Η συμβολή του Μανώλη Χιώτη στην ελληνική λαϊκή μουσική με αφορμή το αφιέρωμα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο του Μανώλη Χιώτη στις 20 Μαρτίου, οι Εκδόσεις Μετρονόμος και ο συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιώργος Αλτής παρουσιάζουν ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. Η εδήλωση αυτή, που θα γίνει στις 16/3 στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, ήταν η ευκαιρία για να συζητήσουμε με τον Γιώργο Αλτή, ο οποίος έχει μελετήσει την περίπτωση του Χιώτη στο βιβλίο του «Λαϊκά πορτρέτα ΙΙ», για τη συμβολή του στη λαϊκή μουσική.
«Μπετόβεν του μπουζουκιού»
«Ο Χιώτης ξεκίνησε από πολύ μικρό παιδί μέσα στο ρεμπέτικο τραγούδι και υπήρξε από τους σημαντικούς συντελεστές του. Ο τρόπος σκέψης του δεν θα ήταν αυτός που ξέρουμε αν δεν είχε ξεκινήσει μικρός με τον Μπαγιαντέρα και αν ο πατέρας του –παρότι δεν ήταν μουσικός– δεν ήταν μέρος αυτού του κόσμου» λέει ο Γ. Αλτής. Τονίζει ότι όταν έκανε την πρώτη μεγάλη δισκογραφική επιτυχία του, «Το χρήμα δεν το λογαριάζω», ο Απόστολος Χατζηχρήστος είπε στους ρεμπέτες της εποχής «μάγκες, μεσσίας πρόβαλε», διακρίνοντας τον διαφορετικό τρόπο σκέψης του νεαρού τότε Χιώτη. «Αργότερα ο Μπαγιαντέρας τον χαρακτήρισε “Μπετόβεν του μπουζουκιού”».
Παρότι στο παρελθόν είχαν πειραματιστεί κι άλλοι μουσικοί –μεταξύ αυτών ο Αργύρης Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παλαιολόγου– ο Χιώτης ήταν εκείνος που εδραίωσε το τετράχορδο μπουζούκι. Από το 1947 έπαιζε στο Πίγκαλς, το κοσμικό κέντρο του Παναγιώτη Κόκκαλη, που έφερε νέο τρόπο διασκέδασης σε μια εποχή που ο κόσμος άκουγε λαϊκή μουσική κυρίως στις ταβέρνες και πιο πριν στους τεκέδες. «Το Πίγκαλς άνοιξε κατόπιν σκέψης του Χιώτη. Η διαφορά του από άλλα κέντρα της εποχής ήταν ότι εκτός από τους μουσικούς υπήρχε σόου με ηθοποιούς, ένα είδος βαριετέ. Το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν και τα επόμενα κοσμικά μαγαζιά της εποχής, όπως η Ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού, η Λουζιτάνια, η Τριάνα του Χειλά και το Ροσινιόλ. Στο Πίγκαλς σύχναζε η κοσμική Αθήνα ενώ τα τραγούδια που παίζονταν δεν ήταν τα βαριά λαϊκά που ακούγονταν μέχρι τότε».
Εκεί δοκίμασε για πρώτη φορά και τον ηλεκτρικό ήχο στο μπουζούκι. Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Χιώτης είχε πει ότι γι’ αυτή του την καινοτομία είχε δεχτεί πολλά αρνητικά σχόλια, ωστόσο είχε τη θερμή υποστήριξη του Τσιτσάνη. «Ο Τσιτσάνης γνώριζε από μικρό τον Χιώτη και αναγνώριζε το μεγάλο ταλέντο του, γι’ αυτό πέρα από τις κοινές τους εμφανίσεις τον είχε πάρει μαζί και στις ηχογραφήσεις του. Ο Χιώτης τον αποκαλούσε “κύριε Βασίλη”, τον σεβόταν πολύ και ο Τσιτσάνης τον αγαπούσε σαν δικό του παιδί».
Στη δεκαετία του ’50, όταν η λάτιν μουσική ήταν μόδα στην Ευρώπη, έγραψε σε ρυθμό μάμπο, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο τον κύκλο του λαϊκού τραγουδιού. «Σύμφωνα με μεταγενέστερη συνέντευξη του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου, ο Χιώτης ως μαέστρος στην Columbia μεταξύ άλλων πρόσφερε καθαρότητα στη δισκογραφία. Τα ακόρντα ήταν καθαρά, ο καθένας είχε το μέρος του» λέει ο Γ. Αλτής, ενώ τονίζει τη σπουδαιότητα της συμμετοχής του στον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη γιατί μέσω του Χιώτη έγινε η μετάβασή του σε λαϊκό έργο.
Χιώτης ή Μπραμς
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι εμφανίσεις του Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα ήταν σημείο αναφοράς των κοσμικών της Αθήνας αλλά και των διάσημων ξένων που επισκέπτονταν την πόλη. Μεταξύ των προσωπικοτήτων διεθνούς ακτινοβολίας που άκουσαν από κοντά τα «Ηλιοβασιλέματα» ήταν η Τζέιν Μάνσφιλντ, η Δαλιδά, ο Ρενιέ του Μονακό με την Γκρέις Κέλι, ο Αντονι Κουίν και ο Αντονι Πέρκινς, ο οποίος σε συνέντευξη της εποχής είχε δηλώσει ότι προτιμά τον Χιώτη από τον Μπραμς.
Με τη Μαίρη Λίντα ταξίδεψαν δύο φορές στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 παρέμειναν εκεί σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκτός από τις ηχογραφήσεις που έκανε εκεί του απονεμήθηκαν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον τιμητικό δίπλωμα και ο τίτλος του επίτιμου κατοίκου της χώρας. Στο μεταξύ χώρισε με τη Λίντα, παντρεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1968. «Η κατάσταση εδώ είχε αλλάξει πολύ, μην ξεχνάς ότι πλέον είχε επιβληθεί δικτατορία. Κι ο Χιώτης όμως ήταν διαφορετικός πλέον. Ηταν ραγισμένος». Εκτός από εδραιωτής του τετράχορδου μπουζουκιού, κορυφαίος δεξιοτέχνης και σπουδαίος συνθέτης, ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα που δεν παρέκκλινε από τις αξίες της, όπως λέει ο Γιώργος Αλτής. «Θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη συμβολή του είναι η αξιοπρέπεια που πρόσφερε στο ελληνικό τραγούδι».
INFΟ
Στο μεγάλο αφιέρωμα που θα γίνει στις 16/3 στις 20.30 συμμετέχουν οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού: Γιώργος Αλτής, Θανάσης Βασιλάς, Νίκος Κατσίκης, Μανώλης Καραντίνης, Λάκης Ορφανίδης, Χρήστος Παπαδόπουλος, Παναγιώτης Στεργίου, Νίκος Τατασόπουλος, Βαγγέλης Τρίγκας, Μιχάλης Δήμας, Πέτρος Δράμαλης, Χρήστος Μπέκας, Αντρέας Καραντίνης, Φώτης Τσούτσιας, Θοδωρής Στούγιος, Αντώνης Σιδερής,ο δεξιοτέχνης στη κιθάρα Νίκος Γκιόλιας, ο Θοδωρος Μπρουτζάκης στο πιάνο, το Κουartετο
Τραγουδούν: Φωτεινή Βελεσιώτου, Γιώτα Γιάννα, Αιμιλία Γαλιάτσου, Κώστας Δουμουλιάκας, Πέγκυ Ζάρρου, Μαργαρίτα Καραμολέγκου, Ιουλία Καραπατάκη, Μάριος Κώστογλου, Αθηνά Λαμπίρη, Μαίρη Μαράντη, Πέννυ Μπαλτατζή, Λάουρα Παππά, Σοφία Παπάζογλου, Χαρούλα Τσαλπαρά, Μπάμπης Τσέρτος
Ορχήστρα: Γιώργος Παπαδόπουλος, κιθάρα, Άγης Παπαπαναγιώτου, κοντραμπάσο,
Joni Moas, κρουστά
Παρουσίαση: Αθηνά Καμπάκογλου
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιώργος Αλτής
Oργάνωση: Τέχνης Πολιτεία
ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Πειραιώς 206, Ταύρος
Τ. 210 3418550
Τιμές εισιτηρίων:
12 € προπώληση, 15 € ταμείο, 12 € φοιτητικό, ανέργων, πολυτέκνων, άνω των 65
Η εκδήλωση αναβάλλεται στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων προστασίας για τον κορονοϊό.