Παγκόσμια κατακραυγή από οργανώσεις προστασίας της ελευθερίας του Τύπου.
Τουλάχιστον 180 δημοσιογράφοι σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας κατασκοπευτικής συνωμοσίας με τη χρήση του λογισμικού υποκλοπής Pegasus, σύμφωνα με όσα αποκάλυψε η κοινοπραξία δημοσιογράφων Forbidden Stories. Η χρήση προηγμένης τεχνολογίας από αυταρχικές κυβερνήσεις για την παρακολούθηση και την υποκλοπή συνομιλιών ακτιβιστών, δημοσιογράφων, μπλόγκερ και άλλων «ενοχλητικών φωνών» αποτελεί παγκόσμια αρνητική τάση των τελευταίων ετών. Μάλιστα, πολλές αναφορές διεθνών οργανισμών προστασίας της ελευθερίας του Τύπου είχαν κάνει λόγο στο παρελθόν για τις απειλές και τους –θανατηφόρους ορισμένες φορές– κινδύνους που κρύβουν αυτές οι πρακτικές. Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη αποκάλυψη προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και κατακραυγή καθώς έφερε στο φως ακλόνητα στοιχεία σχετικά με το τεράστιο εύρος αυτής της κατασκοπευτικής συνωμοσίας.
Οι επίσημες αναφορές μέχρι τώρα υποστήριζαν ότι το εξελιγμένο λογισμικό υποκλοπής πωλούνταν σε κυβερνήσεις ανά τον κόσμο με αποκλειστικό στόχο τη χρήση του από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η δημοσιογραφική έρευνα ωστόσο αποκάλυψε την πραγματική χρήση αυτού του λογισμικού.
Η αποκάλυψη βασίστηκε σε διαρροή μιας λίστας η οποία περιλάμβανε τους τηλεφωνικούς αριθμούς 50.000 ατόμων που ενδιέφεραν ιδιαίτερα τους πελάτες της ισραηλινής εταιρείας NSO, δηλαδή τους πολιτικούς και προέδρους τουλάχιστον δέκα χωρών, και συγκεκριμένα του Αζερμπαϊτζάν, του Μπαχρέιν, της Ουγγαρίας, της Ινδίας, του Καζακστάν, του Μεξικού, του Μαρόκου, της Ρουάντα, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Όπως προέκυψε από την περαιτέρω επεξεργασία, μεταξύ της λίστας αυτής βρίσκονταν και τα στοιχεία τουλάχιστον 180 δημοσιογράφων μεταξύ των οποίων και προσώπων που εργάζονταν σε κορυφαίους οργανισμούς, όπως το Reuters, το CNN, οι «New York Times», οι «Financial Times» κ.ά. Μάλιστα, η παρακολούθηση των τηλεφώνων τους φέρεται να ξεκίνησε από το 2016 και να συνεχιζόταν έως και πολύ πρόσφατα.
Πάλι η Ουγγαρία…
Η Ουγγαρία είναι το μόνο –μέχρι τώρα– κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο οποίο έχει εντοπιστεί η χρήση του Pegasus. Η κυβέρνηση Ορμπάν μέχρι στιγμής αρνείται τη γνώση της παρακολούθησης. Ωστόσο ένας πρώην υπάλληλος της NSO επιβεβαίωσε ότι η Ουγγαρία είχε αποκτήσει το λογισμικό.
Μάλιστα η δημοσιογραφική έρευνα απέδειξε ότι τα κινητά τηλέφωνα δύο δημοσιογράφων του ερευνητικού διαδικτυακού τόπου Direkt36 είχαν μολυνθεί από το λογισμικό υποκλοπής, του Ζαμπόλκς Πάνι, το κινητό τηλέφωνο του οποίου είχε παραβιαστεί επανειλημμένα το 2019, και του συναδέλφου του Αντράς Ζαμπό.
Διεθνής καταδίκη
«Αυτές οι αποκαλύψεις δείχνουν ακόμη μία εξωφρενική επίθεση εναντίον της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ουγγαρία από την κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπάν» δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI) Μπάρμπαρα Τριόνφι. «Είναι τρομερό ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, καθώς παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας του Τύ που, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των πηγών» συμπλήρωσε.
Η ίδια κάλεσε τόσο την ΕΕ να στείλει σαφές μήνυμα ότι η πρακτική αυτή δεν θα γίνει ανεκτή όσο και την ουγγρική επιτροπή εθνικής ασφάλειας να πραγματοποιήσει επείγουσα έρευνα προκειμένου να γίνει γνωστό πόσο καιρό γίνονταν οι παρακολουθήσεις και ποιος ήταν υπεύθυνος για την έγκρισή τους. «Είναι ζωτικής σημασίας το να λογοδοτούν οι υπεύθυνοι και να τεθούν σε εφαρμογή μεγαλύτερες διασφαλίσεις ώστε να σταματήσει η κατάχρηση αυτών των επικίνδυνων εργαλείων» κατέληξε η ίδια.
Απευθυνόμενο επίσης στην κυβέρνηση Ορμπάν, το Media Freedom Rapid Response, η κοινοπραξία οργανώσεων προστασίας της ελευθερίας του Τύπου, κάλεσε τη Βουδαπέστη καθώς και τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες κυβερνήσεις να σταματήσουν αμέσως να χρησιμοποιούν το λογισμικό υποκλοπής και να ρίξουν φως σε κάθε προσπάθεια χρήσης του μέχρι στιγμής. «Καλούμε επίσης την εταιρεία NSO να πάρει την εταιρική κοινωνική ευθύνη πιο σοβαρά και να σταματήσει να πουλά αυτό το λογισμικό σε καθεστώτα με κακό προηγούμενο στο πεδίο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης» επισημαίνεται μεταξύ άλλων σε σχετική ανακοίνωση.
Την καταδίκη αυτών των προσπαθειών παρέμβασης στις ιδιωτικές επικοινωνίες των ανθρώπων του Τύπου εξέφρασε και η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (IFJ). Μεταξύ άλλων ενθάρρυνε τους δημοσιογράφους να είναι σε αυξημένη επαγρύπνηση για την προστασία των προσωπικών δεδομένων τους και κάλεσε τις κυβερνήσεις να κατοχυρώσουν το απαραβίαστο των επικοινωνιών τους. «Το καθήκον των δημοσιογράφων να προστατεύουν τις πηγές τους είναι το θεμέλιο της δημοσιογραφίας από την οποία εξαρτώνται οι ελεύθερες κοινωνίες. Χωρίς ισχυρή ρύθμιση, η πρόσβαση αδίστακτων κυβερνήσεων στις πιο οικείες πληροφορίες μας είναι αναπόφευκτη» ανέφερε χαρακτηριστικά ο γενικός γραμματέας της IFJ Αντονί Μπελανζέρ (Anthony Bellanger). Δεν είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτονται στοιχεία σχετικά με το εν λόγω λογισμικό. Το 2018 η ερευνητική ομάδα Citizen Lab είχε δημοσιεύσει τα αποτελέσματα έρευνας η οποία υποστήριζε ότι το λογισμικό υποκλοπής ενδέχεται να είχε χρησιμοποιηθεί από διάφορες κυβερνήσεις σε βάρος δημοσιογράφων το διάστημα 2016-18. Τότε η ισραηλινή εταιρεία είχε αρνηθεί επανειλημμένα τους ισχυρισμούς ότι η τεχνολογία της χρησιμοποιήθηκε για να στοχεύσει την κοινωνία των πολιτών και είχε υποστηρίξει πως τα προϊόντα της πωλούνται μόνο σε «κυβερνητικές υπηρεσίες πληροφοριών και υπηρεσίες επιβολής του νόμου» με μοναδικό σκοπό τη διερεύνηση εγκλημάτων τρομοκρατών.