαρά εθιμοτυπικός (εδώ συνήθως η επιτυχία των ηγετών ταυτίζεται με την επιτυχία του σεφ). Μπορεί η συνάντηση να γίνεται για να εκτονωθεί μια κρίση (η επιτυχία είναι και αυτή ένα μαγείρεμα) και τέλος μπορεί να γίνεται για να εγκαινιαστεί μια άλλη διπλωματική πολιτική.
Στην τελευταία κατηγορία να θυμίσω πως η πρόσφατη ελληνική πολιτικοδιπλωματική τακτική έχει γίνει πλουσιότερη από τα ζεϊμπέκικα του Γιώργου Παπανδρέου και τις κουμπαριές του Κώστα Καραμανλή. Αμφιβάλλω αν ήταν και αποτελεσματική, σίγουρα ήταν ευφάνταστη.
Σε ποια κατηγορία ανήκει η πρόσφατη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Ταγίπ Ερντογάν; Σε αυτό δεν μπορεί να απαντήσει κανένας επιφανειακός αναλυτής προτάσσοντας τις διαθέσεις του, αφού δεν ξέρει τι έχει διαμειφθεί κατ’ ιδίαν μεταξύ των δύο ηγετών. Πόσο μάλλον αν η επαφή ήταν επιτυχής ή αποτυχημένη.
Αν για παράδειγμα ο Ερντογάν υποσχέθηκε πως θα σταματήσει τις ροές μεταναστών ή πως θα εφαρμόσει ένα άλλο στρατιωτικό δόγμα τότε η συνάντηση ήταν πετυχημένη. Το σίγουρο είναι πως η επιτυχία των συναντήσεων δεν κρίνεται ούτε από τη στάση απέναντι στα Μέσα Ενημέρωσης ούτε από τη στάση των Μέσων Ενημέρωσης.
Οι δημόσιες δηλώσεις των ηγετών σε τέτοιες συναντήσεις συνήθως δεν απευθύνονται ούτε στον συνομιλητή τους ούτε στον λαό της χώρας που επισκέπτονται. Είναι τις περισσότερες φορές μήνυμα στον δικό τους λαό, ειδικά αν δέχονται μεγάλη αμφισβήτηση. Το ίδιο έκαναν και ο Ερντογάν και ο Τσίπρας. Ο πρώτος μίλησε στους Τούρκους και ο δεύτερος στους Ελληνες.
Τα περί προβληματικής προετοιμασίας της συνάντησης είναι ανοησίες από αυτές με τις οποίες τρέφουν το κοινό οι ημιμαθείς μεγαλοαναλυτές του πολιτικού μικροσύμπαντος. Το ίδιο ανοησίες είναι και οι προβληματισμοί περί του ακατάλληλου της εποχής λόγω προβλημάτων. Οι διμερείς επαφές με τους ηγέτες της Τουρκίας δεν είναι συναντήσεις ούτε με τον Νορβηγό πρωθυπουργό ούτε με αυτόν του Γιβραλτάρ. Aκροβατούν πάντα πάνω σε προβλήματα δεκαετιών τα οποία συστηματικά δυσκολεύει η Τουρκία. Προφανώς δεν μπορούν να σταματήσουν οι επαφές και οι συναντήσεις με τους Τούρκους ηγέτες γιατί παρουσιάζουν έναν βαθμό επικινδυνότητας στην προσπάθειά τους πάντα να υπερθεματίζουν σε απαιτήσεις σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό το ξέρει πολύ καλά η Ελλάδα. Οι σοβαροί πολιτικοί της εννοώ, δηλαδή αυτοί που έμαθαν, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, να μένουν στωικοί και πρόθυμοι να προχωρήσουν τα εθνικά θέματα.
Προφανώς στην κατηγορία αυτή δεν ανήκουν ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Φώφη Γεννηματά, οι οποίοι μεσούσης της επίσκεψης Ερντογάν έσπευσαν να μιλήσουν για αποτυχία της συνάντησης.
Ο Ερντογάν ήλθε είδε και απήλθε δίνοντας (για πρώτη φορά νομίζω συμβαίνει από Τούρκο ηγέτη) τη σαφή διαβεβαίωση πως δεν επιβουλεύεται κομμάτι της ελληνικής επικράτειας ούτε θέλει αλλαγή συνόρων. Την ίδια ώρα φυσικά, μιλώντας στους Τούρκους εμφάνισε τον εαυτό του ως σθεναρό ηγέτη που νοιάζεται για τις μειονότητες και τολμά να θέσει το θέμα μέσα στην Ελλάδα.
Και τι έκανε η ελληνική πλευρά; Εσκυψε το κεφάλι, αποδέχθηκε τις δηλώσεις του «σουλτάνου»; Μήπως χάραξε άλλη πολιτική από αυτήν που επί δεκαετίες προσπαθεί να καθιερώσει η ελληνική διπλωματία;
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Ο Αλέξης Τσίπρας με μια τοποθέτηση που ξεπερνά ίσως τη διπλωματία των φιλοφρονήσεων θύμισε στον Ερντογάν ποιος είναι και σε ποιους απευθύνεται.
Αν λοιπόν πρέπει να μιλήσουμε για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν τα αποτελέσματα της επίσκεψης μπορούμε να πούμε πως ο Ερντογάν επισκέφτηκε την Ελλάδα σε μια περίοδο που ήθελε να επιβεβαιώσει το προφίλ του «σουλτάνου», αλλά εισέπραξε μία ψυχρολουσία από τον πρωθυπουργό, μία από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μία από τη Γερμανία.
Διαβάζω αυτές τις δύο μέρες τοποθετήσεις στο διαδίκτυο και τα social media που μιλούν για αποτυχία της συνάντησης επειδή «οι δύο βρέθηκαν για να μαλώσουν». Για να θεωρείς πως η συνάντηση με έναν Τούρκο ηγέτη θα είναι έμπλεη φιλοφρονήσεων και κατανόησης και όχι πολιτικής της Υψηλής Πύλης θα πρέπει μάλλον να θεωρείς πως ο Ελλήσποντος είναι εκπομπή και όχι πορθμός στην Τουρκία.
Εν ολίγοις η συνάντηση με τον Ερντογάν είχε την εξωτερική εικόνα που ήταν φυσικό να έχει αυτή την εποχή. Αν ήταν επιτυχής το γνωρίζει ένας στενός κύκλος ανθρώπων, ο οποίος έχει και το μέτρο των προσμονών του.
Αυτός ο κύκλος όμως πρέπει να απαντήσει ανεξάρτητα από όσα ειπώθηκαν για τους λόγους που ειπώθηκαν στα Μέσα Ενημέρωσης εάν πήρε όσα ήθελε και αν ήταν η κατάλληλη εποχή για να πάρει όσα ήθελε. Με δεδομένο ότι η συνάντηση με τον Ερντογάν δεν μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων εθιμοτυπική, το ερώτημα είναι αν θα οδηγήσει κάπου. Η απάντηση σε διάφορους καραγκιόζηδες που θεωρούν τη διπλωματία δημόσιες σχέσεις με το σεράι δεν είναι να θεωρείς ως ουσιαστική διπλωματία το να αποφεύγεις να είσαι Χατζηαβάτης. Χρειάζεται κάτι περισσότερο.