Παραμένει μισάνοιχτο στη δημόσια σφαίρα χρόνια και_x000D_
χρόνια το ζήτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους.
Παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς ένθεν και εκείθεν αποκαλύπτεται ότι η τακτική του «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει» εξυπηρετεί εντέλει και τα δύο μέρη. Από τη μια το Κράτος εργαλειοποιεί τη θρησκεία και τις σχέσεις με την Εκκλησία για να επιβάλλει κυρίαρχες πολιτικές άλλοτε με συναίνεση και άλλοτε με προβολή αλλαγών αστικού εκσυγχρονισμού ως δήθεν ριζοσπαστικών. Από την άλλη η Εκκλησία της Ελλάδας αντιμετωπίζει τις αντιπαραθέσεις με το Κράτος ως πεδίο για να διατηρεί κεκτημένα και να διεκδικεί όσα θεωρεί ότι δικαιούται ως πνευματικός ταγός, μειώνοντας όμως την οικονομικοϊδεολογική ισχύ της κοσμικής εξουσίας. Αν και σε σφικτό διοικητικό και νομικό εναγκαλισμό με την ελληνική πολιτεία, την… παρηγορεί ότι έχει προνομιακή μεταχείριση έναντι των άλλων δογμάτων ως επικρατούσα θρησκεία.
Δοθείσης ευκαιρίας, συνήθως έπειτα από σύγκρουση, επικρατούν κραυγές αντί προτάσεων για διαρρύθμιση του ρόλου των δυο μερών. Μετά έρχεται ένα… καταλάγιασμα και η απαρχή ενός διαλόγου που εκκρεμεί εις το διηνεκές ατελέσφορα… Η κατάληξη δεν προκαλεί εκπλήξεις. Στο ίδιο έργο θεατές είναι η ελληνική κοινωνία, είτε αφορά πιστούς ορθόδοξους χριστιανούς είτε αλλόδοξους, άθεους, άθρησκους, «άγευστους» της εκκλησιαστικής εμπειρίας … Πρωθυπουργοί και κυβερνητικοί παράγοντες από τη μια και αρχιεπίσκοπος, μητροπολίτες, Ιερά Σύνοδος , εκκλησιαστικές οργανώσεις κ.ά. από την άλλη αναμετρώνται και καταγράφουν κάθε φορά «απώλειες» ή αποσπασματικές «νίκες».
Η πολιτεία δείχνει την προαιρετικότητα για τον πολιτικό γάμο (επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, 1982), τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες (επί κυβέρνησης Σημίτη, νόμος υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, 2000), το σύμφωνο συμβίωσης (επί πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα, 2015-17) . Ξεχνά τις παραιτήσεις υπουργών Παιδείας (Αντώνης Τρίτσης για εκκλησιαστική περιουσία, 1987, Νίκος Φίλης για αναθεώρηση του περιεχομένου σπουδών, αναφορικά με το μάθημα των θρησκευτικών, με θρησκειολογικό αντί για ομολογιακό χαρακτήρα, 2017). Οι λεγόμενοι νόμοι Τρίτση που έχουν ψηφιστεί (ν. 1700/1987 και ν. 1811/1988) μένουν ανενεργοί – ήταν «βαρύ» να τεθεί ζήτημα παραχώρησης μοναστηριακής περιουσίας στο δημόσιο και η πρόβλεψη για τη συμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια…
Η Εκκλησία θεωρεί πάντα ότι πίσω από το αίτημα για θεσμικό διαχωρισμό κρύβεται ουσιαστικά η προσπάθεια για περιθωριοποίηση της ορθόδοξης πίστης στον δημόσιο βίο και για αποξένωση του λαού από τη λατρευτική λειτουργία και το αξιακό χριστιανικό φορτίο. Με άλλα λόγια, βλέπει ότι μέσα στη ρητορική (συνήθως καταγγελτική) για διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους λανθάνει η στόχευση για διαχωρισμό Εκκλησίας – κοινωνίας.
Εν έτει 2018 το ΣτΕ έκρινε ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει κατά το σύνταγμα να κατατείνει στην εμπέδωση ειδικά της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Την ίδια ώρα, ποινικό δικαστήριο αποφαίνεται ότι η δημόσια προτροπή (του Καλαβρύτων Αμβρόσιου) σε προπηλακισμό πολιτών λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας δεν συνιστά παράβαση του αντιρατσιστικού νόμου (ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης).
Οπως επισημαίνει στο Documento o ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός Μιχ. Σταθόπουλος, πρώτη προτεραιότητα μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης είναι το ξεκαθάρισμα του ρόλου Εκκλησίας και Κράτους. «Αναχρονιστικές αναφορές δεν έχουν θέση στο σύνταγμα» τονίζει. Κρίνει ότι πρέπει να διαγραφεί η αναφορά στο προοίμιο «Εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδος», να καταργηθούν το άρθρο 3, το οποίο ορίζει κυρίως ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι «η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», και άλλα ενδοεκκλησιαστικά θέματα που έχουν θέση στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας. Επίσης, ο κ. Σταθόπουλος σημειώνει ότι πρέπει να τροποποιηθούν η παράγραφος 2 του άρθρου 16 που αναφέρει ότι σκοπός της Παιδείας είναι «η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», η παράγραφος 2 του άρθρου 33 που ορίζει ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων ορκίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας, χωρίς να προβλέπεται εναλλακτικά η δυνατότητα να δοθεί πολιτικός όρκος κ.ά.
Θεωρεί ότι στο κέντρο των αλλαγών δεν μπορεί παρά να είναι και μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων η διευθέτηση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, η μισθοδοσία των κληρικών, η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια κτίρια κ.ά. Και ο κ. Σταθόπουλος συμπληρώνει: «Χρειάζεται η συνεργασία με την Εκκλησία της Ελλάδος και αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ Εκκλησίας – Κράτους. Δεν πρόκειται για… εχθρικό διαζύγιο Εκκλησίας – Κράτους. Γι’ αυτό προτιμώ να μιλώ αντί για χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, για διακριτές αρμοδιότητες. Το ζήτημα, ας πούμε, των βιβλίων ή των σχολικών μαθημάτων και των θρησκευτικών είναι αρμοδιότητα της πολιτείας. Η Εκκλησία βεβαίως έχει λόγο αλλά τις αποφάσεις τις παίρνει η πολιτεία».
Το Documento συνομίλησε για τον λεγόμενο διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας με ανθρώπους της επιστήμης, της τέχνης και της Εκκλησίας.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης – Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
«Πρώτα να περιοριστούν τα φαινόμενα στην καθημερινότητά μας»
Τις προάλλες πέρασα από το ειρηνοδικείο για να υποβάλω μια ένορκη βεβαίωση, στην πρώτη σειρά της οποίας έγραφε «ορκίζομαι στην τιμή μου». Ο υπάλληλος με έβαλε να υπογράψω, ρωτώντας με: «χριστιανός ορθόδοξος;». Απάντησα δείχνοντας ότι είχα ορκιστεί στην τιμή μου και μου έγνεψε με συγκατάβαση – δεν ήθελε να με θίξει, από συνήθεια το έκανε.
Η Εκκλησία της Ελλάδας είναι μεν κρατική αλλά η Ελλάδα δεν είναι εκκλησιαστικό κράτος. Δεν είναι Ιράν δηλαδή. Είναι όμως ένα κράτος πολλαπλώς επιβαλλόμενης θρησκείας, όπως προσφυώς την έχει ονομάσει ο καθηγητής Δημήτρης Δημούλης. Αυτό σημαίνει πως, μολονότι το σύνταγμά μας κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία, το κράτος θρησκεύεται εντατικά και επιβάλλει η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού που είναι κατά το σύνταγμα η επικρατούσα.
Οπως ακριβώς πήγε να κάνει, έστω από συνήθεια, ο υπάλληλος του ειρηνοδικείου.
Οταν λοιπόν συζητάμε για χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας ας μην πηγαίνουμε απευθείας και μόνο στα μεγάλα πολιτειακά ζητήματα που αξιώνουν αναθεώρηση του συντάγματός μας. Κι αυτή πρέπει να γίνει. Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, που είναι για το ΣτΕ ο μόνος συνταγματικός, ανοίγει τον δρόμο για τη συνταγματική αναθεώρηση αν θέλουμε τα σχολεία μας να μην είναι κατηχητικά. Νομίζω πως δεν γίνεται αλλιώς πλέον. Δυστυχώς.
Για μένα, ωστόσο, αυτό που έχει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία είναι η καθημερινότητα: να περιοριστούν φαινόμενα όπως αυτό που περιέγραψα, να περιορίσουμε θρησκευτικές τελετές που έχουν καταντήσει καρικατούρες απαξιώνοντας πρωτίστως τη θρησκευτική πίστη, να δώσουμε ένα μήνυμα ότι το κράτος μιλάει σε πολίτες κι όχι σε πιστούς – και πάει λέγοντας.
Φυσικά, έτσι θα φτάσουμε κάποια στιγμή στην ταμπακιέρα, η οποία δεν είναι άλλη από τη μισθοδοσία των κληρικών. Εδώ συμβαίνει κάτι αλλόκοτο: οι ιερωμένοι πληρώνονται από τον φορολογούμενο πληθυσμό, αλλά αξιώνουν για τον εαυτό τους μια ασυδοσία λόγου που δεν αρμόζει σε δημόσιο λειτουργό.
Να το πω αλλιώς: ο πολίτης που δεν θρησκεύεται έχει λόγους να διερωτάται αν ορθώς συμμετέχει μέσω της φορολογίας στην πληρωμή των μισθών 11.000 ιερωμένων. Εχει σίγουρα όμως λόγο να δυσφορεί πληρώνοντας τον μισθό του Αμβρόσιου Καλαβρύτων και άλλων τέτοιων παπάδων που δεν αντέχουν να αυτολογοκρίνουν τον φασιστικό τους οίστρο και καθ’ έξιν χρησιμοποιούν τη δημόσια εξουσία τους για να δηλητηριάσουν τον κόσμο ακαταδίωκτα.
Εδώ κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Χρυσόστομος
Μητροπολίτης Μεσσηνίας
«Διάλογος χωρίς ιδεολογική αντιπαράθεση και παραπληροφόρηση»
Το θέμα της αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας όσο εύκολο είναι να το λέει κάποιος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ξεκινήσει ένας διάλογος με αυτό το ζήτημα. Συγκεκριμένα το θέμα δεν λύνεται με την αναθεώρηση ενός άρθρου, έστω και συνταγματικού, ούτε βέβαια είναι δυνατή μια μονομερής αναθεώρηση των παραπάνω σχέσεων αλλά απαιτείται διμερής και πολυχρόνιος διάλογος. Ενας διάλογος ο οποίος προϋποθέτει ειλικρίνεια, εντιμότητα, αλήθεια και εμπιστοσύνη μεταξύ των διαλεγομένων και εν προκειμένω μεταξύ Κράτους, Πολιτείας και Εκκλησίας.
Επιπλέον η αναθεώρηση των σχέσεων είναι ζήτημα πολυδιάστατο, πολυσύνθετο και πολύπλοκο. Μια σχέση η οποία έχει εδραιωθεί από το 1833 και η οποία αποτυπώνεται σε ολόκληρη σχεδόν τη νομοθεσία του ελληνικού κράτους εδώ και 190 χρόνια και αγγίζει κάθε διάσταση του δημόσιου βίου δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί «εν μία ριπή», γι’ αυτό και οποιαδήποτε απόπειρα αναθεώρησης ούτε εύκολη είναι ούτε και σύντομη διαδικασία.
Θα πρέπει να αναλογιστούμε επίσης ότι στη Σουηδία τέτοιος διάλογος διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια προκειμένου και το Κράτος να μη ζημιωθεί και η Εκκλησία να μην απολέσει ούτε την αυτονομία της ούτε την αυτοτέλειά της.
Πρέπει λοιπόν όλοι να είμεθα προσεκτικοί και στις δηλώσεις μας και στους χαρακτηρισμούς μας για ένα τέτοιο ζήτημα, τόσο ευαίσθητο και σημαντικό όσο και ουσιαστικό, που αγγίζει τη λειτουργία των δύο θεσμών αλλά και την εθνική και θρησκευτική συνείδηση των πολιτών.
Ενας διάλογος εμπιστοσύνης και αληθείας δεν μπορεί να υπάρξει όταν έχουμε ιδεολογική αντιπαράθεση, διάσταση απόψεων και κυρίως παραπληροφόρηση.
Μίλτος Πασχαλίδης
Τραγουδοποιός
«Εχουμε αργήσει πολύ…»
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ακούω περί διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Ολο είναι η ώρα και όμως μένει μετέωρο το αίτημα. Ε, και τώρα δεν είναι απλώς η ώρα, έχουμε αργήσει πολύ.
Οι ρόλοι τους επιβάλλεται να είναι διακριτοί. Η Εκκλησία οφείλει να ασχολείται με τα του οίκου της και με ό,τι άλλο ευγενικό έχει ως έργο της προς την κοινωνία – στήριξη των φτωχών, προσφορά και παρηγοριά στους έχοντες ανάγκη. Το Kράτος πρέπει να ασκεί την κοσμική εξουσία.
Και αυτό δεν έχει σχέση με το θρησκευτικό συναίσθημα. Ανεξάρτητα αν κάποιος έχει ριζωμένη μέσα του τη σχέση με το θείο ή αν έχει τυπική ή και καθόλου σχέση. Εννοείται ότι σεβόμαστε όλα τα δόγματα και άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε θεσμοθετημένη την ανεξιθρησκία.
Μα πόσο βαρετό είναι να συζητάμε ακόμη για όλα αυτά και μια κοινωνία τον 21ο αιώνα να μην τα λύνει… Τι βλέπουμε; Ηγέτες που, είτε θέλοντας να πάρουν πιο προοδευτικές και αριστερές ψήφους είτε γιατί το πιστεύουν, προεκλογικά διατρανώνουν την πεποίθησή τους για τον διαχωρισμό και λένε ότι είναι ώριμο το αίτημα αυτό. Οταν έρχονται στην εξουσία κωλώνουν, δεν τον προωθούν και υποτάσσονται στην Εκκλησία.
Η μάχη για τα βιβλία των θρησκευτικών μού φαίνεται ανούσια, σαχλαμάρα. Και οι δυο πλευρές χάνουν την ουσία. Ολοι θυμόμαστε ότι η ώρα των θρησκευτικών ή ήταν η ώρα του παιδιού ή η ώρα που κάναμε κοπάνα. Το ζήτημα είναι να γίνει μάθημα που δεν αφήνει παγερά αδιάφορα τα παιδιά. Αυτό είναι το στοίχημα. Να γίνει θελκτικός ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας, είτε έχει θρησκειολογική διάσταση για τον Χριστό, τον Βούδα κ.ά. είτε κανονιστική, ομολογιακού χαρακτήρα, για την Ορθοδοξία. Ομως δεν μπορεί να είναι τα θρησκευτικά ούτε μια ώρα περί ανέμων και υδάτων ούτε κατηχητικό. Είμαι μαθηματικός. Εδώ και τριάντα χρόνια βλέπω να εξελίσσεται κατά καιρούς ένας ανεκδιήγητος τσαμπουκάς μεταξύ του εκάστοτε υπουργού Παιδείας και του εκάστοτε αρχιεπισκόπου – περνάει συνήθως του αρχιεπισκόπου.
Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι επικίνδυνος. Στο όνομα των θρησκειών έχουν γίνει φρικαλέα εγκλήματα. Ομως δεν φταίνε οι άνθρωποι που πιστεύουν σε έναν θεό ή δεν φταίει η ίδια η θρησκεία για να στοχοποιούνται – όπως γίνεται σήμερα με το Ισλάμ για παράδειγμα…
Η θρησκευτική πίστη είναι απόλυτα σεβαστή, όπως και ο ίδιος ο άνθρωπος, αν δεν βλάπτει τους άλλους…
Να πω και κάτι ακόμη; Για αυτή την ιστορία με τον μητροπολίτη Αμβρόσιο. Αν σου έλεγα ότι δεν σε γουστάρω και ότι αν είχα όπλο θα σε σκότωνα, θα με αθώωνε κάποιο δικαστήριο; Δύσκολα. Είναι προκλητικό ότι ιεράρχες οι οποίοι εκπέμπουν κηρύγματα μίσους περνάνε αβρόχοις ποσί από το δικαστήριο και αθωώνονται. Είναι αδιανόητο να φέρονται έτσι ιεράρχες και θα πρέπει κάποιος ή να τους τραβά το αυτί ή να επισημαίνει ότι δεν αρμόζει σε κοινωνικό πλαίσιο αυτή η συμπεριφορά. Αφορά τη στοιχειώδη ισονομία των ανθρώπων. Κάποτε πρέπει να επικρατεί αυτό που λέμε «common sense», κοινή λογική…
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δικηγόρος, διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
«Ισότιμη αντιμετώπιση αλλά και παράδοση»
Η συζήτηση για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας στη χώρα μας δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη της το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το ελληνικό έθνος συνδέεται στενά με την Ορθόδοξη Εκκλησία στην ιστορική του περιοδολόγηση. Τούτο αποτυπώνεται άλλωστε στα συνταγματικά κείμενα που ίσχυσαν κατά περιόδους. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι ήδη από το σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 εμφανίζεται στο προοίμιό του η αναφορά «Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος», η οποία επαναλαμβάνεται με μικρές παραλλαγές στα μετέπειτα συντάγματα του 1827, 1844, 1864, 1911, 1948, 1952, καθώς και στο ισχύον σύνταγμα του 1975. Επιπλέον, όλα τα ελληνικά συντάγματα αναγνώριζαν την «Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία». Μάλιστα, το ισχύον σύνταγμα αφιερώνει το Β΄ Τμήμα του πρώτου Μέρους του («Βασικές διατάξεις») στις «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» (άρθρο 3), ενώ στο άρθρο 16 παρ. 2 προβλέπει ως σκοπό της παιδείας την «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» και στα άρθρα 33 και 59 ορίζεται ο θρησκευτικός όρκος που δίδουν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι βουλευτές.
Ο εφαρμοστής του συντάγματος αλλά και η εκάστοτε πολιτική εξουσία δεν μπορούν ασφαλώς να παραβλέπουν την ιστορική σύνδεση του έθνους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε να παραγνωρίζουν τις παραδόσεις που ασπάζεται μείζον τμήμα του ελληνισμού. Η πρόσφατη απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ (660/2018) για το μάθημα των θρησκευτικών επιβεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Συγχρόνως όμως, το σύνταγμα δεν επιβάλλει ασφαλώς τη θεσμική διασύνδεση ή πολύ περισσότερο την ταύτιση Κράτους και Εκκλησίας. Αντιθέτως αναγνωρίζει τον διακριτό ρόλο τους, ο οποίος τηρείται άλλωστε σε γενικές γραμμές στην πράξη. Σε μια εποχή που η σύνθεση της κοινωνίας μας αλλοιώνεται, για εξωγενείς κατά βάση λόγους, είναι θεσμικά, ιδεολογικά και πολιτικά αναγκαίο να διαφυλαχθεί τόσο ο σεβασμός στην παραδοσιακά ιδιαίτερη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο όμως και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 συντ.) και η ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος, όπως επιβάλλει το συνταγματικό μας κείμενο.
Δέσποινα Παπαδοπούλου
Καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου
«Δύσκολο αλλά αναγκαίο διαζύγιο»
Γιατί το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να χωρίσει εύκολα από την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία; Ποιες ιστορικές δεσμεύσεις καθιστούν εξαρτημένη τη μοίρα αυτών των δύο συντρόφων και ανταγωνιστών στην πολιτική, συνταγματική και κοινωνική πραγματικότητα, σχεδόν δύο αιώνες μετά τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους; Υπάρχει λόγος και προοπτική να χωρίσουν αυτά τα δύο και κάτω από ποιες προϋποθέσεις;
Το ελληνικό έθνος απέκτησε υπόσταση μετά την επίσημη αναγνώριση του ελληνικού κράτους με τη σύναψη της συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832 μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Σύμφωνα με το σύνολο των κοινωνικοϊστορικών μελετητών που αναζήτησαν το βαθύτερο αίσθημα και τον δεσμό που προσδιορίζουν την ελληνική ταυτότητα και απάντησαν στο κεντρικό ερώτημα ποια στοιχεία προσδιορίζουν τον Ελληνα ιστορικά, η ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση εμφανίζεται στο επίκεντρο της συγκρότησης της ιδέας του ελληνικού έθνους. Η ελληνορθόδοξη ταυτότητα –που έλκει την καταγωγή της από το Βυζάντιο– παρακολουθεί την κατασκευή του έθνους καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Ωστόσο είναι σαφές ότι η έντονα πολιτισμική αυτή ταυτότητα που συνδέεται με τη γλώσσα και τη χριστιανική ορθοδοξία, σε αντιπαράθεση με την πολιτική δημοκρατική ταυτότητα που αναπτύσσεται στην Ευρώπη, είχε πολλές φορές την ευκαιρία να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Κυρίαρχη αναφορά πρέπει να γίνει στην ευνοϊκή, ίσως την ευνοϊκότερη μέχρι σήμερα συγκυρία της μεταπολίτευσης. Η προοδευτική εκδοχή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από τον συνταγματικό νομοθέτη του 1975 ισορρόπησε στο αποτύπωμα απαρχαιωμένων σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, στο άρθρο 3 παρ. 1 του σ., εκφράζοντας έτσι τις συντηρητικές και δειλές τάσεις της εποχής να απαλλαγεί επιτέλους η δημοκρατία και το κράτος από μια καταναγκαστική συμβίωση.
Εγκληματική ολιγωρία και φόβο έδειξε και η σοσιαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ όταν πήρε την εξουσία το 1981. Η συμμετοχή στην ΕΕ και το κοινό νόμισμα δημιούργησαν, κατά την εκτίμησή μας, όλες εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε η συγκατοίκηση να αποβεί αφόρητη και βαρίδιο για το κράτος. Οσο και αν η κύρια αναφορά στο περιεχόμενο της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας πριν από την κρίση ήταν η «Ελλάδα στην Ευρώπη», αναφορά που τη βρίσκουμε παραδόξως και κατά την κρίση, ο επίσημος διαχωρισμός από την Ορθόδοξη Εκκλησία καθυστερεί. Μέσα στην κρίση και με τις συντηρητικές δυνάμεις να νομιμοποιούν κάθε οπισθοδρόμηση στην ταλαιπωρημένη από τα μνημόνια κοινωνία, θρησκεία και Εκκλησία αποκτούν υπερβολική δύναμη. Οχι όμως μεγαλύτερη από αυτή που η ΧΑ και μία πτέρυγα της ΝΔ συντηρούν. Στην ουσία και σε ό,τι αφορά πολιτικές αποφάσεις μείζονος σημασίας, σχεδόν καμία δεν ακουμπάει τη σχέση Κράτους – Εκκλησίας. Θεωρούμε ότι η συμβατική συνύπαρξη επηρεάζει στην παρούσα συγκυρία θέματα εθνικού, ιδεολογικού και αξιακού περιεχομένου, ενώ αυτά έχουν προ πολλού καθοριστεί μέσα από την επιβολή διεθνούς ακραίου φιλελευθερισμού στην εργασία, την οικονομία, την ανάπτυξη, τη λειτουργία του κράτους και του πολιτεύματος.
Στο ερώτημα αν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και μια αριστερή κυβέρνηση σήμερα μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον κρίσης να προχωρήσει στον διαχωρισμό, η απάντηση και υπό προϋποθέσεις είναι ότι ένας μαλακού τύπου διαχωρισμός, χωρίς συνταγματική αναθεώρηση, θα έβαζε απλώς τα πράγματα στη θέση τους και θα έδινε στον πολίτη τη δύναμη και τη θέση που του ανήκει στην κοσμική δημοκρατία. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι στη σύγχρονη δημοκρατία η ιδιότητα του πολίτη είναι ήδη βαθιά διαχωρισμένη από την ιδιότητα του πιστού. Και οι δύο μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά, χωρίς ο ένας να αμφισβητεί τον άλλο. Ο πιστός είναι ταυτόχρονα και πολίτης, ο πολίτης μπορεί να είναι αλλά μπορεί και να μην είναι πιστός. Η δημοκρατική διακυβέρνηση δεν επιτρέπεται να θεμελιώνει δικαιώματα με την επιφύλαξη της πίστης.