Το Ποτάμι: Να συνεχιστούν οι εργασίες της προανακριτικής για τον Γιάννο

Το Ποτάμι: Να συνεχιστούν οι εργασίες της προανακριτικής για τον Γιάννο

Τη συνέχιση των εργασιών της Προανακριτικής Επιτροπής για τον Γιάννο Παπαντωνίου προτείνει το Ποτάμι

Στη δική του πρόταση, το Ποτάμι:

Υποστηρίζει ότι η πρόταση της πλειοψηφίας για την παραπομπή της υπόθεσης από τη Βουλή στη Δικαιοσύνη, λόγω αναρμοδιότητας, αντιβαίνει στο Σύνταγμα και πάσχει νομικά και δικονομικά.

Εισηγείται τη συνέχιση των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής για να καταλήξει σε παραδεκτό – κατά το Σύνταγμα – πόρισμα για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης κατά του τέως υπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 εδαφ. γ΄.

Ακολουθεί η σχετική πρόταση:

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΡΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟ κ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Στις 28 Μαρτίου 2017 υπερψηφίστηκε από την Βουλή η πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής (προανακριτικής) για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος και τα άρθρα 153 επόμενα του Κανονισμού της Βουλής για την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων, που σχετίζονται με έξι (6) συναφείς μεταξύ των ποινικές δικογραφίες, που διαβιβάστηκαν στη Βουλή και αφορούν όλες τον τέως Υπουργό Άμυνας, Παπαντωνίου.

Το Ποτάμι μάχεται διαχρονικά για την δικαιοσύνη και επιδιώκει την διαφάνεια στις υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος. Για αυτό ψήφισε θετικά στην σύσταση της προανακριτικής επιτροπής και δεσμεύτηκε στις εργασίες της επιτροπής να εργαστεί, για να αποκαλυφθεί – ακόμα και στα στενά πλαίσια αυτής της διαδικασίας – η αλήθεια. Η σύγκρουση με όλες τις μελανές στιγμές του παρόντος και του παρελθόντος αποτελεί για το Ποτάμι ευθύνη και υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία και στις αξίες που πρεσβεύουμε.

Στην υπό εξέταση περίπτωση οι πολιτικές ευθύνες του τέως Υπουργού είναι αδιαμφισβήτητες. Έργο της προανακριτικής επιτροπής, όμως, είναι η διερεύνηση του ποινικού σκέλους των υποθέσεων, ο καταλογισμός τυχόν ευθυνών και η θωράκιση του δημοσίου συμφέροντος για το μέλλον.

Σύμφωνα µε το άρθρο 156 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής, η συγκροτηθείσα Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης κατά πρώην Υπουργού έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση, όπως αυτές ειδικότερα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και µμπορεί να αναθέτει σε Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών ή Εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών µε το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης (Αθανασίου Γ. Ράικου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόµος Ι, τεύχος Β´, τρίτη έκδοση, σελ. 990).

Εκείνος, κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης, καλείται από την Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις, αν το επιθυμεί. Συνεπώς, κατά την προκαταρκτική εξέταση µμπορούν να επιχειρηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις, που δε θίγουν την προσωπική ελευθερία, όπως είναι η εξέταση µμαρτύρων και υπόπτων, η πραγματογνωμοσύνη, η κατάσχεση κτλ. (Εγκύκλιος Εισαγγ. Α.Π. 1/2009, DSANET).

Λόγος διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης είναι η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν τελέστηκε ή όχι αξιόποινη πράξη, ενώ σκοπός της είναι η διακρίβωση επαρκών ενδείξεων, για να ασκηθεί η ποινική δίωξη.

Οι ενδείξεις δεν θεωρούνται επαρκείς, όταν αυτές καθ’ εαυτές κρινόμενες δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορούμενου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που είναι επαρκή, για να οδηγήσουν την Επιτροπή στην απαλλαγή του κατηγορούμενου, δεν φαίνεται δε, ότι µμπορούν να ενισχυθούν µε την άσκηση της δίωξης (Ολ.Α.Π. 9/2001, ΝΟΜΟΣ). Αν µετά την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή κρίνει αιτιολογημένα ότι έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις, υποβάλλει σχετικό πόρισμα στην Ολομέλεια της Βουλής, το οποίο σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά µμέσα, που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή µη δίωξης (Αθανασίου Γ. Ράικου, ό.π.). Ομοίως, αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η τυχόν πρόταση της µμειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος. Το πόρισμα της Επιτροπής και το σχετικό αποδεικτικό υλικό υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος ανακοινώνει την κατάθεσή τους στην Βουλή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 86 παρ. 3 εδ. γ´ του Συντάγματος.

Το πόρισμα τυπώνεται και διανέμεται στους βουλευτές και, εντός πέντε ημερών από τη διανομή του, καταρτίζεται ειδική ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής για τη συζήτηση επί αυτού. Αμέσως µετά τη λήξη της συζήτησης διεξάγεται μυστική ψηφοφορία για την πρόταση της Επιτροπής και χωριστά για κάθε καταγγελλόμενη πράξη ή παράλειψη, για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης, σύμφωνα µε το άρθρο 86 παρ. 3 εδ. δ´ του Συντάγματος. Η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται µε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει, έχει δε το χαρακτήρα γραπτής παραγγελίας κατά το άρθρο 246 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης από το Δικαστικό Συμβούλιο, που προβλέπεται στο άρθρο 86 παρ. 4 υποπαρ. 2 του Συντάγματος (Αθανάσιου Γ. Ράικου, ό.π., σελ. 991, 994, Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, τέταρτη έκδοση, σελ. 635).

Εν προκειμένω η πρόταση της προανακριτικής επιτροπής στο κεφάλαιο Δ (σελ. 40 επομ.) καταλήγει να εισηγείται στην Ολομέλεια της Βουλής:

1. Να μην ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του πρώην Υπουργού Ιωάννη Παπαντωνίου για το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 256 ΠΚ, με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950), για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατά την περίοδο από Οκτώβριο 2001 έως Μάρτιο 2004, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στα Κεφάλαια Α΄ και Γ΄ του πορίσματος και

2. Να παραπέμψει τις έξι (6) υποθέσεις και τις σχετικές ποινικές δικογραφίες για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι τέλεσε ο πρώην Υπουργός Ιωάννης Παπαντωνίου κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο 2001 έως Μάρτιο 2004, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεδομένου ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στο Κεφάλαιο Γ΄ του πορίσματος δεν έχει αρμοδιότητα η Βουλή να ασκήσει εναντίον του ποινική δίωξη για το αδίκημα αυτό.

Το Ποτάμι θεωρεί ότι η πρόταση του πορίσματος, ειδικά κατά το σκέλος που προτείνει την παραπομπή των δικογραφιών από την Βουλή πίσω (και μάλιστα) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών λόγω αναρμοδιότητας αντίκειται στο Σύνταγμα, τον κανονισμό της Βουλής και την θεωρία, όπως παρατέθηκε αναλυτικά πιο παραπάνω.

-Το άρθρο 86 παρ. 3, εδάφιο γ’ του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «το πόρισμα της επιτροπής (…) εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης».

Από την διατύπωση αυτή δεν φαίνεται να καταλείπεται στην Ολομέλεια αρμοδιότητα να παραπέμψει (ορθότερα: να αναπέμψει) τις δικογραφίες στον Εισαγγελέα. Δηλαδή, το Σύνταγμα παρέχει περιορισμένη αρμοδιότητα στην Ολομέλεια με αυστηρά δύο επιλογές: “παραπομπή ή μη παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο”. Δεν δύναται η Ολομέλεια να ψηφίσει υπερ ή κατά τυχόν αναρμοδιότητάς της.

Προς επίρρωση της πιο πάνω ερμηνείας, η παρ. 4 του άρθρου 86 του Συντάγματος, ορίζει ότι, αν η Ολομέλεια αποφασίσει παραπομπή, συστήνεται Ειδικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Το Δικαστικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για το πέρας της προδικασίας, με έκδοση βουλεύματος.

Δηλαδή, η πρόβλεψη του συντακτικού νομοθέτη είναι να παρεμβάλλεται μεταξύ της απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής και της οριστικής παραπομπής του κατηγορούμενου Υπουργού στο ακροατήριο ενδιάμεση δικαστική κρίση από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς.

Η κρίση αυτή πρωτίστως θα αναφέρεται σε αμιγώς νομικά – δικονομικά ζητήματα (καθόσον δύσκολο να νοηθεί ότι το Δικαστικό Συμβούλιο θα μπορούσε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο ως προδήλως αβάσιμη στην ουσία, με δεδομένη την παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας). Και η ratio της διάταξης είναι μάλλον προφανής: η ασκούσα οιονεί καθήκοντα εισαγγελέα προανακριτική επιτροπή και εν συνεχεία η ασκούσα οιονεί καθήκοντα δικαστικού συμβουλίου Ολομέλεια της Βουλής δεν έχει πράγματι αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αμιγώς νομικών – δικονομικών θεμάτων.

-Σημειωτέον ότι, αυτό ακριβώς διαπιστώθηκε και στην περίπτωση της προανακριτικής επιτροπής για τον τέως Υπουργό, κ. Τσοχατζόπουλο. Δηλαδή, εκείνη η προανακριτική επιτροπή διέλαβε στο πόρισμά της επί λέξει ότι “η Επιτροπή δεν έχει κατ’ αρχήν αρμοδιότητα να εκφέρει κρίση επί δικονομικών ζητημάτων και ζητημάτων τυπολογικής κατάταξης των εγκλημάτων, σχετικά µε τον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων, την ένταξή τους στην έννοια των καθηκόντων ή µη, την έναρξη ή µη της παραγραφής, ζητήματα τα οποία θα κριθούν κατ’ αρχήν από το Δικαστικό Συμβούλιο και, εν συνεχεία, από την Δικαιοσύνη, είτε επιληφθεί της Υποθέσεως το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος είτε τα Τακτικά Ποινικά Δικαστήρια. Οι ενδείξεις που απαιτούνται για την υποβολή πρότασης ποινικής δίωξης συνδέονται µε τις διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού νόμου και µμόνον. Η εφαρμογή της ειδικής ποινικής νομοθεσίας για την ευθύνη των µελών της Κυβερνήσεως και των Υφυπουργών έπεται της διαπιστώσεως συνδρομής των αναγκαίων ενδείξεων για την τέλεση ποινικά κολάσιμων πράξεων” (σελ.79 πορίσματος).

Εν συνεχεία η Ολομέλεια αποφάσισε παραπομπή του κ. Τσοχατζόπουλου και εν συνεχεία το Δικαστικό Συμβούλιο απεφάνθη ότι, ναι μεν ο κ.Τσοχατζόπουλος πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο, αλλά των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, διότι το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν συνιστά (κατά το βούλευμα) “Υπουργικό αδίκημα”.

Αντιθέτως, στην περίπτωση του τέως Υπουργού Παπαντωνίου, παρατηρείται το οξύμωρο σχήμα η προανακριτική επιτροπή να κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο a priori, αλλά να διαπιστώνει ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

-Τέλος, αξίζει να επισημανθεί, ότι προβληματισμό προκαλεί το γεγονός, ότι στην περίπτωση του τέως Υπουργού κ. Τσοχατζόπουλου η κρίση για το ζήτημα της παραγραφής του βασικού αδικήματος (παθητική δωροδοκία) ήταν του Δικαστικού Συμβουλίου και όχι της Ολομέλειας της Βουλής (κατόπιν πρότασης της προανακριτικής επιτροπής), όπως προτείνεται κατά το 1ο σκέλος της πρότασης της προανακριτικής επιτροπής για τον τέως Υπουργό κ. Παπαντωνίου.

Με βάση όλα τα παραπάνω, η πρόταση της προανακριτικής επιτροπής αντιβαίνει στο Σύνταγμα και πάσχει νομικά και δικονομικά.

Το Ποτάμι προτείνει την συνέχιση των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής (προβλέπεται η δυνατότητα παράτασης των εργασιών της, αρ.156 παρ.8), για να καταλήξει σε παραδεκτό κατά το Σύνταγμα πόρισμα για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης για το σύνολο των τυχόν τελούμενων αδικημάτων.

Ειδάλλως, το κύρος του Κοινοβουλίου κινδυνεύει να τρωθεί ανεπανόρθωτα.

Documento Newsletter