Το μυστήριο του Πικάσο- Ένας κλεμμένος πίνακας που φαίνεται ότι «θέλει» να επιστρέψει και τα μυστικά κονδύλια του ΥΠΠΟΑ

Αστυνομικές δυνάμεις έξω από την Εθνική Πινακοθήκη μετά την κλοπή του πίνακα του Πάμπλο Πικάσο [Φωτογραφία: EUROKINISSI]

Το «Γυναικείο κεφάλι», η κλοπή του από την Εθνική Πινακοθήκη εννέα χρόνια πριν, δύο περίεργες διατάξεις σε πρόσφατο νομοσχέδιο του ΥΠΠΟΑ και οι φήμες ότι το κλεμμένο έργο του Πικάσο έχει εντοπιστεί. Απόρρητες συμβάσεις, πληροφοριοδότες στην γκρίζα ζώνη, αδιαφανείς διαδικασίες.

 

Ακριβώς εννιά χρόνια πριν, τον Μάρτιο του 2012, ο τότε γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής κοινοποιούσε το πόρισμα-καταπέλτη για την κλοπή τριών έργων (το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, ένα έργο του Μοντριάν και ένα ιταλικό σχέδιο του 19ου αιώνα) από την Εθνική Πινακοθήκη στις αρχές του ίδιου χρόνου. Τον Μάρτιο του 2021 αναμένεται να επαναλειτουργήσει η πινακοθήκη μετά τη μακροχρόνια ανακαίνισή της ώστε να συμπέσει με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση.

Κατά περίεργη σύμπτωση (;) πρόσφατα ο χαμένος Πικάσο επανήλθε στην επικαιρότητα, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για επανεμφάνισή (!) του ενόψει των «θυρανοιξίων» της πινακοθήκης. Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φήμες που κάνουν λόγο ότι η ΕΛΑΣ βρίσκεται στα ίχνη των δραστών και πιθανολογείται πως επίκεινται η σύλληψη του εγκέφαλου της ληστείας καθώς και η ανεύρεση του πίνακα. Τη μεγάλη εικόνα έρχεται να συμπληρώσει η τελευταία ψηφίδα: το πρόσφατα ψηφισθέν νομοσχέδιο «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» περιλαμβάνει δύο διατάξεις που σχετίζονται άμεσα με όλα τα παραπάνω.

ΚΛΕΜΜΕΝΟΣ ΠΙΚΑΣΟ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΥΠΠΟΑ
O πίνακας με τίτλο “Γυναικείο κεφάλι” του Πάμπλο Πικάσο που κλάπηκε από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012

Για όλα έφταιγε ο νυχτοφύλακας

Ηταν 9 Ιανουαρίου 2012 όταν κλάπηκε το έργο του Πάμπλο Πικάσο, το οποίο δώρισε ο ίδιος στον ελληνικό λαό το 1949 ως τιμητική προσφορά για τη στάση του απέναντι στον ναζισμό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το «Γυναικείο κεφάλι» είναι αναφορά στη μούσα του, τη φωτογράφο Ντόρα Μάαρ, ενώ στο πίσω μέρος του καμβά η αφιέρωσή του αναφέρει: «Pour le peuple Grec. Hommage de Picasso, Mai 1946».

Η «κλοπή της χρονιάς» αποκάλυψε σοβαρά κενά στη λειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης, ανέδειξε το πρόβλημα έλλειψης προσωπικού και των ασαφών κανόνων για την ασφάλεια εκ μέρους του υπουργείου, ενώ οδήγησε τον τότε υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο να δηλώσει παραίτηση και τη διευθύντρια της πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα να δηλώσει: «Πιστεύω ότι αυτή η κλοπή ήταν στοχευμένη και ο στόχος δεν ήταν ο Πικάσο αλλά η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Γιατί έληγε η θητεία της σε πέντε μέρες και ο καλύτερος τρόπος, ο πιο διαβολικός, ο πιο μεφιστοφελικός για να την υπονομεύσουν ήταν αυτός».

Ενώ η ένορκη διοικητική εξέταση του υπουργείου Πολιτισμού επέρριψε τις ευθύνες στον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον φύλακα της νύχτας εκείνης, από την άλλη το πόρισμα του Λέανδρου Ρακιντζή απέδωσε ευθύνες στη διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ για το ότι δεν είχαν αξιολογήσει επαρκώς τον κίνδυνο πιθανής διάρρηξης ή κλοπής και κατ’ επέκταση δεν είχαν λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την αποτροπή του. Για την ιστορία, η νυν υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ήταν τότε γενική γραμματέας του υπουργείου. Μάλιστα την ίδια εκείνη ημέρα εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο Θέατρο Ακροπόλ (το οποίο πλιατσικολογήθηκε), ενώ έναν μήνα μετά έγινε η μεγάλη κλοπή 65 αντικειμένων από το μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας.

Το πίσω μέρος του πίνακα “Γυναικείο κεφάλι” με την χειρόγραφη αφιέρωση του Πάμπλο Πικάσο προς τον ελληνικό λαό (14/10/1939)

 

Πού πραγματικά βρίσκεται ο κλεμμένος Πικάσο δεν έχει εξακριβωθεί. Αυτό που γνωρίζουμε ωστόσο για τόσο σημαντικής αξίας έργα τέχνης είναι ότι δεν είναι δυνατόν να πουληθούν νόμιμα στη διεθνή αγορά τέχνης γιατί προστατεύονται από τις διεθνείς συνθήκες της UNESCO, τη σύμβαση UNIDROIT και στη χώρα μας από τον ν. 3028/2002. «Έτσι δεν χάνεται ποτέ η κυριότητα με την πάροδο του χρόνου ούτε αποκτιούνται με έκτακτη χρησικτησία, ενώ επιφέρουν ποινικές κυρώσεις στους δράστες και κατόχους για κλοπή και κλεπταποδοχή» εξήγησε πρόσφατα ο Λ. Ρακιντζής σε δημοσίευμά του στην ιστοσελίδα Huffington Post.

«Βάσει των παραπάνω διεθνών συνθηκών τα κλεμμένα έργα τέχνης όταν εντοπιστούν επιστρέφονται στον δικαιούχο με ειδικές διαδικασίες. Εάν τα έργα τέχνης κλαπούν για να διατεθούν στη μαύρη αγορά τέχνης, σε κάποια φάση της διαδρομής τους εντοπίζονται και κατάσχονται, γεννιέται όμως πρόβλημα όταν περιέλθουν στην κατοχή κάποιου ζάπλουτου που τα θέλει για ιδία τέρψη και τα κρύβει σε κάποιο κελάρι. Πιθανόν αυτό συμβαίνει και με τον πίνακα του Πικάσο, γιατί δεν κυκλοφόρησε στην αγορά προς πώληση».

ΥΠΠΟΑ, ΕΥΠ και φωτογραφικές διατάξεις

Κι αν το μυστήριο παραμένει σκοτεινό, γίνεται ακόμη πιο σκοτεινό από τα δημοσιεύματα που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και αναφέρουν ότι οι έρευνες της αστυνομίας και της ΕΥΠ εννέα χρόνια μετά το περιστατικό δείχνουν ότι ο δράστης επιδίωκε την πώληση, άρα δεν είναι συλλέκτης, ότι ακόμη δεν έχει καταφέρει να πετύχει τον στόχο του και ότι ο πίνακας παραμένει κρυμμένος στην Αθήνα. Περίεργα πράγματα.

Αστυνομία και ελληνική κατασκοπεία χρειάστηκαν εννέα ολόκληρα χρόνια για να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα που φάνταζε ως πιθανότατη προοπτική από την ημέρα της κλοπής. Και ένιωσαν την ανάγκη να εξομολογηθούν τις περισπούδαστες ανακαλύψεις τους σε συγκεκριμένα Μέσα, λίγο καιρό πριν από τα εγκαίνια της πινακοθήκης. Οι παραπάνω «πληροφορίες» φιγουράρουν έντονα το τελευταίο διάστημα σε μέσα ενημέρωσης, επισημαίνοντας μάλιστα την ισχυρή πιθανότητα να βρεθούν τα κλεμμένα έργα.

Γνώριζε το υπουργείο Πολιτισμού μήνες πριν ότι τα κλοπιμαία κάπου κοντά μας βρίσκονται κι έτσι συμπεριέλαβε στο ν/σ «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» δύο επίμαχες διατάξεις σχετικά με την ανάκτηση πολιτιστικών αγαθών; Συγκεκριμένα το άρθρο 54 αφορά τη χορήγηση χρηματικής αμοιβής σε όποιον συμβάλλει στην ανάκτηση μνημείων τα οποία κατέχονται παρανόμως. Oπως αναφέρεται, η διαδικασία χορήγησης χρηματικής αμοιβής θα είναι απόρρητη και θα εξαιρείται από κάθε υποχρέωση δημοσιότητας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Η αμοιβή φυσικά είναι δημόσιο χρήμα, η διαχείριση του οποίου οφείλει να γίνεται σε πλήρως διαφανείς συνθήκες.

Ξενάγηση στην Εθνική Πινακοθήκη από τον καθηγητή και κριτικό τέχνης Μάνο Στεφανίδη

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα «νόμιμο» καθεστώς αδιαφάνειας που δημιουργεί το ΥΠΠΟΑ με πρόφαση το εθνικό συμφέρον. Μυστικά κονδύλια, απόρρητες συμβάσεις και εξαιρέσεις από τη δημοσιότητα θεσμοθετούνται αυθαίρετα, φέρνοντας μάλιστα προ εκπλήξεως ακόμη και αρχαιολόγους που υπηρετούν ως υπάλληλοι της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών.

Στο δε άρθρο 55 αναφέρεται ότι «οι συμβάσεις που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, συσκευασίας και ασφάλισης ανακτηθέντων, ύστερα από παράνομη διακίνηση, πολιτιστικών αγαθών στο πλαίσιο δικαστικού ή εξωδικαστικού συμβιβασμού, στο οποίο τίθεται όρος εμπιστευτικότητας μεταξύ των πλευρών, είναι απόρρητες και εξαιρούνται όλων των προβλέψεων δημοσιότητας (Διαύγεια, ΚΗΜΔΗΣ, ΕΣΗΔΗΣ), ανεξαρτήτως της αξίας τους. Και ακόμη ότι «η διαδικασία που ακολουθείται για τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων –εφόσον η αξία τους δεν ξεπερνάει το ποσό των 130.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ– είναι αυτή της διαπραγμάτευσης».

Ο δικηγόρος Γιάννης Απατσίδης μιλώντας στο Documento αναφορικά με τις δύο παραπάνω διατάξεις κρίνει πως «είναι παράνομες, άκρως ύποπτες και προσομοιάζουν με περιπτώσεις κρυφών κονδυλίων της ΕΥΠ ή άλλων κρυφών κονδυλίων, π.χ. του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία όλοι γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο υλοποιούνται και καταστρατηγούνται». Να θυμίσουμε εδώ την υπόθεση Ριανκούρ, όταν τον Μάρτιο του 1992 μια γυναίκα επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τότε αρχηγό της αστυνομίας λέγοντας ότι η 17 Νοέμβρη επρόκειτο να χτυπήσει στην ευρύτερη περιοχή της οδού Λουίζης Ριανκούρ στους Αμπελοκήπους με στόχο δικαστικό λειτουργό.

Η πληροφορία κοστολογήθηκε 11 εκατ. δραχμές και πληρώθηκε από μυστικά κονδύλια του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Επισήμως η ταυτότητα της πληροφοριοδότριας δεν έγινε ποτέ γνωστή, ενώ ένα σενάριο που συζητήθηκε έντονα ως πιθανό ήταν ότι τα χρήματα μοιράστηκαν υπάλληλοι της ίδιας της ΕΥΠ.

Ρεπορτάζ: Εθνικό μουσείο σύγχρονης αδιαφάνειας (ΕΜΣΤ-ΟΔΕΜΣΤ)

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα «νόμιμο» καθεστώς αδιαφάνειας που δημιουργεί το ΥΠΠΟΑ με πρόφαση το εθνικό συμφέρον. Μυστικά κονδύλια, απόρρητες συμβάσεις και εξαιρέσεις από τη δημοσιότητα θεσμοθετούνται αυθαίρετα, φέρνοντας μάλιστα προ εκπλήξεως ακόμη και αρχαιολόγους που υπηρετούν ως υπάλληλοι της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, οι οποίοι ούτε καν γνώριζαν ότι υπήρχαν διατάξεις που αφορούσαν τη διεύθυνσή τους.

Οι διαδικασίες επιστροφής κλεμμένων έργων τέχνης δεν ήταν αχαρτογράφητη περιοχή μέχρι σήμερα. Όλες οι διαδικασίες γίνονται με διαβαθμισμένα έγγραφα και εμπιστευτικά πρωτόκολλα και οι επαναπατρισμοί συντελούνται με αυστηρή συνοδεία της αστυνομίας. Οπότε η πρόσφατη θέσπιση απορρήτου φαίνεται από υπερβολική έως ύποπτη.

«Η συγκυριακή πρόβλεψη των συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων με όσα έχουν δει το τελευταίο χρονικό διάστημα το φως της δημοσιότητας, δηλαδή την πρόσκληση για επιστροφή του κλεμμένου πίνακα του Πικάσο, δημιουργούν σοβαρές ενδείξεις ότι κάποιοι γνωρίζουν τους δράστες, διαπραγματεύονται μαζί τους και νομοθετούν για την αποζημίωσή τους χωρίς καν κανόνες δημοσιότητας και προφανώς με την ποινική αποκάθαρσή τους. Όλα τα στοιχεία συντείνουν στο ότι προδιαγράφεται ένα τεράστιο σκάνδαλο που αφορά τον πολιτισμό μας και κατά τη γνώμη μου πρέπει να διαταχτεί άμεση έρευνα από την αρμόδια εισαγγελία» σχολιάζει ο κ. Απατσίδης.

Η ανεύρεση του πίνακα του Πικάσο μοιάζει να είναι ένας εύκολος τρόπος για να αποκατασταθεί η εικόνα της υπουργού Πολιτισμού –και συνολικά της κυβέρνησης– που έχει πληγεί πολλάκις από την αρχή της θητείας της (να θυμίσουμε τις αρχαιότητες στον σταθμό του μετρό της Θεσσαλονίκης, το τσιμέντο στην Ακρόπολη, την ανεπαρκή στήριξη των εργαζομένων στον πολιτισμό και βέβαια την προσπάθειά της να συγκαλύψει τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος πλέον κατηγορείται για βιασμούς ανηλίκων κατά συρροή).

Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 7/3/2021