Χωρίς επίσημη ενημέρωση της Βουλής, των κομμάτων και των πολιτών, την ώρα που η ελληνική και η τουρκική ατζέντα είναι εντελώς διαφορετικές, με έντονη τη συζήτηση περί συνυποσχετικού στον δημόσιο διάλογο, δίχως να είναι γνωστό το περιεχόμενο των συζητήσεων ούτε η απάντηση στο ερώτημα «τι πάει να κάνει ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών στην Τουρκία;», ο Γιώργος Γεραπετρίτης θα βρεθεί στη γείτονα χώρα, όπου θα συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν.
Την παραπάνω μυστικοπάθεια – αναπόσπαστο κομμάτι της «διπλωματίας ΙΧ» Μητσοτάκη– έχει εντείνει ο ίδιος Ελληνας πρωθυπουργός με τις δηλώσεις που φρόντισε να κάνει με το καλημέρα της εκλογής του τον περασμένο Ιούλιο, στον απόηχο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, όταν χαρακτήριζε την απομείωση της κυριαρχίας της χώρας «σχετική έννοια».
Οι διαφορές για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα
«Πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης» ανέφερε συγκεκριμένα για τις συζητήσεις με την Τουρκία και την πιθανότητα επίλυσης των «μεγάλων μας διαφορών», της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Αυτή είναι και η δήλωση που δίνει τον τόνο στις συζητήσεις που επέρχονται, με τον Γ. Γεραπετρίτη να εμφανίζεται απλώς ως κομιστής της υποχωρητικότητας Μητσοτάκη, κινούμενος απoλύτως υπό τις σαφείς οδηγίες του.
Οπως σχολιάζουν εμπειρότατοι γνώστες της ελληνικής και διεθνούς εξωτερικής πολιτικής: «Πώς είναι δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, και μάλιστα για συνυποσχετικό, χωρίς να υπάρξει πρότερη άρση του casus belli από πλευράς Τουρκίας;». Διότι το περιεχόμενο ενός συνυποσχετικού για κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορεί σήμερα να μην είναι γνωστό, όμως άμα τη υπογραφή του δεν θα είναι εφικτό να διευθετηθεί μια σειρά ζητημάτων, η συζήτηση για τα οποία θα έπρεπε να έχει προηγηθεί.
Από την άρση της πολυετούς απειλής πολέμου της Τουρκίας σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων έως το κλείσιμο κόλπων, εάν οι δύο χώρες υπογράψουν συνυποσχετικό, υπάρχουν ζητήματα που δεν θα επιδέχονται αλλαγές. Η κυβερνητική γραμμή καθησυχάζει ότι από τη στιγμή που η Τουρκία θα δεχτεί προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, αυτό σημαίνει de facto αποδοχή του διεθνούς δικαίου. Ομως άπαντες ομονοούν πως κανείς δεν διασφαλίζει κάτι τέτοιο – ούτε τη στάση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε περίπτωση που δεν μείνει ικανοποιημένος από μια απόφαση της Χάγης.
«Η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει κάνει σημαία το casus belli. Οτι εμείς είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να συζητήσουμε όταν μας λέγεται ότι αν κινηθείς έτσι θα κάνω πόλεμο» υπογραμμίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών Σωτήρης Ρούσσος, τονίζοντας ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατόν να γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις. Και αυτό παρότι επί της αρχής κάθε συνάντηση που γίνεται είναι θετική, στο πλαίσιο της επίλυσης πιθανών παρεξηγήσεων ή της προώθησης ζητημάτων όπως η οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης. Στο διά ταύτα, η άρση του θα πρέπει να είναι η βάση κάθε συζήτησης.
Ελλειψη προετοιμασίας
Το γεγονός πως το ζήτημα του casus belli –όπως και σειρά ζητημάτων που η Τουρκία παραδοσιακά βάζει στο τραπέζι και ας κρατά σήμερα «χαμηλούς τόνους»– παραμένει ανεπίλυτο προϊδεάζει για μια συνάντηση με επαπειλούμενο ένα εξαιρετικά αρνητικό αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με την απειρία του νέου Ελληνα υπουργού Εξωτερικών και τη… fast track προσφυγή σε συζητήσεις από τον Κυρ. Μητσοτάκη, προτού καλά καλά κλείσουν
οι κάλπες του περασμένου Ιουνίου, προδιαγράφεται μια κυβερνητική πολιτική έναντι της Τουρκίας που χαρακτηρίζεται από έλλειψη προετοιμασίας και επικίνδυνη υποχωρητικότητα.
«Το θέμα είναι πώς προετοιμάζεται η χώρα και τι διεκδικεί» περιγράφεται από εμπειρότατους διπλωμάτες, με τα παραπάνω να δίνουν ζοφερή διάσταση στο ερώτημα της προετοιμασίας, ενώ το ζήτημα των διεκδικήσεων παραμένει στο σκοτάδι εξαιτίας της μυστικής διπλωματίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ειδικά το δεύτερο, μαζί με το ερώτημα «πάμε στην Τουρκία να διαπραγματευτούμε συνυποσχετικό και εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;», θα πρέπει να απαντηθεί με απόλυτη σαφήνεια, είτε πριν είτε μετά την επίσκεψη του Γ. Γεραπετρίτη στη γείτονα χώρα.
Η παγίδα της «διαπραγμάτευσης»
Υπό αυτές τις συνθήκες η επίσκεψη Γεραπετρίτη και οι συζητήσεις που θα ακολουθήσουν εγκυμονούν πλήθος κινδύνων. Καθώς δεν πρόκειται για μια απλή συνάντηση μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων των δύο υπουργείων αλλά για συνάντηση των πολιτικών ηγετών τους, ο αντίκτυπος είναι μεγάλος και απειλητικός και στις κυβερνήσεις των συμμάχων. Διότι από τη στιγμή που γίνεται η συνάντηση ο διεθνής παράγοντας αναμένει πρόοδο και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος των ζητημάτων που η Τουρκία θα βάλει στο τραπέζι αλλά η χώρα μας παραδοσιακά απορρίπτει, όπως είναι ο αφοπλισμός των νησιών, ο εναέριος χώρος, τα ανώνυμα νησιά και οι βραχονησίδες, έως τη Θράκη, τον φράχτη του Εβρου και το Καστελόριζο.
Και όπως λέγεται, το να περιμένει κανείς πως η Τουρκία θα προσέλθει σε διαπραγματεύσεις μόνο με την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα αποτελεί απλώς ευσεβή πόθο, ενώ το γεγονός πως η ατζέντα της συζήτησης δεν είναι ήδη σαφώς καθορισμένη και δημοσιοποιημένη προϊδεάζει για τα χειρότερα.
Οι συζητήσεις του ΥΠΕΞ για συνυποσχετικό με την Αγκυρα προδιαθέτουν για ένα άκρως αρνητικό αποτέλεσμα αφού η Αθήνα είναι ανέτοιμη, θεωρούν γνώστες της ελληνικής και διεθνούς εξωτερικής πολιτικής