Αποτελεί πράγματι η δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια στις 31 Ιουλίου 2024 στην Τεχεράνη το ιστορικό εκείνο γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε γενικευμένη ανάφλεξη όλη τη Μέση Ανατολή; Αν θέλουμε να αξιολογήσουμε με κάποια ποσοστά επιτυχίας την κατάσταση, θα πρέπει να απομακρυνθούμε από την τρομολαγνεία των ΜΜΕ και να χρησιμοποιήσουμε ως οδηγούς μας τα ίδια τα συμβάντα, αλλά και τον σχετικό με αυτά λόγο που αναπτύχθηκε και διατυπώθηκε από και στο Ισραήλ και το Ιράν.
Διαβάζοντας τις ανακοινώσεις των δύο πλευρών, εύκολα κανείς διαπιστώνει ότι διαφέρουν κατά πολύ από αντίστοιχες άλλων περιπτώσεων. Πρώτα απ’ όλα, είναι ίσως η πρώτη φορά που το Ισραήλ καθυστέρησε τόσες μέρες να αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία. Οι αρχικές επίσημες αντιδράσεις περιορίστηκαν στην έκφραση ικανοποίησης για τον θάνατο, στη συνέχεια δε εστιάστηκαν στα μελλούμενα: στον τρόπο αντιμετώπισης της αντίδρασης του –κατά Νετανιάχου– «άξονα του κακού». Οι ανεπίσημες επικεντρώθηκαν στην ανατροπή του αφηγήματος ότι ο Χανίγια ήταν το μετριοπαθές πρόσωπο της Χαμάς και στην αναπαράστασή του ως αδίστακτου τρομοκράτη. Απέχουμε πολύ από την ταχύτατη και θριαμβολογική ανάληψη της ευθύνης για τις εκτελέσεις του Φουάντ Σουκρ (δεύτερου στην ιεραρχία της Χεζμπολάχ) στη Βηρυτό, του Σαλέχ αλ Αρούρι (υπαρχηγού του Χανίγια στην πολιτική πτέρυγα της Χαμάς) και, αν και πάμε και παλαιότερα, των συνιδρυτών της Χαμάς, σεΐχη Γιασίν και Αζίζ Ραντίσι (το 2004 στη Γάζα). Ακόμη και η ετεροχρονισμένη ανακοίνωση για τη διαπίστωση του θανάτου του αρχηγού των Ταξιαρχιών Εζεντίν αλ Κάσαμ, Μοχάμεντ Ντεΐφ, είχε τελείως διαφορετικό ύφος από την –στην ουσία– αμήχανη ανακοίνωση των IDF για τη μη πραγματοποίηση στρατιωτικών πτήσεων τη νύχτα της εκτέλεσης του Χανίγια.
Οι αντίστοιχες ιρανικές ανακοινώσεις χρήζουν πιο προσεκτικής ανάγνωσης – κι αυτό για να μην παρασυρθεί κανείς από τις αναγκαίες σε αυτές τις περιπτώσεις αναφορές μαρτυριολογικού και συμβολικού χαρακτήρα. Αυτό που παρατηρεί κανείς και εδώ είναι η καθυστέρηση: η επίσημη δήλωση των Φρουρών της Επανάστασης εκδόθηκε μερικές μέρες μετά τη δολοφονία, ουσιαστικά ως απάντηση σε ρεπορτάζ δυτικών εφημερίδων που απέδιδαν τη δολοφονία σε έκρηξη μηχανισμού τοποθετημένου στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε ο Χανίγια. Η επικέντρωση των ιρανικών αρχών στη διερεύνηση των κενών ασφαλείας που συνδέονται με τον θάνατο επισκιάζει σε επίσημο επίπεδο την εμφανή σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις (αναφέρω απλώς την αντίδραση στη δολοφονία Σουλεϊμανί) οργή και αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό στην αμηχανία της άλλης πλευράς. Και αν πάμε στο εξαιρετικά σημαντικό για το Ιράν πεδίο των συμβολισμών, η δήλωση του ανώτατου ηγέτη Χαμενεΐ περί δολοφονίας του «αγαπημένου μας φιλοξενούμενου που σκοτώθηκε μέσα στη χώρα μας» θέτει το μοτίβο για έναν τρόπο αντίδρασης που θα καταβληθεί προσπάθεια να είναι έντονος μεν, κατά το δυνατόν λελογισμένος δε.
Και στις δυο χώρες, για διαφορετικούς λόγους, η ισορροπία ανάμεσα στο «πρέπει να φανούμε ότι αντιδρούμε σκληρά και έντονα» και το «θέλουμε τα πράγματα να μην ξεφύγουν» είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Και εννοείται ότι στο παιχνίδι εμπλέκονται πολλοί απρόβλεπτοι δρώντες, πολλές συνιστώσες που ακολουθούν ελεύθερη τροχιά. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι σημαντικό να μην προσθέτουμε στη δυσκολία κατανόησης της κατάστασης και θεωρήσεις περί του αναπόφευκτου του γενικευμένου πολέμου.