Το πρόβλημα είναι βαθύτερο από την «Αυγή»

Το πρόβλημα είναι βαθύτερο από την «Αυγή»

Μέχρι να «χάσω» τον πατέρα μου, το καλοκαίρι του 2014, διαβάζαμε κάθε Κυριακή μαζί εφημερίδες. Ξυπνούσε νωρίτερα από μένα, πήγαινε μέχρι το περίπτερο και έπαιρνε δυο τρεις διαφορετικές για να υπάρχει ποικιλία απόψεων, έφτιαχνε καφέ και συζητούσαμε τα άρθρα που μας άρεσαν, τις ειδήσεις και τις συνεντεύξεις που βρίσκαμε ενδιαφέρουσες. Κάποιες φορές βγαίναμε κι έξω, σε κάποιο ήσυχο και ατμοσφαιρικό καφέ, κάνοντας ακριβώς το ίδιο. Ήταν κάποια μορφή ιεροτελεστίας που είχαμε καθιερώσει τις Κυριακές. Οι καλοί σκαπανείς της γλώσσας ήταν οι δικοί μας ήρωες, οι άνθρωποι που θαυμάζαμε και θέλαμε κάποια στιγμή να γνωρίσουμε από κοντά.

Ωστόσο, ύστερα από τον θάνατό του, σταμάτησα σταδιακά να διαβάζω τόσο συχνά εφημερίδες. Μπορεί να συνέχιζα να αγοράζω για ενίσχυση, όμως οι σύγχρονοι ρυθμοί της καθημερινότητας, το κυνήγι της επιβίωσης, οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις που αυξάνονται καθώς μεγαλώνεις, δεν μου άφηναν ελεύθερο χρόνο ούτε καν τις Κυριακές. Τις ξεφύλλιζα ακροθιγώς και ύστερα τις άφηνα πάνω στο σύνθετο, στο κομοδίνο ή στο τραπεζάκι του σαλονιού μπροστά από την τηλεόραση, λέγοντας συνεχώς πως θα επανέλθω αργότερα ή μέσα στην εβδομάδα, αλλά οι μέρες περνούσαν και οι εφημερίδες έδιναν τελικά τη θέση τους στις επόμενες και ούτω καθεξής.

Αυτή είναι ουσιαστικά η μία όψη ενός προβλήματος, που όσο περνάει ο καιρός γιγαντώνεται. Η αλλαγή στον τρόπο ζωής που δεν ευνοεί οτιδήποτε απαιτεί χρόνο, ενέργεια και συγκέντρωση για να διαβαστεί, να αναλυθεί και να συζητηθεί. Οι νέοι κυρίως άνθρωποι δεν έχουν μάθει να διαβάζουν, ενώ και οι μεγαλύτεροι έχουν αρχίσει τελευταία να μεταβάλλουν τις συνήθειές τους, να προσαρμόζονται στις επιταγές της εποχής, αξιοποιώντας την ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωσή τους. Ό,τι πρέπει να ξέρουν, άλλωστε, απέχει μόλις ένα κλικ με το κινητό τους. Γιατί να γεμίζουν, λοιπόν, το μυαλό τους με «άχρηστες» πληροφορίες; Έτσι σκέφτονται σήμερα πολλοί, προτιμώντας να μην αφιερώνουν χρόνο και χρήματα σε οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις τις οποίες αποστρέφονται μετά βδελυγμίας.

Το αποτέλεσμα είναι οι πωλήσεις των εφημερίδων να μειώνονται συνεχώς, με εκείνους που τελικά τις διαβάζουν να είναι στην πραγματικότητα πολλοί λιγότεροι από αυτούς που τις αγοράζουν. Όλο αυτό δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες παίρνουν μισθούς – χαρτζιλίκια που δεν φτάνουν για να τα βγάλουν πέρα, ενώ αρκετοί μάλιστα δεν πληρώνονται καθόλου ή παίρνουν ελάχιστα χρήματα, χωρίς ασφάλιση, ίσα ίσα για να βουλώνουν κάποιες τρύπες συνεχίζοντας να κάνουν αυτό που αγαπούν. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να ζήσεις στην Ελλάδα από τη δημοσιογραφία, εκτός κι αν είσαι διατεθειμένος να κάνεις τα χατίρια διάφορων μεγαλοσχήμων πολιτικών, εκδοτών και επιχειρηματιών για να γίνεις αρεστός.

Κι εδώ ακριβώς έγκειται η άλλη πλευρά του προβλήματος. Να μπορεί ένας δημοσιογράφος να κάνει τη δουλειά του ανεμπόδιστα, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις και πιέσεις. Να μην συγκαλύπτει σκάνδαλα και να μην τακιμιάζει με διάφορα κέντρα εξουσίας για ίδιον όφελος. Να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, χωρίς τον φόβο πως θα βρεθεί υπόλογος γι’ αυτό στη δικαιοσύνη. Διαφορετικά, δεν μιλάμε για δημοσιογραφία, αλλά για αλισβερίσι εξυπηρετήσεων, το οποίο οδηγεί αναπόφευκτα στην απαξίωση ολόκληρου του κλάδου.

Μπορεί, λοιπόν, με απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ να μην κλείνει προς ώρας η ιστορική εφημερίδα «Αυγή», ωστόσο το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Ο «ασθενής» είναι διασωληνωμένος εδώ και καιρό, προσπαθώντας με ξαφνικές αναλαμπές να κρατηθεί στη ζωή. Οι ιθύνοντες στις εφημερίδες έχουν ήδη δοκιμάσει πολλά, όμως θα πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια ώστε να βρουν τι είναι αυτό που θα προσελκύσει νέους ανθρώπους, αυξάνοντας την αξιοπιστία και την απήχησή τους. Είναι ένα δρόμος δύσκολος και απαιτητικός, αλλά αποτελεί κατά μια έννοια μονόδρομο αφενός για να μην καταντήσει η δημοσιογραφία να αποτελείται από ατάκες λίγων λέξεων σε ένα tweet, αφετέρου για να συνεχίσουν να υπάρχουν δημοσιογράφοι που θα γράφουν και θα λένε την άποψή τους ελεύθερα.

 

Documento Newsletter