Με το «Ρασομόν» ο Ακίρα Κουροσάβα παντρεύει αριστουργηματικά τη δυτική σκέψη με την ιαπωνική παράδοση και αποκτά διεθνή φήμη.
Το 1950 ο Ακίρα Κουροσάβα σκηνοθετεί το «Ρασομόν» με πρωταγωνιστή τον Τοσίρο Μιφούνε. Το έργο διαδραματίζεται στην Ιαπωνία του 11ου αιώνα και αφορά σε μια σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη αληθινή ιστορία που είχε ως θύματα έναν σαμουράι και την όμορφη γυναίκα του. Το ξεκίνημα του φιλμ απεικονίζει δύο άντρες που προστατεύονται από μια καταιγίδα στα ερείπια μιας τεράστιας παλιάς πύλης. Για να προφυλαχτεί από τη βροχή βρίσκει επίσης καταφύγιο εκεί, ένας ακόμη άντρας που ενώ στύβει τα ρούχα του ακούει τον έναν άντρα να μονολογεί «Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω» και τον άλλο να κοιτάει το κενό με απλανές βλέμμα. «Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις;», ρωτάει ο νεοφερμένος επισκέπτης και τότε σαν να συνέρχεται ο αποσβολωμένος άντρας, του απαντά. «Αυτή την ιστορία δεν καταλαβαίνω. Είναι η πιο παράξενη ιστορία που έχω ακούσει στη ζωή μου». Γιατί δεν την λες, παίρνει και πάλι το λόγο ο απρόσκλητος επισκέπτης, την ίδια ώρα που ρίχνει υποτιμητική ματιά στον τρίτο άντρα που φορά ρούχα ιερέα. Σαν να μαντεύει τη σκέψη του ο ιερέας παίρνει το λόγο. «Ούτε καν, ο ξακουστός σοφός ιερέας από το ναό Κιουομίζου δεν έχει ακούσει μια τόσο παράξενη ιστορία».
Με αυτό το υπόδειγμα λιτότητας και αφηγηματικής οικονομίας ο Ακίρα Κουροσάβα πυροδοτεί το σασπένς και ανοίγει την όρεξη στο θεατή για όσα απίστευτα ακολουθήσουν. Η παράξενη λοιπόν ιστορία στρέφεται γύρω από τις διαφορετικές εκδοχές που έχει ο θάνατος του σαμουράι και ο βιασμός της γυναίκας του από έναν ληστή σε ένα δάσος από μπαμπού. Ο 39χρονος τότε σκηνοθέτης Κουροσάβα είχε διαβάσει παλιά τη νουβέλα του Ιάπωνα συγγραφέα Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα «In a Grove» που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1922. Συνδύασε εκείνη την ιστορία με ένα άλλο έργο του Ακουταγκάβα κι έτσι γεννήθηκε το σενάριο του «Ρσομόν». Η επιλογή της αφήγησης να αναδειχτεί η ίδια ιστορία με διαφορετικούς τρόπους (4 μάρτυρες, 4 ξεχωριστές ματιές) ήταν κάτι πρωτόγνωρο για το σινεμά εκείνης της εποχής.
Στο «Κάτι σαν αυτοβιογραφία» του Ακίρα Κουροσάουα, που εκδόθηκε από τον Αιγόκερω το 1990, σε μετάφραση του Μάκη Μωραΐτη, διαβάζουμε τις σκέψεις του σπουδαίου σκηνοθέτη για την επιλογή του «Ρασομόν»: «Η εικόνα της πύλης όλο και μεγάλωνε στο μυαλό μου. Στην αρχαία πρωτεύουσα του Κιότο, έψαχνα τους χώρους που θα έκανα τα γυρίσματα της ταινίας. Η διεύθυνση της εταιρίας παραγωγής, της Νταϊέι, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με τούτη την ταινία. Μου έλεγαν ότι το περιεχόμενο της ήταν δύσκολο και ότι ο τίτλος της δεν ήταν ελκυστικός. Έδειχναν απρόθυμοι να μου επιτρέψουν αρχίσω τα γυρίσματα. Περιμένοντας την απόφαση τους, περνούσα τις μέρες μου περπατώντας ολόγυρα στο Κιότο και στην ακόμα πιο αρχαία πρωτεύουσα Νάρα, λίγα μίλια πιο πέρα, και μελετούσα την κλασσική αρχιτεκτονική. Όσα περισσότερα πράγματα έβλεπα εκεί, τόσο και μεγάλωνε στο μυαλό μου η εικόνα της πύλης του «Ρασομόν».
Στην αρχή σκέφτηκα ότι η πύλη μου θα είχε το μέγεθος της πύλης εισόδου του ναού Τότζι στο Κιότο. Μετά σκέφθηκα να έχει το μέγεθος της πύλης του ναού Τενγκάιμον της Νάρα και στο τέλος την έβλεπα να είναι τόσο μεγάλη όσο οι τεράστιες πύλες των ναών Νινάτζι και Τοντάτζι, στη Νάρα.
Η εικόνα της πύλης στο μυαλό μου μεγάλωνε όχι μονό διότι είχα την ευκαιρία να δω αληθινές πύλες που χρονολογούνταν από την περίοδο αυτή, αλλά επίσης απ’ όλα αυτά που μάθαινα από ντοκουμέντα και κειμήλια γύρω από την εδώ και πάρα πολύ καιρό κατεστραμμένη πύλη του «Ρασομόν».
Η λέξη Ρασομόν αναφέρεται στην πραγματικότητα στην πύλη του Ρατζομόν. Το Ράτζο δηλώνει τον περιβάλλοντα χώρο του κάστρου, οπότε Ρατζομόν ονομάζεται η κύρια πύλη που οδηγεί στους εξωτερικούς χώρους του πύργου. Η πύλη στην ταινία «Ρασομόν» ήταν η κύρια πύλη που έβγαζε στους έξω χώρους της αρχαίας πρωτεύουσας- το Κιότο τότε λεγόταν Χάιαν- Κιο. Αν κάποιος έμπαινε στην πρωτεύουσα από την πύλη του Ρατζομόν και πορευόταν βόρεια κατά μήκος της κεντρικής οδικής αρτηρίας της μητρόπολης, θα συναντούσε στο τέλος την πύλη του Σουτζακουμόν, και δεξιά κι αριστερά τους ναούς Τότζι και Σάιτζι αντίστοιχα. Αφού λοιπόν αυτό ήταν το σχέδιο της πόλης, θα ήταν παράξενο αν η εξωτερική κύρια πύλη δεν ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες. Και υπάρχει χειροπιαστή απόδειξη ότι πράγματι ήταν: τα μπλε κεραμίδια της στέγης που έχουν διασωθεί από την αυθεντική πύλη του Ρατζομόν αποδεικνύουν ότι η πύλη αυτή ήταν μεγάλη. Όμως, παρά τις επίμονες έρευνες μας, δεν καταφέραμε να βρούμε τις πραγματικές διαστάσεις του χαμένου οικοδομήματος. Έτσι, δε μας έμενε άλλη εκλογή από το να κατασκευάσουμε την πύλη του «Ρασομόν» στηριζόμενοι σ’ αυτά που μπορούσαμε να μάθουμε, παρατηρώντας τις πύλες ναών που είχαν διασωθεί, γνωρίζοντας βέβαια ότι η αυθεντική πύλη ήταν ίσως διαφορετική. Ήταν τόσο μεγάλο που αν βάζαμε από πάνω μια πλήρη στέγη θα μπορούσε για την καλλιτεχνική επινόηση της ερείπωσης κι έτσι φτιάξαμε τη μισή μόνο στέγη και λύσαμε το πρόβλημα των σωστών διαστάσεων. Για να υπάρχει ιστορική ακρίβεια, θα έπρεπε να φαίνονται από την πύλη μας, και προς τα βόρεια, το αυτοκρατορικό ανάκτορο και η πόλη του Σουτζακουμόν. Όμως, μέσα στο χώρο που διέθετε η Νταϊέι στα στούντιο της, οι αποστάσεις αυτές δεν μπορούσαν να υπάρχουν. Ακόμη κι αν βρίσκαμε τελικά τον κατάλληλο χώρο ο προϋπολογισμός δε θα μας το επέτρεπε. Συμβιβαστήκαμε λοιπόν με το σκηνικό ενός βουνού που στήσαμε απέναντι από την πύλη. Έστω κι έτσι όμως, αυτό που φτιάξαμε εκεί έξω ήταν ασυνήθιστα μεγάλο για σκηνικό ανοιχτού χώρου».
Όταν προσκόμισε το σχέδιο του για την ταινία στους παραγωγούς ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι τα μόνα σκηνικά που θα χρειαζόταν ήταν η πύλη και η αυλή του δικαστηρίου στην οποία γίνεται η εξέταση όλων των επιζώντων, των συμμετεχόντων και των αυτοπτών μαρτύρων του βιασμού και του φόνου. «Τους υποσχέθηκα ότι όλες οι υπόλοιπες σκηνές θα γυρίζονταν σε εξωτερικούς χώρους. Εκτιμώντας λοιπόν ότι έτσι η ταινία θα κόστιζε λίγο, η Νταϊέι ευχαρίστως ανέλαβε την παραγωγή της» λέει στην αυτοβιογραφία του ο Κουροσάβα και συνεχίζει. «Λίγο αργότερα, ο Μαρτσουτάρο Καβαγκούτσι, που τότε ήταν αξιωματούχος της εταιρίας, παραπονέθηκε ότι τους εξαπάτησα λίγο. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι τελικά μόνο το σκηνικό της πύλης έφτιαξαν, μα γι’ αυτό το σκηνικό – μαμούθ ξόδεψαν τόσα όσα θα ξόδευαν για να φτιάξουν εκατό συνηθισμένα σκηνικά. Για να πω όμως την αλήθεια, δεν ήταν από την αρχή επιδίωξη μου να φτιάξω ένα τόσο μεγάλο σκηνικό. Καθώς όμως περίμενα να πάρουν την απόφαση τους και η ερευνά μου όλο προχωρούσε βαθύτερα, σταδιακά άλλαζε η εικόνα που είχα σχηματίσει για την πύλη, και έπαιρνε γιγαντιαίες διαστάσεις».
Αρχικά το σενάριο αποτελούνταν από τρεις ιστορίες, όμως ο σκηνοθέτης αποφάσισε να προσθέσει ακόμη μια ώστε ν’ αποκτήσει τη σωστή διάρκεια για ταινία μεγάλου μήκους. Για την αισθητική του φιλμ ο Κουροσάβα αναζήτησε την έμπνευση από το βωβό σινεμά. Στράφηκε στη γαλλική αβανγκάρντ της δεκαετίας του 1920 επειδή στην Ιαπωνία δεν υπήρχε ακόμη ταινιοθήκη από φιλμ εκείνης της εποχής. «Έπρεπε να ψάξω να βρω κάποια ταινία ή να προσπαθήσω να θυμηθώ τη δομή αυτών που είχα δει στο παρελθόν όταν ήμουν παιδί, να κάτσω να συλλογιστώ την αισθητική τους διάσταση που τις είχε κάνει σπουδαίες» τονίζει ο σκηνοθέτης για το φιλμ που ήταν από τα πρώτα που η κάμερα χρησιμοποιήθηκε στο χέρι.
Η μεγάλη επιτυχία του «Ρασομόν» (Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1951) χάρισε τη διεθνή φήμη στον ιάπωνα σκηνοθέτη και φημολογείται ότι ήταν η αφορμή που η Ακαδημία δημιούργησε την κατηγορία «Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας». Είναι η πρώτη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα που προτάθηκε για Όσκαρ καθώς και η πρώτη όπου η κάμερα είχε κατεύθυνση προς τον ήλιο, με τον σκηνοθέτη να δίνει τα εύσημα στο διευθυντή φωτογραφίας του Καζούο Μιγιαγκάουα.