Τέτοιες μέρες μου έρχονται εικόνες στη μνήμη, ασπρόμαυρες με ένα αχνό πορτοκαλί. Θυμάμαι την οδό Πατησίων όπως την έβλεπα από τα παράθυρα απέναντι από το Πολυτεχνείο.
Δεκαεπτάχρονος πιτσιρικάς, οι μέρες μας τότε ήταν γεμάτες. Σχολείο το πρωί, φροντιστήριο τρεις ώρες κάθε βράδυ, εκεί στην Κάνιγγος για τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο, εννιά ώρες τη βδομάδα Ιταλικά και πολλά άλλα.
Νέοι, διαβάζαμε συνέχεια και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τον κόσμο: Με την κατευθυνόμενη ειδησεογραφία της ΥΕΝΕΔ, με τη λογοκρισία των εφημερίδων και με ό,τι μαθαίναμε από τα σπίτια μας.
Από «αριστερό» σπίτι όπου ο πατέρας μου δεν κρατούσε το στόμα του, αν και συχνά πρόσεχε αφού εγώ ήμουν αυθόρμητος μπροστά σε ξένους. Θυμάμαι μια φορά σε ξένο σπίτι, όταν είδα το ελικόπτερο του Παττακού και μου ξέφυγε ένα «άντε να πέσει να ησυχάσουμε»!
Εκεί μπροστά στα μάτια μου, εκείνο τον Νοέμβρη έβλεπα αυτό που μέσα μου ποθούσα. Μια Ελλάδα με εκλογές, χωρίς χούντα, με Παιδεία και Ελευθερία.
Άλλοι, άλλων ηλικιών έκαναν ζυμώσεις μεταξύ τάσεων και κομμάτων αλλά για μένα ο στόχος ήταν ένας: Μια Ελλάδα ελεύθερη και δημοκρατική.
Είναι περίεργο που οι τότε εικόνες έρχονται στο μυαλό μου είτε ασπρόμαυρες είτε πολύ αχνές.
Τα παλιά τρόλεϊ (πορτοκαλί) περνούσαν με χαμηλές ταχύτητες λόγω του κόσμου. Πάνω τους κολλούσαν τα χαρτιά με τα συνθήματα και έκαναν το γύρω της Αθήνας. Ένα είδος γιορτής. Μιας ελευθερίας πρωτόγνωρης!
Περιττό να σας πω πως η παρέα του φροντιστηρίου των 17χρονων έκανε κοπάνες τρεις μέρες.
Σε έναν κόσμο χωρίς πληροφόρηση, με σταθερά τηλέφωνα που έπρεπε να περιμένεις χρόνια για μια γραμμή και χωρίς τα κινητά με τη φωτογραφική μηχανή ενσωματωμένη, αυτά που ζούσαμε ήταν η ιστορία μπροστά στα μάτια μας.
Αφού είμαστε πιτσιρικάδες δεν μας άφησαν να μπούμε στο Πολυτεχνείο. Δεν μείναμε άπρακτοι: Γυρίζαμε όλα τα σπίτια, όλες τις πολυκατοικίες και ζητούσαμε ό,τι τρόφιμα μπορούσαν να μας δώσουν και κεριά! Φοβόντουσαν πως θα τους κόψουν το ηλεκτρικό. Και μας έδιναν όλοι. Θυμάμαι την κυρία με το πινέλο στο χέρι -έβαφε την κουζίνα- που μας έδειχνε τα ντουλάπια της. Θυμάμαι τις σακούλες που μας γέμιζαν. Και όμως εκατοντάδες σπίτια επισκεφθήκαμε, κανείς δεν είπε «όχι»!
Γεμίζαμε σακούλες τις πηγαίναμε στην πλαϊνή πόρτα του Πολυτεχνείου και πάλι πίσω για περισσότερα.
Η τελευταία μέρα με βρήκε λίγα μέτρα μπροστά στην κεντρική πύλη όταν έφθασαν τα ασθενοφόρα με τα δακρυγόνα. Δεν είχα αίσθηση του κινδύνου.
Μια μεγάλη εξέγερση με ένα αίτημα: Την επιστροφή της Δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που ίσως δεν οραματιζόμαστε με τον ίδιο τρόπο όλοι. Σίγουρα όμως θέλαμε Δημοκρατία, Εκλογές, Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη.
Μέσα στο μυαλό μας όλοι είχαμε ένα κράτος-φίλο του πολίτη, προστάτη.
Αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί είχαν το ίδιο αίτημα. Μπορεί οι πρωτοβουλίες να ανήκαν σε συγκεκριμένες παρατάξεις αλλά ο κόσμος ήταν ενωμένος.
Βλέπετε το αίτημα για περισσότερη Δημοκρατία, μακριά από διαφθορές και διαπλοκές, πλάι στον πολίτη ένωνε τότε.
Δεν ξέρω τι έγινε όλα αυτά τα 50 χρόνια που αντί για δημοκρατικό κράτος φέραμε κουτάλες για να τρώνε οι ισχυροί, διαφθαρήκαμε και χάσαμε τα αρχικά αιτήματα.
Θα μπορούσα να καταλάβω τη διάσταση μεταξύ Δεξιού και Αριστερού αλλά τον τεμαχισμό του Δημοκρατικού λαού, όχι.
Δεν ξέρω τι μας έκαναν και χάσανε τη μπάλα και «σύντροφοι» χτυπούν «συντρόφους» χωρίς να έχουν την αίσθηση της καταστροφής του μέλλοντος που θέλουμε.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βλέπουμε το δάσος και βλέπουμε το δέντρο.
Δεν καταλαβαίνω γιατί η ευρύτερη Αριστερά δεν συνομιλεί.
Πολλά δεν καταλαβαίνω και δεν φταίνε μόνον «οι καιροί».
Η διαφθορά της συνείδησης, το «εγώ» που εκτόπισε το «εμείς», τα προσωπικά συμφέροντα που εκτόπισαν την ίδια την αίσθηση του συνόλου.
Γιατί, όσο και αν το παιδεύω στο μυαλό μου το Πολυτεχνείο δεν ήταν κομματικό.
Ήταν ένα αίτημα της κοινωνίας για Δημοκρατία και με το σημερινό λεξιλόγιο ένα σοβαρό κοινωνικό κράτος…
Δεν ξέρω Κώστα, που έφυγες νωρίς, τι κάναμε λάθος.
Ίσως κάποτε η κεντροαριστερά αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να υπάρχουν «εγώ» γιατί καταδικάζουν τη χώρα και τους πολίτες.
Εγώ αυτό καταλαβαίνω από το Πολυτεχνείο. Το μήνυμά του ήταν «ενότητα» και όχι διχασμός.