Για τις παλιές καραβάνες της βιβλιομανίας το Νόμπελ είναι μια ακόμη αφορμή για παθιασμένες συζητήσεις ακούγοντας βινύλια. Επίσης είναι μια τονωτική για τον εγωισμό επικύρωση προτιμήσεων, ενίοτε σε βαθμό παροξυσμικών πανηγυρισμών (όπως στην περίπτωση του Μπομπ Ντίλαν), αν και συνήθως πρυτανεύει η γαλήνια αγαλλίαση (περίπτωση Πέτερ Χάντκε και Ολγκα Τοκάρτσουκ) ή οδηγούμαστε σε ένα τετ α τετ δείπνο με κεριά, Ερίκ Σατί, κόκκινο κρασί και ηδύτατα φιλιά, όπως το θέλησε η υπέροχα αναπάντεχη βράβευση του λατρεμένου μίνιμαλ μετακαταστασιακού (postsituationniste) Πατρίκ Μοντιανό.
Μπορείς να πεις ότι το Νόμπελ είναι το πλατύ χαμόγελο του εκδότη και το βουρκωμένο βλέμμα του Μουρακάμι. Είναι άλλο ένα φθινοπωρινό τσίγκλισμα της νοερής (και πραγματικής, δυστυχώς) σκόνης που στοιχειώνει τα ράφια σε κάθε βιβλιοθήκη και ένα χαριτωμένο εφαλτήριο για σκώμματα πάνω απ’ τα σκάμματα της βιβλιομανίας. Φυσικά, οι νομπελομπούκηδες επιβεβαιώνουν τον συγκερασμό του homo sapiens με τον homo ludens και βέβαια ο παίζων άνθρωπος συνάδει μια χαρά με τη λογοτεχνία, ακόμη και με τον έως αυτοκαταστροφής τζόγο, όπως μάθαμε από τον Ντοστογέφσκι.
Για μερικά εικοσιτετράωρα πριν και μετά την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας το Νόμπελ δεσπόζει στις συζητήσεις της παρέας των βιβλιομανών και προκαλεί εντάσεις που οξύνουν τα πνεύματα αλλά και τη μνήμη. Αραγε δεν είναι ψυχωφελές να αναθυμάσαι, μέσα από κουβέντες και πειράγματα, μισολησμονημένα κεφάλαια μυθιστορημάτων που άλλοτε σε είχαν συναρπάσει και με τον καιρό ξεθώριασαν; Ο νους εργάζεται πολύ τα εικοσιτετράωρα αυτά. Προβαίνουμε όλοι στην παρέα σε αναδρομικές αποτιμήσεις.
Φερειπείν προσωπικά, καίτοι οιονεί ομοϊδεάτης, δεν ενθουσιάστηκα με το Νόμπελ (1997) στον αναρχικό Ντάριο Φο, ενώ κέρασα μπίρες όταν δύο χρόνια μετά τον Φο τιμήθηκε ο σοσιαλδημοκράτης Γκίντερ Γκρας· επίσης, ανήκει στην επικράτεια του ακατανόητου το Νόμπελ (2008) του Ζαν-Μαρί Γκιστάβ Λε Κλεζιό, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι Κριός του Απριλίου και πληθωρικός γραφιάς· απεναντίας, σαν άκουσα από το τρανζιστοράκι μου στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στη Φρανκφούρτη το 2004 ότι τιμάται με το Νόμπελ η Ελφρίντε Γέλινεκ αισθάνθηκα ότι στο πρόσωπό της τιμώνται επίσης η Αννα Ζέγκερς, ο Τόμας Μπέρνχαρντ και η Ινγκεμποργκ Μπάχμαν· και ότι σημειώνεται συνάμα μια (έμμεση) εκδίκηση του καλού, μιας και η Γέλινεκ είναι η μεταφράστρια του αριστουργήματος «Gravity’s rainbow» (Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας) και ο νοών νοείτω. Συχνά πυκνά επιστρέφω στην ποίηση της Κικής Δημουλά και βέβαια του Νίκου Καρούζου, επινοώντας κάθε φορά άλλους τρόπους παρηγοριάς για τα παρά τρίχα Νόμπελ τους. Κι ακόμη, τέτοιες μέρες θυμάμαι ότι τη μεγαλύτερη χλαπαταγή για το εν λόγω βραβείο ξεσήκωνε μια ζωή ο πολύς Νόρμαν Μέιλερ, αυτό το εμπροσθογεμές υπερόπλο των αμερικανικών γραμμάτων.
Το φετινό Νόμπελ ήταν από αυτά που με χαροποίησαν, καίτοι πόνταρα στον Λάσλο. Μολοντούτο ο Γιον Φόσε μοιράζεται πολλά με τον Κρασναχορκάι, ιδίως τη μορφολογική τόλμη που υπηρετεί το θέμα, αλλά και το ίδιο το θέμα, που με μία λέξη είναι η αγάπη· και όσα σημαντικά τη συνοδεύουν απαρέγκλιτα: η τέχνη, ο χρόνος, η πίστη, η ευθύνη. Με τους φίλους που θητεύσαμε μαζί στην «Επταλογία» του Φόσε –στην αξιέπαινη μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη (εκδόσεις Gutenberg) και τη λαμπρή αγγλική του Ντάμιον Σερλς (εκδόσεις Fitzcarraldo)– οι συζητήσεις μας έφταναν να είναι πολύωρες· και τέλη Απριλίου συνόψισα: «Πρόκειται για μια χρονοεικαστική οπτική καθώς ο Φόσε εικονοποιεί τη διέλευση των δευτερολέπτων, προβάλλει, θαρρείς σε διπλοτυπία, στιγμές του νυν και του άλλοτε […] Ο κυνισμός της εποχής μας σαρώνεται από τον βαθιά ανθρώπινο στοχασμό του Φόσε […] Η αγάπη αίρει τα όρια του χρόνου – ό,τι αγάπησε, ό,τι αγαπήθηκε, ακόμη αγαπάει, ακόμη αγαπιέται και εις το διηνεκές θα αγαπάει και θα αγαπιέται· είναι άφθαρτη η αγάπη, πάντα επιμένει, κατακλύζει νου και σώμα και ψυχή, πάλλεται ες αεί, δίνει δώρα διαύγειας και διαύγασης· δεν κακουργεί η αγάπη, η αγάπη ιερουργεί, κι έτσι συντελείται στο νυν και στο αεί, όπως ακριβώς συντελέστηκε στο άλλοτε».
FaceControl
Στη «Διαγαλαξιακή Δημοκρατία των Βιβλιομανών» περίοπτη θέση έχει ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας λόγω του σεβασμού που τρέφουν προς την αναγνωστική του εμβρίθεια και ευρύτητα οι βιβλιομανείς. Σε λίγες μέρες θα διαβάσουμε τις «Εξισώσεις», το τέταρτο μυθιστόρημά του που θα εκδοθεί από τον Gutenberg. Ο «Δρομέας» Δρόλιας, όπως τον φωνάζουμε λόγω της συμμετοχής του σε μαραθωνίους, γεννήθηκε το 1969, είναι αστροφυσικός, ταξιδευτής, αρθρογράφος και μυθιστοριογράφος. Συναντιόμαστε εδώ και μια εικοσαετία, συνομιλούμε, συμπράττουμε (όπως στην περφόρμανς «Μήπως είστε ο Τόμας Πίντσον;» ή σε ομάδες και έντυπα που στήνει) και συνωθούμαστε σε νοερά συλλαλητήρια υπέρ των συγγραφέων που αγαπάμε.