Ο Σάνι Αμπάχα υπήρξε ένας σκληρός δικτάτορας στη Νιγηρία, ο οποίος ανατράπηκε το 1998. Η κυβέρνηση που τον διαδέχτηκε στην εξουσία της χώρας αποκάλυψε ότι τα πέντε χρόνια της δικτατορικής διακυβέρνησής του ο Αμπάχα έκλεψε από τον λαό της Νιγηρίας τουλάχιστον 4 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διοχέτευσε σε ελβετικές και βρετανικές τράπεζες. Για να μεταφέρει τα κλεμμένα χρησιμοποίησε τη σύζυγο, τα παιδιά και κοντινούς του φίλους, οι οποίοι μετέφεραν τα χρήματα με διάφορες offshore εταιρείες.
Οταν καταγγέλθηκε στον ΟΗΕ ο Αμπάχα απάντησε ότι τα βάζουν με τη σύζυγο και τα παιδιά του για να χτυπήσουν τον ίδιο. Αν το επιχείρημα αυτό σας θυμίζει κάτι εγχώριο, καλά κάνει και σας το θυμίζει. Η νόμιμη κυβέρνηση της Νιγηρίας δυσκολεύτηκε να επαναπατρίσει τα ποσά γιατί ουσιαστικά ήταν σε λογαριασμούς της οικογένειας και όχι του ίδιου. Τότε ο ΟΗΕ αναγκάστηκε να πάρει θέση και να καθιερώσει τον όρο Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα (ΠΕΠ). Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς, ως ΠΕΠ νοούνται τα φυσικά πρόσωπα στα οποία έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, αλλά και οι άμεσοι στενοί συγγενείς τους και τα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες τους.
Αρκετά χρόνια μετά την ανατροπή του Νιγηριανού δικτάτορα, σε όλο τον κόσμο οι οικογένειες των πολιτικών προσώπων θεωρούνται Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα και ελέγχονται όπως οι πολιτικοί.
Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια του νόμου για το πόθεν έσχες που αναγκάζει τα πολιτικά πρόσωπα να κάνουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης στην οποία συμπεριλαμβάνουν τον ή τη σύζυγο ως ελεγχόμενους.
Στην Ελλάδα είναι αλήθεια (και αναλαμβάνουμε ως εφημερίδα την πλήρη ευθύνη γι’ αυτό) ότι για πρώτη φορά η σύζυγος ενός πρωθυπουργού ελέγχεται τόσο πολύ για τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτό όμως δεν σχετίζεται με την εμμονή του Documento ή των δημοσιογράφων του αλλά με τις επιλογές της ίδιας της κυρίας Μητσοτάκη. Καμία κυρία πρωθυπουργού δεν είχε εμπλοκή με περίεργες οικονομικές διαδικασίες, καμία δεν είχε επιχορηγήσεις από offshore εφοπλιστών, καμία δεν πήγε να καθίσει στα έδρανα του ΟΗΕ σαν να ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας και σίγουρα καμία δεν έστειλε τη μαμά της σε επίσημη επίσκεψη σε ξένη χώρα. Επίσης καμία δεν ισχυρίστηκε ότι κάνει μαγικά και μετατρέπει τις 10.000 ευρώ του ταμείου της εταιρείας της σε 1,5 εκατομμύριο για να αγοράσει το σπίτι του Βολταίρου.
Ναι, το Documento χτυπάει τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, όχι γιατί έχει προηγούμενα μαζί της αλλά γιατί ασκεί έλεγχο σε ένα Πολιτικώς Εκτεθειμένο Πρόσωπο και υπερασπίζεται αυτό που δεν κάνει ο ίδιος ο Μητσοτάκης: να απαιτεί από τη γυναίκα του Καίσαρα και να είναι και να φαίνεται τίμια. Αν δεν θέλει να το κάνει, ή αν θεωρεί την τίμια και διάφανη λειτουργία περιττή για τα γούστα του, θα κριθεί από τον λαό. Αλλά στο ενδιάμεσο τα μέσα ενημέρωσης, εμείς εν προκειμένω, έχουμε υποχρέωση να ασκούμε έλεγχο.
Το γεγονός ότι άλλοι δεν ασκούν έλεγχο δεν κάνει εμάς ιδιόμορφους ούτε απολογούμενους. Εχουμε δικαίωμα να επιλέγουμε τον τρόπο που θα ασκούμε τη δημοσιογραφία, εφόσον όσα γράφουμε είναι στοιχειοθετημένα – και επιπλέον στο πώς διαμορφώνεται το γούστο μας σε σχέση με την κομψότητα ή την έλλειψή της. Παλαμακιστές δεν μπορούμε να γίνουμε ούτε να απολέσουμε την όραση για να μη διαταράσσεται ο ύπνος του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Εμείς λοιπόν κάνουμε τη δουλειά μας, η οποία μπορεί να είναι –όταν απαιτείται– να χτυπάμε τη σύζυγο του Μητσοτάκη. Οταν εισπράττει χρήμα από χορηγούς που ευνοεί η διακυβέρνηση του συζύγου, εμείς θα αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει. Οταν θα αναθέτει στον εαυτό της ρόλο βασίλισσας, εμείς θα θυμίζουμε ότι έχουμε δημοκρατία. Και όταν φαντασιώνεται ότι η χώρα είναι γεμάτη υπηκόους, εμείς θα επιμένουμε ότι η χώρα έχει πολίτες.
Αυτές τις μέρες δέκα βουλευτές της ΝΔ, μέλη της προανακριτικής της Βουλής, αποφάσισαν να εκχυδαΐσουν την πολιτική και να ευτελίσουν τον θεσμικό τους ρόλο μετατρέποντας τον εαυτό τους σε όργανο της απαιτητικής κυρίας. Χωρίς να έχουν δικαίωμα, κάνοντας παράβαση καθήκοντος, ενέπλεξαν το Documento στη δικαστική έρευνα για την Καλογριτσιάδα. Ζήτησαν από τη Δικαιοσύνη, ενώ γνωρίζουν ότι το Documento δεν έχει σχέση με αυτή την υπόθεση (το έγραψαν άλλωστε φιλικά Μέσα προς την κυβέρνηση) να κάνει ελέγχους στα οικονομικά της εφημερίδας. Είναι δηλαδή σαν να ζήτησαν από τη Δικαιοσύνη να ελέγξει τον Βαγγέλη Μαρινάκη που εξέδωσε «Το Βήμα» για όσα έκανε ο Ψυχάρης ως παλιός ιδιοκτήτης της εφημερίδας.
Φυσικά δεν μας τρομάζει κανένας έλεγχος. Μας τρομάζει όμως η κατάντια των βουλευτών ενός μεγάλου κόμματος που μας παίρνουν τηλέφωνο για να μας πουν «τι να κάνω κι εγώ, έτσι ήθελε η Μαρέβα, εγώ δεν έχω τίποτα μαζί σου». Ναι, αυτό είναι τρομακτικό. Είναι λιγότερο υποτιμητικό να σφουγγαρίζουν το πάτωμά της ή να πλένουν τα εσώρουχά της. Τουλάχιστον όταν κάνουν τις παραδουλεύτρες δεν εμπλέκουν τη Βουλή και τη δημοκρατία.
Δεν μας τρομάζει καμία Σαλώμη και κανένας σολομός ή μπακαλιάρος της πολιτικής. Εχουμε γράψει πολλές φορές ότι δεν υπάρχουμε γιατί το θέλει ο Μητσοτάκης ή κάποιος άλλος, αλλά γιατί αποτελούμε μια ανάγκη σε ένα καταρρακωμένο και ελεγχόμενο τοπίο ενημέρωσης. Θα θυμίσω επίσης κάτι που είχα γράψει όταν ο Μητσοτάκης ξεκίνησε να μας χτυπάει πιστεύοντας ότι θα μας ισοπεδώσει επειδή απλώς το θέλει. Το 1999 έκανα ένα ντοκιμαντέρ στη Ρουμανία για την πτώση του Τσαουσέσκου.
Ο στρατηγός Βοϊβουλέσκου, ο οποίος ηγήθηκε της εκτέλεσης του Νικολάι και της Ελενας Τσαουσέσκου, μου είχε πει σε συνέντευξη ότι την ώρα που το εκτελεστικό απόσπασμα ετοιμαζόταν να πυροβολήσει το ζεύγος η Ελενα Τσαουσέσκου, ακούγοντας τις φωνές του εξεγερμένου εναντίον τους πλήθους, διαβεβαίωνε ότι πρόκειται για τον λαό που έρχεται να τους απελευθερώσει.
Το πλήθος που φωνάζει εδώ και καιρό δεν φωνάζει για την «κομψότητα». Είναι η μοίρα όσων κάνουν εγκλήματα στην πολιτική να ζουν και το δράμα της αυταπάτης τους.