Το Παρίσι στον καιρό της μεταμοντέρνας πανδημίας

Το Παρίσι στον καιρό της μεταμοντέρνας πανδημίας

Τι είναι αυτό που συγκροτεί µια κοινωνία; Πώς ορίζονται η συναλληλία και η αλληλεγγύη;

 Πώς µπορεί να αντιµετωπιστεί συλλογικά ένας βιολογικός κίνδυνος που απειλεί και δοκιµάζει ολόκληρες κοινωνίες πατώντας πάνω σε αυτό ακριβώς που τις καθιστά κοινωνίες, δηλαδή την ίδια τη συλλογικότητα; Πώς µπορούν να προστατευτούν αποτελεσµατικότερα ιδίως οι ευπαθείς οµάδες; Πώς µπορούν να διασφαλιστούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι θεµελιώδεις ελευθερίες; Πώς θα αντιµετωπιστούν οι ανισότητες που θα γεννηθούν ή θα διογκωθούν από την κρίση; Αυτές και άλλες πολλές ερωτήσεις κι άλλες τόσες απαντήσεις αντηχούν από παράθυρο σε παράθυρο και γεµίζουν τον χώρο και τον χρόνο στις ουρές έξω από σουπερµάρκετ, φαρµακεία και ταχυδροµεία σε κάθε γειτονιά του Παρισιού. Η πολιτική πείρα ενός λαού που για αιώνες αποδίδει στη συλλογικότητα µια ανυπότακτη, κοσµική ιερότητα τον οδηγεί και µέσα στις συνθήκες της επιδηµίας και του καθεστώτος έκτακτης υγειονοµικής ανάγκης να αναζητήσει τον αποτελεσµατικότερο τρόπο ώστε να αντιµετωπίσει την επελαύνουσα βιολογική απειλή χωρίς να χάσει τα κοινωνικά και πολιτικά του κεκτηµένα και χωρίς το πλήγµα που αναπόφευκτα έχει επέλθει στον εµβληµατικό τρόπο συλλογικής ζωής να καταστεί µόνιµο.

Λίγα µέτρα από τις ολάνθιστες κερασιές, τις πετρόχτιστες όχθες του Σηκουάνα και τους σιωπηλούς δρόµους µε τους αραιούς περιπατητές νιώθει κανείς τη ζωή να συγκρατείται δύσκολα πίσω από τις πόρτες, να ξεχειλίζει από τα παράθυρα. Λόγια και µουσική και στο βάθος οθόνες κάθε µεγέθους που ενώνουν αυτούς που ο λοιµός χώρισε µε µια πρωτόγνωρης µορφής βία.

Βία όχι πραγµατικά πολεµική, αφού, όπως θυµίζει η Γαλλίδα φιλόσοφος Κλερ Μαρέν από τις στήλες της «Le Monde»: «Βρισκόµαστε απέναντι σε ένα φαινόµενο που εγγράφεται στο πλαίσιο του κανόνα της ζωής, που εκδηλώνεται ταυτόχρονα µέσω διεργασιών δηµιουργίας και καταστροφής. Η ασθένεια αποτελεί κοµµάτι της ζωής µε τη βιολογική έννοια του όρου, όπως ο εκφυλισµός και ο θάνατος. ∆εν υπάρχει εχθρός όταν δεν υπάρχει ούτε ανθρώπινη διάνοια ούτε βούληση καταστροφής. Πρόκειται για βιολογικό φαινόµενο που µας απειλεί και µας δοκιµάζει, αλλά δεν είναι πόλεµος» (η ανάγκη της διάκρισης ίσως να φαίνεται παράδοξη, ωστόσο δεν είναι για έναν τόπο που βίωσε και βιώνει συστηµατικά, µε µια «ιογενή ανάπαυλα», έναν αντισυµβατικό πόλεµο: αυτόν των συστηµατικών τροµοκρατικών επιθέσεων). Βία όµως αδιαµφισβήτητη που διαπερνά τον κοινωνικό ιστό κάθε απόγευµα στις ανακοινώσεις των έξι, µε την καταµέτρηση των θυµάτων και των κρουσµάτων να δίνει τον σκοτεινό ρυθµό σε κατά τα άλλα άρρυθµες εβδοµάδες τηλεργασίας ή κενού, ανάλογα µε τις περιστάσεις. Βία που έκλεισε στα σπίτια τους ανθρώπους και φυλάκισε τη ζωή µακριά από τους περισσότερους τόπους στους οποίους αυτή παραδοσιακά λατρεύεται. Βία που διατρανώνει ότι «όσο υπάρχουν λοιµοί κανείς δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος». Βία την οποία αντιµάχονται µε αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αγωνιστικότητα και αποτελεσµατικότητα γιατροί και νοσηλευτές, για τους οποίους κάθε βράδυ στις οκτώ δίνουµε ραντεβού στα παράθυρα χειροκροτώντας ή τραγουδώντας. Βία την οποία αγωνίζονται να χαλιναγωγήσουν όλες οι παραγωγικές δυνάµεις της χώρας µε ευρηµατικότητα, ηθικό σθένος και συναίσθηση καθήκοντος. Βία την οποία αντιπαλεύουν οι πολίτες συλλογικά µέσα από τη συγκρότηση οµάδων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, αλλά και ατοµικά µε όλους τους δυνατούς τρόπους, κατανοώντας ότι, όπως µας θυµίζει ο Αλµπέρ Καµύ, «η συνήθεια της απελπισίας είναι χειρότερη από την ίδια την απελπισία».

Μέσα στη δυστοπία µιας αλλιώτικης άνοιξης η τέχνη, το χιούµορ, η αλληλεγγύη, η κριτική σκέψη κυκλοφορούν ελεύθερα πάνω από τις στέγες, µέσα από τις αυλές, τα περάσµατα, τις µεγάλες, άδειες λεωφόρους και συσφίγγουν τον τραυµατισµένο κοινωνικό δεσµό, εδραιώνουν την πίστη στη συλλογικότητα, εγγυώνται τη συναλληλία και θέτουν τα θεµέλια για να είναι ό,τι καινούργιο έρχεται καλύτερο από ό,τι φύγει. Για να νικηθούν επιτέλους αυτά που µας έφεραν ως εδώ απροετοίµαστους, γυµνούς, τυλιγµένους µε την ανισότητα, την κοινωνική αδικία, τον ατοµισµό, την αδιαφορία, την υποταγή, την αρπακτική φρενίτιδα και το µίσος. Μέσα στην επιδηµική αχρονία αγωνιζόµαστε µε τα όπλα του ο καθένας και όλοι µαζί, όσο κι αν µας χωρίζει η επιτακτικότητα, για να αποδείξουµε ότι οι αγώνες απέναντι σε κάθε απειλή µπορούν να είναι µόνο συλλογικοί και ότι «ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».

Παρίσι 1/4/2020

Η Αιμιλία Ιωαννίδου είναι εντεταλμένη διδάσκουσα, Πανεπιστήμιο Paris II, Panthéon – Assas και δικηγόρος Παρισίων

Ετικέτες

Documento Newsletter