Ακόµη µια φορά έρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τις «φθοροποιές» επιδράσεις της τηλεόρασης σε «ανυποψίαστα παιδιά»· αυτήν τη φορά µε την ευκαιρία της τεράστιας δηµοφιλίας σειράς «Το παιχνίδι του καλαµαριού» στο Netflix σε παγκόσµιο επίπεδο.
Αποτέλεσµα είναι τα κύµατα κοινωνικής ανησυχίας που βλέπουµε γύρω µας σε ειδησεογραφικές εκποµπές, σε τηλεοπτικά µαγκαζίνο και στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, όπου πάντα φιλοξενείται η ηγεµονική αντίληψη για το θέµα: αυτή των ψυχολόγων.
Παρατηρούµε εδώ µια σειρά από θέµατα: αρχικά τη συνηθισµένη πλέον δυσπιστία και επιφυλακτικότητα απέναντι στη δηµοφιλή κουλτούρα (popular culture), η οποία ακόµη και σήµερα θεωρείται συνώνυµη µε τη «µαζική κουλτούρα» και αντιπαρατίθεται στη λεγόµενη «υψηλή κουλτούρα» (high culture). Η αντιπαράθεση δηµοφιλούς/«χαµηλής» κουλτούρας και «υψηλής» κουλτούρας έχει µακρά ιστορία – άρα είναι πολύ δύσκολο να αποδοµηθεί, καθώς έχουµε µάθει να σκεφτόµαστε µε όρους «low Vs high culture». Επίσης, αυτή η αντιπαράθεση αγκαλιάζει εν πολλοίς και τη συζήτηση σχετικά µε την παιδική ηλικία και την «παιδική αθωότητα» (ενώ τέµνεται πολλές φορές µε συζητήσεις περί φύλου, φυλής και κοινωνικής τάξης), καθώς ήδη από τον 19ο αιώνα (ή και ακόµη παλαιότερα) η δηµοφιλής κουλτούρα της εποχής θεωρούνταν επιβλαβής για τα παιδιά/νέους: είτε επρόκειτο για την «αλόγιστη» χρήση χειµωνιάτικων έλκηθρων από νεαρές γυναίκες στη Βέρνη των τελών του 17ου αι. –εκτός κι αν συνοδεύονταν από τον πατέρα ή τον σύζυγό τους– είτε για την κατανάλωση «ιστοριών της πεντάρας» στο Ηνωµένο Βασίλειο ή στις ΗΠΑ (Penny Dreadfuls, dime novels) από νεαρά έφηβα αγόρια και την εξάπλωση «γαργαλιστικών» αισθησιακών φωτογραφιών και εντύπων ανάµεσα στα νεαρά µέλη της εργατικής τάξης στο Λονδίνο της εποχής της εκβιοµηχάνισης είτε για την κατανάλωση παγωτού στο Σικάγο του 1911 στα µαγαζιά Ιταλών µεταναστών (που θεωρούνταν γόνιµο έδαφος για ανάπτυξη πορνείας και ανηθικότητας) και για την κατανάλωση τζαζ µουσικής στη Σουηδία του 1930 είτε για την κατανάλωση κόµικς τρόµου (horror comics) στο Ηνωµένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1950 από ανήλικα παιδιά, η συζήτηση παραµένει ουσιαστικά η ίδια στο πέρασµα του χρόνου. Η άποψη για τις (σχεδόν πάντα αρνητικές) επιδράσεις στην ανθρώπινη συµπεριφορά έχει διαπεράσει τη συζήτηση για τα ΜΜΕ και αποτελεί ηγεµονική –δηλαδή κυρίαρχη– αντίληψη, σε σηµείο µάλιστα να θεωρείται πλέον «φυσική». Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι περισσότεροι από εµάς βλέπουν τα Μέσα και την ποπ κουλτούρα ως απειλή για τα παιδιά και την «παιδική αθωότητα».
Η «ρητορική κινδύνου» ως κυρίαρχη αφήγηση
Ο τρόπος όµως µε τον οποίο µιλάµε και αντιλαµβανόµαστε τα παιδιά/εφήβους µέσα από το πρίσµα κινδύνου σηµαίνει ότι οι «ρητορικές κινδύνου» αναπόφευκτα ρυθµίζουν και κυβερνούν τόσο την παιδική/εφηβική ηλικία όσο και την έννοια της γονεϊκότητας – πώς δηλαδή γινόµαστε αντιληπτοί ως γονείς, τόσο από εµάς τους ίδιους όσο και από την κοινωνία, αν δεν ρυθµίζουµε τη ζωή των παιδιών µας όπως αναµένεται από εµάς σύµφωνα µε το ευρύτερο consensus που πλέον έχουν διαµορφώσει ειδικοί κυρίως από τον χώρο της ψυχολογίας.
Είναι τόσο διαπεραστική όµως αυτή η «ρητορική κινδύνου» που οι κάτω των 18 γίνονται πάντα αντιληπτοί ως «σε κίνδυνο» να βλαφτούν σχεδόν από τα πάντα: από υπερβολική βία σε κάποια οθόνη, υπερβολικό φαγητό, υπερβολική ποπ κουλτούρα, υπερβολική έκθεση σε σεξουαλικό περιεχόµενο, υπερβολική ψυχαγωγία. Η εικόνα του «παιδιού σε κίνδυνο», ιδιαίτερα σε µια ευρύτερη κουλτούρα «αποφυγής κινδύνου», οδηγεί σε έναν άκρατο «παιδικό προστατευτισµό» και «παιδικοποίηση» (infantilization), αλλά και στην «ηθική γονεϊκότητα» που βλέπουµε σήµερα (και όχι µόνο στην Ελλάδα). Επιβεβαιώνεται δε καθηµερινά στη δηµόσια σφαίρα µέσα από τον επιστηµονικό λόγο ψυχολόγων, ψυχιάτρων και άλλου είδους θεραπευτών και αναπαράγεται ξανά και ξανά από τα ΜΜΕ.
Βλέπουµε µια λανθάνουσα δυσπιστία και επιφυλακτικότητα για την τηλεοπτική εµπειρία που δίνει η νέα εποχή της τηλεόρασης – δηλαδή της platform TV (Netflix, Amazon Prime, Hulu κ.λπ.). Εδώ κρύβονται ηθικολογικές και αξιολογικές κρίσεις τόσο για την ποιότητα του διαθέσιµου περιεχοµένου όσο και για τον τρόπο παρακολούθησης (το λεγόµενο binge watching, την «καταβρόχθιση» δηλαδή του περιεχοµένου). Η έννοια του binge watching παραπέµπει σε µια ανεξέλεγκτη καταναλωτική συµπεριφορά, συνήθως –υπονοείται– από κάποιες/ους λιγότερο εγγράµµατους από εµάς που κατέχουν πολιτιστικό κεφάλαιο αµφισβητούµενης αξίας και που «δεν καταλαβαίνουν». Οµως η εµπειρία παρακολούθησης που µας δίνει πλέον η τηλεόραση τύπου Netflix συζητιέται εντελώς διαφορετικά από τις σπουδές Μέσων: πλέον µιλάµε για απενοχοποίηση του binge watching, για διεύρυνση της ενασχόλησης και της επένδυσης των ακροατηρίων στο περιεχόµενο που παρακολουθούν και για µια νέα εποχή media watching, όπου «καταβροχθίζουµε» και την ποιοτική τηλεόραση.
Το «κορεατικό κύµα» και ο νεοφιλελευθερισµός
Η συζήτηση που έχει ανακινηθεί αγνοεί εντελώς την τεράστια δηµοφιλία της κορεατικής ποπ κουλτούρας (K-pop, K-drama) στα νεανικά ακροατήρια από το 2000 και µετά – κάτι που ήδη συζητιέται από τις σπουδές Μέσων εδώ και χρόνια. Η άνοδος του «κορεατικού κύµατος» (Korean wave/hallyu) οφείλεται από καθαρά εθνικιστική άποψη στην «υπεροχή» της κορεατικής ποπ κουλτούρας, µιας και µη ανταγωνιστικά πολιτιστικά προϊόντα, όπως η κορεατική ποπ κουλτούρα, δεν πωλούνται εύκολα στις ξένες αγορές. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο που συζητάµε η επιτυχία έγκειται στην υπεροχή του συγκεκριµένου προϊόντος.
Αν προχωρήσουµε σε βαθύτερο επίπεδο ανάλυσης από απλοϊκές εθνικιστικές αναγνώσεις, µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του 1990 δεν υπήρχε «διεθνής» ασιατική ποπ κουλτούρα πέρα από ταινίες του Χονγκ Κονγκ και ιαπωνικά anime, manga και TV dramas. Μάλιστα η επιρροή της γιαπωνέζικης κουλτούρας στη νοτιοανατολική Ασία ήταν τόσο κυρίαρχη όσο και η αµερικανική. Στα τέλη της δεκαετίας 1990 – αρχές 21ου αιώνα οι πρώτες κορεατικές δραµατικές σειρές φτάνουν στην Ταϊβάν και σηµειώνουν τεράστια επιτυχία (π.χ. το «Flame»). Από εκεί και µετά ήταν θέµα χρόνου να εξαπλωθεί ο πυρετός του hallyu στην αγορά της νοτιοανατολικής Ασίας δηµιουργώντας αντίπαλο δέος στις δυο κυρίαρχες κουλτούρες της περιοχής: τον σινοκεντρισµό, που χαρακτήριζε την κινεζική πολιτιστική σφαίρα για πολλά χρόνια (µε χαρακτήρα αγροκτηνοτροφικό), και τη γιαπωνέζικη κουλτούρα (µε χαρακτήρα µοντέρνο – βιοµηχανικό µέσα από την υιοθέτηση δυτικών προτύπων). Και οι δυο αυτές κουλτούρες ήταν «αυτοκρατορικές».
Απέναντί τους αναδύθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα ένα τρίτο κύµα, ακολουθώντας την εξάπλωση της κοινωνίας της πληροφορίας και την τεχνολογία δικτύων. Ο τρόπος που διαχέεται το (µεταµοντέρνο) hallyu σε Κίνα, Ιαπωνία και στην υπόλοιπη νοτιοανατολική Ασία υποδηλώνει το τέλος του σινοκεντρισµού (προϊόν πρώιµης νεωτερικότητας) και της γιαπωνέζικης εκβιοµηχάνισης (προϊόν νεωτερικότητας). Σε αυτό το πλαίσιο το γεγονός ότι το «Squid game» παρακολουθείται από δυναµικά νεανικά ακροατήρια σε όλο τον πλανήτη αποτελεί λογική εξέλιξη: αυτά τα εφηβικά ακροατήρια της Gen Z είναι κοσµοπολίτικα, τεχνολογικά προηγµένα (tech savvy) και δικτυωµένα µε περίσσιο πολιτιστικό κεφάλαιο και σηµεία αναφοράς, ειδικά µέσα από πλατφόρµες τύπου TikTok όπου ανταλλάσσουν γνώµες και κριτικές για τη σειρά.
Ταυτόχρονα, είναι ενδιαφέρον το πόσο λείπει από τη συζήτηση για «παιδιά σε κίνδυνο» η εγγύτητα που έχει το «Squid game» µε τη σηµερινή µορφή του καπιταλισµού στην Κορέα – η ενασχόληση µε τα «απειλούµενα» από το τελευταίο τηλεοπτικό hit παιδικά ακροατήρια αγνοεί τις συνθήκες επισφάλειας που βιώνουν άνθρωποι στην Κορέα ακριβώς τη στιγµή που µιλάµε. Είµαστε τόσο παιδευµένοι σε µια αέναη και στείρα συζήτηση για τις «επιδράσεις των Μέσων» που ξεχνάµε να συζητήσουµε τις υπαρκτές συνέπειες του νεοφιλελευθερισµού στη ζωή µας.
H Λίζα Τσαλίκη είναι καθηγήτρια στην Πολιτική, Κοινωνία της Πληροφορίας και Δημοφιλή Κουλτούρα, τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ (https://tsalikiliza.wordpress.com/)