Σήμερα χτυπά το πρώτο κουδούνι της νέας σχολικής χρονιάς για χιλιάδες μαθητές και το επίκεντρο της προσοχής είναι στραμμένο σ’ αυτούς. Την τιμητική τους έχουν κάθε χρόνο τα πρωτάκια με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν για να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της νέας τους ζωής, αλλά και οι μαθητές που έρχονται αντιμέτωποι με τις αλλαγές του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το σχολείο είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας και έχει όλες τις πτυχές και τις δυσκολίες της ζωής κι αυτές καλούνται να καλύψουν οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί, οι οποίοι πέρα από το να «μάθουν γράμματα» στα παιδιά θα πρέπει να διδάξουν ήθος, ανθρωπιά και αυταπάρνηση. Σε αυτούς τους εκπαιδευτικούς στράφηκε το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) σήμερα, πρώτη μέρα στο σχολείο. Στους εκπαιδευτικούς που βρίσκονται δίπλα στα παιδιά, στα προσφυγόπουλα, των μεταναστών και των Ρομά, σ’ αυτά που έχουν «ξένους» συμμαθητές ή σ’ εκείνα που δεν έχουν συμμαθητές.
Όταν οι άσχημες φωνές σώπασαν, κάτι όμορφο συνέβη στην αυλή του 1ου δημοτικού Ωραιοκάστρου. Ο διευθυντής του σχολείου που υποδέχθηκε τα προσφυγόπουλα θυμάται…
«Οι στιγμές που τα προσφυγόπουλα έπαιζαν με παιδιά του ολοημέρου προγράμματος στη αυλή του σχολείου, μέσα στο δίωρο αυτό από τις 2 έως τις 4, ήταν η ωραιότερη εμπειρία στα 30 χρόνια που είμαι δάσκαλος». Η εικόνα που περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σωτήρης Σκανδάλης, δάσκαλος και διευθυντής κατά την περσινή σχολική χρονιά στο 1ο δημοτικό σχολείο Ωραιοκάστρου, δεν είναι η προφανής εικόνα που θα ανακαλούσε πρώτη στη μνήμη του κάποιος, ο οποίος παρακολούθησε την επεισοδιακή έναρξη λειτουργίας της ΔΥΕΠ (Δομή Υποδοχής Εκπαίδευσης Προσφύγων) στη συγκεκριμένη σχολική μονάδα.
Συμπλοκές, τραυματισμοί, συλλήψεις, εισηγήσεις γονέων για αποχή από τα μαθήματα, εισαγγελικές παρεμβάσεις μονοπώλησαν, στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου, τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. «Μα τόση φασαρία για να πάνε στο σχολείο 9 μικρά παιδιά;», θα μπορούσε να παρατηρήσει ψύχραιμα κάποιος, ενώ εύλογο είναι και το ερώτημα πώς αισθάνθηκαν τα παιδιά αυτά, ευρισκόμενα στο μέσον μίας διαφορετικής εμπόλεμης ζώνης.
«Θα σας πω τι εισέπραξα εγώ πως αντιλήφθηκαν τα παιδιά: Κατάλαβαν ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται γι’ αυτά. Το αισθάνθηκαν αυτό, να είστε βέβαιοι. Τα παιδιά ξεχώρισαν ότι ήταν άλλοι εκείνοι έξω από τα κάγκελα που φώναζαν και άλλοι αυτοί που τα χειροκρότησαν και τα υποδέχθηκαν με τραγούδια και ποιήματα», λέει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Σκανδάλης, επιμένοντας πως από την εμπειρία της λειτουργίας της ΔΥΕΠ στο σχολείο που ήταν διευθυντής, μόνο θετικές αναμνήσεις κράτησε: «Τα παιδιά που έπαιζαν στο διάλειμμα ανέπτυξαν έναν τρομερό κώδικα επικοινωνίας. Στην αρχή προσπάθησαν να επικοινωνήσουν από την κάθε πλευρά στη γλώσσα τους, δεν τα κατάφεραν. Ένα- δύο μαθητές που μιλούσαν αγγλικά ανέλαβαν χρέη διερμηνέα. Στο τέλος όλη η συνεννόηση γινόταν στα αγγλικά», θυμάται.
«Αισθάνομαι τυχερός που έζησα την εμπειρία, με όλες τις δυσκολίες. Θέλω να δηλώσω, όσον αφορά αυτά τα παιδιά, ότι από οποιαδήποτε θέση βρεθώ θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να απαλύνω τον πόνο τους», διαβεβαιώνει, εκφράζοντας χαρά που και στο σχολείο, στο οποίο υπηρετεί πλέον, από τις αρχές του μήνα, ως διευθυντής, το δημοτικό σχολείο Νέας Απολλωνίας, ενδέχεται να λειτουργήσει ΔΥΕΠ. «Φέτος προσωπικά δε χρειάζομαι καμία βοήθεια, έχω την εμπειρία και ξέρω πώς να λειτουργήσω τη Δομή», διαβεβαιώνει.
«Τι έφταιξε για τα επεισόδια»
Ο κ. Σκανδάλης εκτιμά πως για τα επεισόδια του περασμένου Φεβρουαρίου στο Ωραιόκαστρο «έφταιξε ότι ένα μέρος της τοπικής κοινωνίας πήρε μηνύματα από λάθος πλευρά και αντέδρασε όπως αντέδρασε».
«Κάποιοι λένε ότι η κοινωνία αυτορρυθμίζεται. Δε συμφωνώ. Η κοινωνία δέχεται μηνύματα και ανάλογα αντιδρά», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εκφράζοντας την άποψη πως «έγιναν λάθη και στον σχεδιασμό, καθώς είχαμε ενημέρωση την τελευταία στιγμή και αιφνιδιαστήκαμε».
«Εκπαιδευτικά ήταν λάθος έτσι όπως οργανώθηκε η λειτουργία των ΔΥΕΠ, καθώς δεν είχαν οι εκπαιδευτικοί τη δυνατότητα να προσφέρουν αυτά που έπρεπε να προσφέρουν. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα παιδιά αυτά έπρεπε να πάνε στο σχολείο και αυτό το αντιλαμβάνονται οι πάντες. Οι περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης κλήθηκαν να εφαρμόσουν την απόφαση του υπουργείου Παιδείας, η οποία καταρχήν ήταν σωστή, χρειαζόταν όμως καλύτερη οργάνωση», σημειώνει.
«Παιδιά που δεν είχαν ξανακούσει σχολικό κουδούνι»
Κληθείς να κάνει μία αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου που παρήγαγε πέρυσι το πρόγραμμα για την εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων και των σημαντικότερων προβλημάτων που ο ίδιος κατέγραψε ο κ. Σκανδάλης εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Τα παιδιά έρχονταν από τις 2 έως τις 6 μμ και όχι κάθε μέρα, ανάλογα με γιορτές κλπ, ουσιαστικά, δηλαδή, οι ΔΥΕΠ λειτούργησαν περιστασιακά και για μικρό διάστημα. Δεν υπήρχε διερμηνέας, υπήρχε ένα αλαλούμ επικοινωνίας. Άρα, στο εκπαιδευτικό κομμάτι είναι πολύ δύσκολο να πούμε ότι μεταφέραμε γνώση, αν και κάναμε το ανθρωπίνως δυνατό, όλοι οι συνάδελφοι ξεπέρασαν τον εαυτό τους».
Ο κ. Σκανδάλης επισημαίνει ακόμη ότι εκπαιδευτικά το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ότι αυτά τα παιδιά δε γνώριζαν τη σχολική πραγματικότητα, καθώς τα περισσότερα, λόγω του πολέμου, δεν είχαν πάει σχολείο ποτέ. «Τα πιο πολλά παιδιά δε γνώριζαν τι είναι το σχολείο λόγω του πολέμου, δεν ήξεραν τι γίνεται όταν χτυπάει το κουδούνι, ότι υπάρχει συγκεκριμένη ώρα πχ για φαγητό, άρα όταν πεινούσαν, έβγαζαν το φαγητό και έτρωγαν», αναφέρει, προσθέτοντας ότι το κέρδος από την περσινή χρονιά είναι ότι «πλέον μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα παιδιά γνώρισαν τη σχολική πραγματικότητα».
«Θεωρώ πλέον ότι μπορούν να σταθούν στο πρωινό σχολείο. Είναι θέμα οργάνωσης πώς θα διδαχθούν και τι», λέει εκφράζοντας, παράλληλα, και έναν προβληματισμό: « Δεν έχω καταλάβει και κανείς μας μάλλον δεν έχει καταλάβει τι θέλουμε να τους δώσουμε. Ελληνική Παιδεία και γνώση με την προοπτική να μείνουν; Εφόδια για να ζήσουν στο εξωτερικό κάποια στιγμή αργότερα, ή προετοιμασία για να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην πατρίδα τους; Ακόμη και το αναλυτικό πρόγραμμα κατά κάποιον τρόπο αυτοσχεδιάζει. Όμως το βασικότερο είναι ότι τα παιδιά πήγαν σχολείο. Άλλωστε, δάσκαλοι είμαστε, στο χέρι μας είναι να τα κάνουμε ό,τι θέλουμε, φιλέλληνες ή ανθέλληνες».
Μία δασκάλα, ένας μαθητής
Με ένα μαθητή και μία δασκάλα ανοίγει σήμερα το δημοτικό σχολείο στους Αρκιούς, στο νησάκι των Δωδεκανήσων που βρίσκεται ανάμεσα στην Πάτμο (όπου διοικητικά ανήκει) στη Λέρο και στους Λειψούς. Ένα νησάκι με σαράντα ακρίτες που μένουν εκεί «γαντζωμένοι» πάνω στα βράχια, φυλώντας Θερμοπύλες.
Αγιασμός δεν θα γίνει, αφού παπάς δεν υπάρχει στο νησί, όμως το κουδούνι χτύπησε κανονικά όπως σε όλα τα σχολεία της χώρας σήμερα το πρωί. Εκεί βρισκόταν μόνο ο Χρήστος μαθητής της Τρίτης τάξης και η νέα του δασκάλα που έφθασε το πρωί στο νησί με την βάρκα της, από τους Λειψούς, για να αναλάβει τα καθήκοντα της έχοντας μαζί της όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για την λειτουργία του σχολείου και για την διαμονή της στο νησί.
«Ήταν το όνειρο μου να αναλάβω δασκάλα στους Αρκιούς και είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένη που έρχομαι στο νησί» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δασκάλα Μαρία-Φαίδρα Τσιαλέρα μια Θεσσαλονικιά που έχει πολιτογραφηθεί Δωδεκανήσια αφού βρίσκεται και διδάσκει στα σχολεία των νησιών για 17 χρόνια (13 χρόνια στη Λέρο και 4 στους Λειψούς).
«Το 2007 όταν ήμουν δασκάλα στη Λέρο είχα μία μαθήτρια από τους Αρκιούς και μαθαίνοντας τότε για το νησί και για τον αγώνα επιβίωσης που έδιναν -και δίνουν- οι κάτοικοί του ήθελα από τότε να έρθω» τονίζει η κ. Τσιαλέρα που επιτέλους το κατάφερε.
Είμαι η μοναδική μόνιμη εκπαιδευτικός που διορίζομαι στους Αρκιούς, διευκρινίζει, επισημαίνοντας ότι μπορούσε να διοριστεί σε όποιο σχολείο ήθελε, αλλά το δημοτικό σχολείο των Αρκιών, ήταν στην αίτηση της, η μόνη επιλογή.
Ήδη, από τις προηγούμενες μέρες η κ. Τσιαλέρα είχε μεταβεί στους Αρκιούς για να δει την κατάσταση του σχολείου και του οικήματος στο οποίο θα διαμένει, και σήμερα επιστρέφει κανονικά για να ξεκινήσει τα μαθήματα.
Πιθανόν εκτός του μοναδικού μαθητή της στα θρανία να βρίσκεται και ο αδελφός του, που έχει τελειώσει το δημοτικό πριν από δύο χρόνια αλλά δεν κατάφερε να πάει στο γυμνάσιο της Πάτμου παρότι τον προετοίμαζε για αυτό από πέρσι η δασκάλα που υπήρχε.
«Θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για το σχολείο και το νησί» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Τσιαλέρα η οποία θα διαμένει στο νησί, αλλά τα Σαββατοκύριακα θα επιστρέφει στους Λειψούς, όπου βρίσκεται ο σύζυγος της. Έχουν άλλωστε και την δική τους βάρκα, με την οποία έφθασε σήμερα στο νησί, οπότε θα αντιμετωπίσουν εύκολα το θέμα της μετακίνησης τους.
«Είμαι συνειδητοποιημένη για το τι θα αντιμετωπίσω και θα κάνω κάθε προσπάθεια για να λειτουργήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το σχολείο» τονίζει η κ. Τσιαλέρα, που δεν κρύβει την πρόθεση της να αποτελέσει το σχολείο σημείο αναφοράς για την εκπαιδευτική κοινότητα. Ήδη έχει δρομολογήσει λύσεις σε σειρά προβλημάτων που αφορούν τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης, σε προβλήματα του κτιρίου, στην επικοινωνία και άλλα.
Το ζητούμενο είναι βέβαια να μπορέσει το σχολείο να συνεχίσει την λειτουργία του και προϋπόθεση για αυτό είναι να υπάρχουν μαθητές. Στο νησί εκτός του Χρήστου, υπάρχει μόνο ένα ακόμα παιδί, που θα μπορέσει να πάει στο σχολείο σε τρία χρόνια και όλοι ευελπιστούν ότι η οικογένεια του θα παραμείνει στο νησί και δεν θα χρειαστεί να μεταβεί σε άλλη περιοχή.
Μοναδικό προνόμιο και όχι κοινωνικό πρόβλημα η ανταλλαγή εμπειριών και βιωμάτων
«Αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου όλα αυτά τα χρόνια είναι με πόση πολλή αγάπη μιλούν για το πρώτο τους σχολείο μαθητές και μαθήτριες μας αλλοδαποί και Ρομά, που τώρα φοιτούν σε μεγαλύτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης ή έχουν τελειώσει το σχολείο». Ο δάσκαλος Στέργιος Παπαδόπουλος υπηρετεί από το 1994 στο 6ο Διαπολιτισμικό Δημοτικό Σχολείο Ελευθερίου -Κορδελιού.
Έχοντας ζήσει 17 χρόνια στη Γερμανία, είναι, ίσως, σε θέση να κατανοήσει καλύτερα από άλλους την ψυχολογία ενός παιδιού, που προσπαθεί να ενταχθεί στο σχολικό περιβάλλον και σε ένα κοινωνικό σύνολο, μέλη του οποίου μπορεί να το απορρίπτουν ως ξένο στοιχείο.
Κατά τη θητεία του στο Διαπολιτισμικό Σχολείου Ελευθερίου- Κορδελιού, όπου σήμερα είναι διευθυντής, διδάχθηκε πολλά. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Διδάχθηκα ότι πρέπει να παρέχουμε την απαιτούμενη βάση για ίσες ευκαιρίες, σεβόμενοι καταρχήν την προσωπικότητα του κάθε παιδιού και όχι εξισώνοντας τους μαθητές μας στο όνομα των γνωστικών και μόνο απαιτήσεων του σχολείου και των δικών μας προσδοκιών, απέναντι στις οποίες -έτσι κι αλλιώς- κάθε μαθητής απαντά με διαφορετικούς ρυθμούς». Δείχνοντας με τη σειρά του τον δρόμο στα παιδιά «να ανακαλύψουν τα θετικά στοιχεία της διαφορετικότητας, τη σημασία του ”εμείς”, του αλληλοσεβασμού, της συνεργασίας και της δημιουργικής επικοινωνίας».
«Καλούμαστε να λειτουργήσουμε εμψυχωτικά προς όλους τους μαθητές, παρατηρώντας προσεχτικά τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες, τις αντιστάσεις και τις επικείμενες συγκρούσεις μέσα στην ομάδα», προσθέτει, ομολογώντας πως «σίγουρα δεν είναι εύκολο πάντα να τα καταφέρουμε».
Πόσο διαφορετικές είναι, όμως, οι εκπαιδευτικές προτεραιότητες για έναν δάσκαλο σε ένα διαπολιτισμικό σχολείο, σε σχέση με έναν εκπαιδευτικό σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο;
«Οφείλουμε να αναδείξουμε το δικαίωμα του κάθε παιδιού και του κάθε ανθρώπου να έχει άλλη θρησκεία, άλλα μουσικά ακούσματα, άλλον πολιτισμό, άλλα ήθη κι έθιμα. Να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα, να βρίσκουμε αυτά που μας ενώνουν. Να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε τη μοναδικότητα του κάθε παιδιού», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαδόπουλος. Άλλωστε ο ίδιος θεωρεί πως αυτό που βιώνει καθημερινά μέσα στην τάξη και στο σχολείο, η διαφορετική σύνθεση, η ανταλλαγή εμπειριών και βιωμάτων, συνιστά μοναδικό προνόμιο και όχι κοινωνικό πρόβλημα.
«Οι εξωπραγματικές απαιτήσεις του συστήματος»
Ως το πιο σημαντικό πρόβλημα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα ο κ. Παπαδόπουλος ξεχωρίζει τα κριτήρια, που θέτει το εκπαιδευτικό σύστημα στους γλωσσικά και πολιτισμικά διαφοροποιημένους μαθητές του, προκειμένου να τους αποδεχτεί ως ισότιμους, τα οποία, όπως λέει «είναι δυσανάλογα με τις δυνατότητες που παρέχουν οι πραγματικές συνθήκες ζωής των παιδιών αυτών και των οικογενειών τους».
Όπως σημειώνει, η ηλικιακή, γλωσσική και πολιτισμική πολυμορφία, οι συχνές μετακινήσεις, εγγραφές και μετεγγραφές, η δύσκολη έως ανύπαρκτη επικοινωνία με τους γονείς, η έλλειψη διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας και της κουλτούρας της χώρας προέλευσης, σοβαρά οικονομικά προβλήματα, άσχημες συνθήκες διαβίωσης είναι κάποια μόνο από τα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προβλήματα που συχνά αντιμετωπίζουν παλλινοστούντες, αλλοδαποί και Ρομά μαθητές.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σχολική φοίτηση των Ρομά μαθητών, που εμποδίζεται πολλές φορές από εξωτερικούς παράγοντες (παιδική εργασία, έλλειψη κατάλληλης κατοικίας κλπ), με αποτέλεσμα να καταγράφονται υψηλά ποσοστά μαθητικής διαρροής, ο κ. Παπαδόπουλος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ προτείνει:
«Στα σχολεία με μεγάλο ποσοστό Ρομά θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα για λειτουργία παράλληλου τμήματος σε κάθε τάξη, όπου θα εντάσσονται μαθητές με ελλιπή ή και καθόλου προηγούμενη φοίτηση, λόγω του νομαδικού ή ημινομαδικού βίου της οικογένειάς τους». «Όταν οι εκπαιδευτικοί κρίνουν ότι ο μαθητής μπορεί να ακολουθήσει το αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης, θα μεταφέρεται στο κύριο τμήμα. Έχει παρατηρηθεί ότι σε μεγάλο ποσοστό οι μαθητές Ρομά με ελλιπή φοίτηση, εγκαταλείπουν το σχολείο όταν ενταχθούν σε κανονικό Τμήμα και διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν», διευκρινίζει.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ