Μια αργή, αλλά σταθερή, διαδικασία είναι η αύξηση της αποχής και στις δημοτικές εκλογές.
Από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014 και τη συμμετοχή του 60-61%, η αποχή εντείνεται, με τη συμμετοχή να είναι ακόμα χαμηλότερη τον Σεπτέμβριο του 2015 (μόλις 56,16%), με το 2019 να ξεπερνάει σε πολλούς δήμους το 50%, ειδικά στον Β’ Γύρο ( Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα). Πρόσφατα άγγιξε το 64-67% έως και το 73%.
Αριθμοί που προβληματίζουν. Οι παράγοντες της μη συμμετοχής είναι πολλοί και δύσκολα ερμηνεύονται.
Σημαντική «προειδοποίηση» είχε δώσει ο καθηγητής και συνταγματολόγος Ξενοφών Κοντιάδης σε κείμενο του πριν τις εκλογές του 2019. Η «ελλειμματική δημοκρατία», όπως είχε αναφέρει «δεν θα εκφράζει μόνο την αδιαφορία, αλλά σε έντονο βαθμό τη δυσανεξία και την αποδοκιμασία των πολιτών απέναντι σε πρόσωπα και θεσμούς».
Η προειδοποίηση Κοντιάδη έγινε απτή πραγματικότητα και στις πρόσφατες δημοτικές -περιφερειακές εκλογές, που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα μας.
Κλασσική είναι η δικαιολογία της κούρασης του εκλογικού σώματος, λόγω των διπλών Εθνικών Εκλογών. Γεγονός που υφίσταται, όμως δεν αποτελεί τον βαθύτερο λόγο που δεν προσερχόμαστε στην κάλπη. Είναι μια διαδικασία πολυπαραγοντική που μόνο κίνδυνο για το πολίτευμα μπορεί να αποτελέσει. Για αυτό το λόγο απευθυνθήκαμε σε δυο καθηγητές του Παντείου Πανεπιστήμιου για να μας βοηθήσουν να εμβαθύνουμε στο ζήτημα.
Ο Χρ. Σκαμνάκης (Επίκουρος Καθηγητής με γνωστικό του αντικείμενο την Κοινωνική Πολιτική και την Τοπική Αυτοδιοίκηση) και ο Δ. Καλτσώνης (Καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου) μας απαντούν στα μεγάλα «γιατί» της αποχής των εκλογών, όχι μόνο τώρα, αλλά τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια.
Πώς φτάσαμε σε αυτά τα ρεκόρ αποχής; Άραγε υπάρχει κίνδυνος για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία όπως την ξέρουμε;
«Διανύουμε μια ιστορική φάση συνολικής απαξίωσης των συλλογικών διαδικασιών και της ίδιας της δημοκρατίας ως μέσου οργάνωσης και διακυβέρνησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Η προσέλευση στην κάλπη φαίνεται σαν στοιχείο μιας ξεπερασμένης από τα πράγματα διαδικασίας που έχει σημασία μόνο για όσους εκλέγονται και όχι για τους ίδιους τους εκλογείς. Πρόκειται για τον πυρήνα της απαξίωσης του θεμέλιου άξονα της δημοκρατίας. Η συλλογική έκφραση δηλαδή απαξιώνεται ως μέσο και διαδικασία, δεν απαντά στα κοινά προβλήματα τα οποία σταδιακά λογίζονται ως ατομικά», αναφέρει ο κ. Σκαμνάκης σχετικά με την άνοδο της αποχής.
Η αποχή ως τάση και πανευρωπαϊκό φαινόμενο παρατηρείται από τη δεκαετία του 1970, όπως υπογραμμίζει ο κ. Καλτσώνης, με τη δεκαετία του 1990 να είναι το κρίσιμο σημείο καμπής της. Μεγάλο ρόλο παίζει η σταδιακή σύγκλιση της σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό και η μετατόπισή της σε θέσεις ταύτισης με την παραδοσιακή Δεξιά. Σε συνδυασμό με την υποχώρηση των επαναστατικών οραμάτων και κινημάτων μετά την πτώση της ΕΣΣΔ ένα μέρος ψηφοφόρων οδηγήθηκε στην απογοήτευση και την αποχή.
Προχωρώντας στα χρόνια και στην χώρα μας συγκεκριμένα, για τον κ. Καλτσώνη όλα τα παραπάνω εκφράζονται αργοπορημένα μέσω της απογοήτευσης των ψηφοφόρων «από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως μετά την ακύρωση του δημοψηφίσματος του 2015, το ασφυκτικό πλαίσιο των Μνημονίων, των κατευθύνσεων και εντολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όλα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην αποχή. Μπορεί να υπήρξε έστω και μια μικρή ενίσχυση του ΚΚΕ από αυτό το σώμα των δυσαρεστημένων, όμως «όσοι δεν πείθονται να στραφούν αριστερά, αισθάνονται απογοητευμένοι και απέχουν».
Πρόκειται περί ενός φαύλου κύκλου ατομικών λύσεων που οι πολίτες αναζητούν και οδηγούν στην έκπτωση της δημοκρατικής διαδικασίας, της οποίας ένδειξη και σύμπτωμα είναι η αποχή, όπως επισημαίνει ο κ. Σκαμνάκης.
Σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή της αποχής (μεγαλύτερη στα αστικά κέντρα συγκριτικά με την επαρχία) ο κ. Καλτσώνης πιστεύει ότι «στην Αθήνα οφείλεται στην απογοήτευση ψηφοφόρων της ΝΔ από τη δημαρχία Μπακογιάννη. Δεν προσήλθαν, αλλά και δεν πείστηκαν να ψηφίσουν κάτι άλλο».
«Η συμμετοχή στις εκλογές θα αυξηθεί όταν οι πολίτες πειστούν από κάποια πρόταση με όραμα που μπορεί πράγματι να τους προσφέρει εναλλακτικές λύσεις και όχι απλώς μια παραλλαγή της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής», υπογραμμίζει ο κ. Καλτσώνης.
Αντίστοιχα ,για τον κ. Σκαμνάκη τα ίδια φαινόμενα βλέπουμε και στα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές, αλλά περισσότερες ομοιότητες σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή.
Στο ερώτημα εάν «υπάρχει κίνδυνος για τις Εθνικές Εκλογές στην 3η Ελληνική Δημοκρατία;», η απάντηση του κ. Σκαμνάκη είναι σαφής: «Ο κίνδυνος είναι προφανής, μέρος μιας συνολικής έκπτωσης των δημοκρατικών διαδικασιών στην οποία δεν είναι άμοιροι και οι βασικοί της θεσμοί, τα πολιτικά κόμματα. Σε αυτή την κρίση δημοκρατίας που οδηγούμαστε, ευθύνη φέρουν και οι βασικοί της οργανισμοί οι οποίοι συχνά κακοποιούν τις διαδικασίες, τις χρησιμοποιούν με στόχο την εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων στοχεύσεων υπονομεύοντας την προοπτική της, και τελικά την ίδια τους την ύπαρξη».