Το πολιτικό τραγούδι από το ροκ στη ραπ

Το πολιτικό τραγούδι από  το ροκ στη ραπ

Δύο δημιουργοί διαφορετικών γενιών συζητούν γι’ αυτά που τους ενώνουν και τους διαφοροποιούν

Συναντήσαµε τον Θανάση Γκαϊφύλλια, συνθέτη και τραγουδοποιό που υπηρετεί το κοινωνικοπολιτικό τραγούδι πάνω από µισό αιώνα, και τον Λεωνίδα Οικονοµάκη, πολιτικό κοινωνιολόγο, ράπερ και µέλος του χιπ χοπ συγκροτήµατος Social Waste, την προηγούµενη εβδοµάδα στη Ραψάνη Τεµπών σε µια εκδήλωση για το πολιτικό τραγούδι που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο των πολιτιστικών δράσεων που διοργανώνει κάθε Αύγουστο το Πρόγραµµα Προαγωγής Αυτοβοήθειας του ΑΠΘ. Την εποµένη µέρα κάτω από τη σκιά των αιωνόβιων πλατάνων στην κεντρική πλατεία του χωριού πιάσαµε την κουβέντα µε αφορµή µια παρατήρησή µου από την προηγούµενη βραδιά: παίρνοντας τη σκυτάλη από τον καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστηµίου Κρήτης Γιάννη Ζαϊµάκη, ο οποίος θύµισε τον ρόλο που µπορεί να παίξει η µουσική στην κοινωνική αλλαγή αισθητικοποιώντας την πολιτική, ακούσαµε τον Λεωνίδα Οικονοµάκη να εξιστορεί την πορεία της ραπ µουσικής στην Ελλάδα εστιάζοντας στο πολιτικό της περιεχόµενο, ενώ στη συνέχεια έβλεπα έναν ράπερ να κινείται ρυθµικά και να ψιθυρίζει τα τραγούδια που ερµήνευε ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας από τις «Φάµπρικες» του Βασίλη Τσιτσάνη και τη «Γραφειοκρατία» του Κώστα Βίρβου έως το «Υστερόγραφο» του Μιχάλη Κατσαρού και την «Ατέλειωτη εκδροµή» του Μάνου Ελευθερίου.

Σε άκουγα να ψιθυρίζεις όλα τα τραγούδια στη χθεσινή εκδήλωση.

Λεωνίδας Οικονοµάκης: Μπορεί να είµαι ράπερ αλλά γράφω στίχους και παρακολουθώ τους ανθρώπους που γράφουν και διαβάζω τους ποιητές.

Εσείς, κ. Γκαϊφύλλια, παρακολουθείτε τα τραγούδια που γράφουν οι ράπερ;

Θανάσης Γκαϊφύλλιας: Οχι µε επιµέλεια, αλλά αναγνωρίζω ότι το τραγούδι διαµαρτυρίας σήµερα δηµιουργείται αποκλειστικά από αυτό το µουσικό είδος. Ο λόγος είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτά τα τραγούδια. Είναι το σηµερινό τραγούδι-µανιφέστο.

Τι διαφορά έχει ένα τραγούδι που γράφει σήµερα ένας ράπερ από το πολιτικό τραγούδι που δηµιουργήθηκε τη δεκαετία του ’60 ή του ’70;

Λ. Οικ.: Από την άποψη του περιεχοµένου δεν έχει διαφορά. Η θεµατολογία του πολιτικού, του κοινωνικού τραγουδιού είναι διαχρονική. Εµείς όµως σήµερα είµαστε πιο αθυρόστοµοι.

Θ. Γκ.: Πόσο πιο αθυρόστοµοι δηλαδή;

Λ. Οικ.: Πολύ. Οποιαδήποτε βρισιά µπορείτε να φανταστείτε υπάρχει στη ραπ.

Θ. Γκ.: Περιµένω να ακούσω ποιες βρισιές εννοείς.

Λ. Οικ.: Υπάρχουν οι λέξεις «µαλάκας», «πούστης», «πουτάνα». ∆εν υπάρχει βρισιά που δεν λέγεται.

Θ. Γκ.: Το 1971 που ξεκίνησε το Κύτταρο ένα από τα τραγούδια που έλεγα –και στάθηκε αφορµή να γνωρίσω τον Τάσο Λειβαδίτη ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή και µε φίλησε– ήταν το «Παλιοκουφάλες, ανάληψη µυρίζει ο αέρας». Μιλάµε για το 1971.

Λ. Οικ.: Το πρώτο µας τραγούδι το 1999 ήταν το «Είµαι η άµµος στα γρανάζια σας, κουφάλες»

Θ. Γκ.: Βρε τι ωραίο!

Πότε γράψατε τα πρώτα σας τραγούδια, κ. Γκαϊφύλλια;

Θ. Γκ.: Ηµουν 15-16 χρόνων. Και όταν κατέβηκα στην Αθήνα είχα τέσσερα τραγούδια. Αυτά άκουσε ο Πατσιφάς, µε αυτά υπέγραψα συµβόλαιο και µε αυτά κυκλοφόρησε το 45άρι από τη Lyra το 1968.

Λ. Οικ.: Είναι αλήθεια ότι τότε σου είχε πει «ωραία τα τραγούδια σου, αλλά πήγαινε στην Κοµοτηνή και θα σου στείλω κάποια βιβλία να διαβάσεις για να βελτιωθείς»;

Θ. Γκ.: ∆εν µου το είπε, το έκανε όµως. Μόλις είχα επιστρέψει από την Αθήνα και έρχεται µια ειδοποίηση από το ταχυδροµείο για ένα δέµα. Πήγα µε το ποδήλατο και αντίκρισα µια πολύ µεγάλη και πολύ βαριά χάρτινη κάσα. Την άνοιξα και ήταν γεµάτη βιβλία. Περιείχε όλες τις ποιητικές συλλογές των Εκδόσεων Ικαρος και πάνω πάνω µια κάρτα του Αλέκου Πατσιφά που έγραφε: «∆ιάβαζε να βελτιώσεις τον στίχο σου».

Υπάρχουν σήµερα φωτισµένοι άνθρωποι σε αυτό τον χώρο που στέκονται στο πλάι νέων δηµιουργών;

Λ. Οικ.: Θα έλεγα πως όχι.

Θ. Γκ.: Μα σήµερα έχει διαλυθεί η ελληνική δισκογραφία. Και ο Πατσιφάς αν ζούσε, δεν θα µπορούσε να κάνει τίποτε. Αλλαξε ριζικά το οικοδόµηµα της µουσικής παραγωγής, το οποίο άρχισε να καταρρέει από τη στιγµή που το βινύλιο πέρασε σε δεύτερη µοίρα. Σήµερα πλέον η µουσική ακούγεται µόνο στο διαδίκτυο, δεν βγαίνουν δίσκοι. Και εγώ έχω βγάλει καινούργια τραγούδια που υπάρχουν άυλα στο διαδίκτυο.

Η κατάρρευση της µουσικής παραγωγής επηρέασε την καλλιτεχνική δηµιουργία;

Θ. Γκ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό και δεν βλέπουµε πλέον αυτήν τη µεγάλη προσφορά από πολύ καλούς συνθέτες. Οσο υπήρχε το βινύλιο υπήρχαν καλές παραγωγές.

Λ. Οικ.: ∆ιαφωνώ. Οσον αφορά το µουσικό είδος που υπηρετώ εγώ τουλάχιστον, δηµιουργικότητα υπήρχε και υπάρχει. Η µουσική βιοµηχανία ναι µεν σου έδινε την ευκαιρία να δείξεις τη δουλειά σου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αλλά παράλληλα έπρεπε να περάσεις και από διάφορα φίλτρα για να καταφέρεις να φτάσεις έως εκεί. Εγραψε ένα πολύ ωραίο σχετικό τραγούδι ο Νικόλας Ασιµος: «Οταν πάω στον παραγωγό πρέπει να βολέψω έτσι το γραπτό, να του γυαλίζει για να το πουλήσει…».

Θ. Γκ.: Ο «Μηχανισµός».

Λ. Οικ.: «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής…». Καταπληκτικό. Αυτό λοιπόν σ’ εµάς δεν υπήρχε και ήταν απελευθερωτικό. Μπορούσες να φτιάξεις τη µουσική σου και να ταξιδέψει ελεύθερη στο διαδίκτυο χωρίς να περάσεις από τα φίλτρα των εταιρειών. Εµείς κόβουµε σε βινύλιο τους δίσκους µας µόνοι µας. Ολη η δική µας γενιά, τα παιδιά που κάνουµε ραπ, µάθαµε πώς να δηµιουργούµε αλλά και να διακινούµε τη δουλειά µας µόνοι µας. Από το µόνο φίλτρο που περνάµε είναι του κοινού. Το δύσκολο σήµερα είναι να ξεχωρίσεις µέσα στην πληθώρα των συγκροτηµάτων που βγαίνουν προς τα έξω. Σκεφτείτε ότι κάθε σχολείο είχε και ένα ραπ συγκρότηµα όταν ξεκινούσαµε στα τέλη του ’90. Υπάρχουν σήµερα άπειρα χιπ χοπ συγκροτήµατα και αµέτρητα τραγούδια.

Θ. Γκ.: Αυτός είναι ο νέος κόσµος µας. Το περιµέναµε ότι οι σηµερινοί νέοι θα βρουν τον δικό τους δρόµο και κανείς, ειδικά από τους παλαιότερους, δεν θα τους υποδείξει ποιος θα είναι αυτός ο νέος δρόµος για να εκφραστούν.

Τα τραγούδια διαµαρτυρίας που γράφονται σήµερα από τους ράπερ πιστεύετε ότι θα ακούγονται αύριο;

Θ. Γκ.: Τα τραγούδια που βασίζονται αποκλειστικά στον λόγο µού φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να αντέξουν στο πέρασµα του χρόνου. Πώς θα τραγουδηθούν από τις επόµενες γενιές; Η παρέα µε µια κιθάρα νοµίζω ότι είναι δύσκολο να τραγουδήσει ραπ.

Λ. Οικ.: Για εµάς ήταν ένα στοίχηµα που πέτυχε.

Θ. Γκ.: Τραγουδήθηκε ραπ στις παρέες;

Λ. Οικ.: Τραγουδιέται, ναι. Οπως είπες, Θανάση, η ραπ είναι κυρίως ο στίχος. Ενας από τους λόγους που στην µπάντα αλλάξαµε το µουσικό µέρος της ραπ που κάνουµε ήταν ότι αναρωτηθήκαµε πώς µπορούµε να σταθούµε σε µια παρέα και να παίξουµε τα τραγούδια µας. Ετσι εµείς έχουµε ζωντανά όργανα στη σκηνή. Κάνουµε ραπ και παίζει από πίσω µια γκάιντα, ένα λαούτο, µια ποντιακή λύρα. Μπορούµε και τώρα να πιάσουµε ένα λαούτο και έναν µπαγλαµά και εγώ να ραπάρω. Φτιάξαµε και ένα τραγούδι για τη διαχρονικότητα κάνοντας έναν παραλληλισµό του ρεµπέτικου µε τη ραπ: «Ρε λες µια µέρα να µας παίζουνε στα Μέγαρα;/ τα κυριλέ, όχι µετά την Ελευσίνα/ και τα ρεφρέν και τα στιχάκια που αµφέβαλα/ να τα ραπάρει όλη η κοσµική Αθήνα». Είναι ένα σχόλιο για το αν έχει τελικά κάτι να πει το τραγούδι αν το αφαιρέσεις από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο µέσα στο οποίο δηµιουργείται.

Είχε αντίστοιχες ανησυχίες η δική σας γενιά, κ. Γκαϊφύλλια;

Θ. Γκ.: Για το αν, ποιοι και πώς θα µας ακούν στο µέλλον; Καµία ανησυχία δεν είχαµε. Εµείς είχαµε µπροστά µας έναν κόσµο που πιστεύαµε ότι αυτός θα είναι πάντα.

Κάποιοι λένε για τους Social Waste ότι δεν κάνετε ραπ, Λεωνίδα.

Λ. Οικ.: Το λένε. Εγώ νοµίζω ότι ανοίγουµε έναν άλλο δρόµο στη ραπ, µάλλον µοναχικό.

Θ. Γκ.: Γι’ αυτό ξεχωρίζετε.

Είστε ιδιαίτερη περίπτωση χιπ χοπ µπάντας.

Λ. Οικ.: Λειτουργούµε σαν γέφυρα που ενώνει τις εποχές. Πατάµε στους τραγουδοποιούς της γενιάς του Θανάση Γκαϊφύλλια, πατάµε στους ποιητές µας, στον Λειβαδίτη, τον Ρίτσο, τον Καββαδία, τον Αλκη Αλκαίο – δεν υπάρχει τραγούδι µου που δεν έχει αναφορά σε έναν ποιητή. Πέρα από τη θεµατική και τον τρόπο της ύφανσης του στίχου, κάνουµε άµεσες αναφορές σε αυτούς. Γι’ αυτό λένε για εµάς ότι έχουµε διακειµενικότητα στα τραγούδια µας. Συνοµιλούµε µε τις προηγούµενες εποχές, µάθαµε από αυτές, τις κουβαλάµε και τις αναφέρουµε. Βέβαια για την επόµενη από εµάς γενιά ή κάποιους ανθρώπους της ηλικίας µας ίσως και να είναι απελευθερωτικό που δεν έχουν αυτό το υπόβαθρο. Εχουν έναν άλλον τρόπο να διαβάζουν την κοινωνική πραγµατικότητα µε έναν λόγο που για µένα σε ό,τι αφορά το υπόβαθρο µπορεί να είναι λειψός, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέρων και µιλάνε στη γενιά τους µε τρόπο που εγώ δεν µπορώ να µιλήσω.

Θ. Γκ.: Ο Λεωνίδας είναι µέσα στην ελληνική πραγµατικότητα, δεν νιώθει ξένο σώµα γιατί έχει βυζάξει τις προηγούµενες εποχές. Αλλοι νέοι τις σνόµπαραν και χάσανε από αυτό.

Τι θεωρείτε ότι παρέδωσε η δική σας γενιά στις επόµενες, κ. Γκαϊφύλλια;

Θ. Γκ.: Στην εποχή µου από ένα σηµείο και πέρα άρχισαν να βγαίνουν άνθρωποι σαν κι εµένα που έπαιρναν µια κιθάρα και τραβούσαν τον δρόµο τους. Αυτό τον τσαµπουκά να βγαίνει κάποιος µπροστά µε την κιθάρα του και να λέει τα τραγούδια του, είτε γίνονται αποδεκτά είτε απορρίπτονται, χωρίς όµως να πρέπει να πάρει πτυχία και αναγνωρίσεις για να τον προσέξουν· αυτό παραδώσαµε.

Τι γνώµη έχετε για τα τραγούδια που γράφουν σήµερα καλλιτέχνες σαν τον Λεωνίδα;

Θ. Γκ.: Είναι οι σύγχρονοι πολιτικοί ραψωδοί. Υψώνουν λόγο ελεύθερο, απαλλαγµένο από συνθήκες και συµβάσεις και τα χώνουν όπου δει. Ανευ καλολογικών στοιχείων. Εξυπνα, ωµά και εµπνευσµένα. Go on, µικρά µου αδέρφια.

Documento Newsletter