Το Ποίημα της Ημέρας: «Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω – Πέθανες πριν βρω τον χρόνο» – «Ο Πατερούλης» της Σύλβια Πλαθ  

«Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.

Πέθανες πριν βρω τον χρόνο…

Ich, ich, ich, ich,

Με το ζόρι μπορούσα να μιλήσω.

Νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.

Και η γλώσσα πρόστυχη

 

Μια μηχανή, μια μηχανή

Που σαν Εβραία με ξεπέταγε.

Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.

Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.

Νομίζω κάλλιστα μπορεί να είμαι Εβραία

 

Πάντα σε φοβόμουνα

Με τη Λουφτβάφε σου, τις μπούρδες σου

Και το περιποιημένο σου μουστάκι

Και το Άρειο το μάτι σου, λαμπερό γαλάζιο.

Άνθρωπε-panzer, panzer, Ω Εσύ…

 

Όχι Θεός αλλά μια σβάστικα

Τόσο μαύρη που κανείς ουρανός δεν θα τρυπούσε.

Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα,

Στο πρόσωπο την μπότα, την κτηνώδη

Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα.

 

Στέκεσαι μπρος στον πίνακα, μπαμπά,

Στη φωτογραφία που έχω από σένα,

Το πιγούνι σου διχαλωτό κι όχι το πόδι

Μα όχι λιγότερο διαβολικός, όχι ούτε

Καθόλου λιγότερο ο μαύρος άντρας που στα δυο

 

Έκοψε με τα δόντια του την κόκκινη όμορφη καρδιά μου.

Ήμουνα δέκα όταν σε θάψανε.

Στα είκοσί μου να πεθάνω θέλησα

Και να γυρίσω πίσω, πίσω, πίσω σε σένα.

Σκέφτηκα πως ακόμη και τα κόκαλα θα αρκούσαν.

 

Μα με βγάλανε από τον σάκο,

Και με ξανακολλήσανε.

Και τότε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.

Έφτιαξα ένα ομοίωμά σου,

Έναν άντρα στα μαύρα με βλέμμα Meinkampf

 

Και αγάπη για τη βίδα και τη μέγγενη.

Και είπα δέχομαι, ναι.

Έτσι μπαμπά, επιτέλους τέλειωσα.

Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζώθηκε,

Από μέσα του δεν θα ξανασυρθούν φωνές.

 

Αν έναν άντρα σκότωσα, έχω σκοτώσει δύο…

Τον βρικόλακα που έλεγε πως είσαι εσύ

Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο,

Εφτά χρόνια, αν θες να ξέρεις.

Μπαμπά, ξάπλωσε τώρα.

 

Στη μαύρη σου χοντρή καρδιά ένα παλούκι

Κι οι χωρικοί ποτέ δεν σε συμπάθησαν.

Χορεύουνε και σε ποδοπατούν.

Πως ήσουν εσύ πάντα το ξέραν.

Μπαμπά, μπαμπά, γαμώτο σου, τέλειωσα»

 

*[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης