Μαζικότατες απεργιακές κινητοποιήσεις σε όλο το μήκος και πλάτος της γαλλικής επικράτειας. Ανάλογου χαρακτήρα δυναμικές πρωτοβουλίες των εργατικών και φοιτητικών σωματείων. Εισβολή διαδηλωτών στα κεντρικά γραφεία της «Louis Vuitton». Ρεσιτάλ –ακόμη ένα επί θητείας Μακρόν- αστυνομικής βίας με καταγγελίες για αυθαίρετες συλλήψεις, τραυματισμούς και βιαιότητες. Πρόταση μομφής -οριακά αποτυχημένη- κατά της γαλλικής κυβέρνησης.
Το «μενού» της αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που στήριξαν την αντιδημοφιλή συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μπορν της οποίας εμπνευστής υπήρξε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και όσων αντιτάχθηκαν σε αυτή περιλάμβανε όλα τα παραπάνω. Τελικά, σε μια θαυμαστή συμβολική αναπαράσταση της Σταύρωσης, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας επικύρωσε τα βασικά σημεία της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, συμπεριλαμβανόμενης της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης στα 64 χρόνια, του πλέον επίμαχου σκέλους της.
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης, προεξάρχουσας της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, αλλά και των συνδικάτων υπήρξε άμεση, με την Εργατική Πρωτομαγιά να θεωρείται το επόμενο μεγάλο απεργιακό ραντεβού. Όμως παρά τα μηνύματα ότι «ο αγώνας συνεχίζεται» το νομικό τέκνο του τωρινού ενοίκου των Ηλυσίων Πεδίων κατέστη τελικά και επίσημα νόμος του κράτους. Έτσι, παρά τις πολύτιμες εμπειρίες ζωτικότητας και συντονισμού που επέδειξε το εργατικό και ταξικό κίνημα, η Γαλλία έρχεται να προστεθεί στις περιπτώσεις των χωρών που διάγουν φάση υποχώρησης και ήττας σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές διεκδικήσεις.
Δεν πρόκειται άλλωστε για έκπληξη, αλλά περισσότερο για μια προδιαγεγραμμένη ήττα που έχει τις ρίζες της στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν και το αποτέλεσμα της κάλπης των προεδρικών εκλογών του 2022, όταν πρωτίστως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, δευτερευόντως οι Πράσινοι και τελευταίες οι διάσπαρτες δυνάμεις του αριστερισμού (ΝΡΑ, Lutte Ouvrière) επέλεξαν την αυτόνομη κάθοδο από τη συμπαράταξη με την υποψηφιότητα της «Ανυπότακτης Γαλλίας». Παρότι είναι αλήθεια ότι δεν θα μάθουμε ποτέ κατά πόσον ένας δεύτερος γύρος θα οδηγούσε στην επικράτηση του Μελανσόν είναι βέβαιο πως το γεγονός και μόνο μιας αριστερής υποψηφιότητας θα δημιουργούσε διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις, μετατοπίζοντας το «κοντέρ» των συλλογικών διακυβευμάτων σε προοδευτική κατεύθυνση.
Πραγματοποιώντας ένα άλμα στο ελληνικό παρόν και με το βλέμμα στις εκλογές δύο διαπιστώσεις θα μπορούσαν να γίνουν από την εμπειρία της Γαλλίας των μακρονικών χρόνων.
Η πρώτη διαπίστωση αφορά στην αδυναμία των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων να συνεννοηθούν γύρω από έναν κοινό προγραμματικό παρονομαστή ικανό να αντιστρέψει σε πρώτη φάση τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που τα Μνημόνια εισήγαγαν βιαίως αλλά η τετραετία Μητσοτάκη υπηρέτησε με ζήλο και επιμονή. Εδώ οι ευθύνες μοιάζουν αντιστρόφως ανάλογες της εκτιμώμενης πολιτικής επιρροής των κομμάτων της εν λόγω συνομοταξίας, καθώς ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25 και ΚΚΕ μοιάζουν το καθένα αμετακίνητο από τα επιμέρους συμφέροντα και ρίσκα που εμπεριέχει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν το κόμμα της Κουμουνδούρου και ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά ελέγχονται -δικαίως- για την αξιοπιστία τους να φέρουν εις πέρας με τη δέουσα αποφασιστικότητα το πολιτικό πρόγραμμα το οποίο διακηρύττουν, είναι απορίας άξιο τι είδους ιδεολογικός και κινηματικός ριζοσπαστισμός αναμένεται να ανθίσει πάνω στα ερείπια της ιδιωτικοποίησης των πάντων, της περεταίρω βαρβαροποίησης της αγοράς εργασίας και της ληστρικής εξυπηρέτησης ενός στενού κύκλου οικονομικών συμφερόντων.
Η δεύτερη διαπίστωση, απότοκος της πρώτης, αφορά στην εμπέδωση μιας νέου τύπου διακυβέρνησης στην περίπτωση της εκλογικής επικράτησης της Νέας Δημοκρατίας. Αξίζει να ανατρέξει κανείς σε μια ακόμη παραλληλία με το μακρονικό σύμπαν και στο πρόσφατο εξαιρετικό άρθρο του συγγραφέα Μάκη Μαλαφέκα αναφορικά με τον σαρκοζισμό ως «το σύντομο πρώτο ημίχρονο του μακρονισμού για τη Γαλλία». . Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, «το νέο, στιβαρό ιδεολόγημα της σαρκοζικής διακυβέρνησης προβλέπει μια μεγάλη μετακίνηση της θέσης του κράτους: μηδαμινό στην οικονομία και άπειρο στην καταστολή. Το χάσμα θα καλύψουν στιβαρά σύμβολα. Εθνική ταυτότητα, στολές, λατρεία του πλούτου, αμερικανοποίηση. Και το πρόγραμμα αυτό, βαρύ, σύνθετο, βίαιο, δεν μπορεί να το τρέξει το κλασικό προσωπικό της λαϊκής δεξιάς», σε ένα απόσπασμα που θυμίζει σε ανατριχιαστικό βαθμό τις πληγές που υπέστη το κοινωνικό σώμα επί των ημερών Μητσοτάκη.
Μια επιβεβαίωση της πολιτικής κυριαρχίας αυτής της Δεξιάς θα σημάνει όχι μόνο την δραματική επιδείνωση των όρων ζωής για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας αλλά την οριστικοποίηση της μετάβασης σε έναν νέο ανθρωπότυπο, αντίστοιχο του ατομικιστικού θριάμβου των ‘90s, δίχως ωστόσο ορατή την υπόσχεση της επίπλαστης ευμάρειας που διέτρεχε την δεκαετία που όρισε η αισθητική του NITRO και το σημιτικό υπόδειγμα. Κόντρα σε αυτή την εκδοχή του κοινωνικού ερέβους υπάρχει ακόμη λύση, αρκεί το minimum της συνεννόησης μεταξύ όσων έχουν αναφορά στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης να εξάγουν τα κατάλληλα διδάγματα από τα συμβαίνοντα στην πολιτική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Παραφράζοντας τον γ.γ. του ΚΚΕ για να σώσει ο λαός τον λαό χρειάζεται πρώτα και κύρια να υφίσταται τέτοιος ως ενεργό συλλογικό υποκείμενο κι όχι ως απλό άθροισμα εκλογέων.
* Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο της δραστηριότητας του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ