Το μετέωρο βήμα ενός πλασιέ

Το μετέωρο βήμα ενός πλασιέ
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης απέσπασε από το έργο τους υπαινικτικούς τόνους που πολύ σοφά ο συγγραφέας αφήνει σε διακριτικό ημίφως, αλλά κυρίως άφησε όλο τον χώρο στους ηθοποιούς του

«Ο θάνατος του εμποράκου», το κορυφαίο έργο του Αρθουρ Μίλερ, είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.

Η γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη δραματουργία του Αρθουρ Μίλερ ξεκινά το 1947, όταν ο Κάρολος Κουν έφερε με αξιοθαύμαστη ταχύτητα στην Αθήνα το «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», ένα έργο που την ίδια χρονιά είχε κατακτήσει τη Νέα Υόρκη. Η πίστη του πρωτοπόρου σκηνοθέτη μας στο άστρο του ανερχόμενου συγγραφέα επιβεβαιώθηκε μόλις δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Ηλίας Καζάν ανέβασε με συνταρακτική επιτυχία τον «Θάνατο του εμποράκου», ενώ η ρεαλιστική τριλογία του Μίλερ πάνω στην πτώχευση του αμερικανικού ονείρου ολοκληρώθηκε το 1955 με το έργο «Ψηλά απ’ τη γέφυρα».

Η συντριβή των ηρώων από τον αχαλίνωτο καπιταλισμό

Εντούτοις η εδραίωση της θέσης του Μίλερ στην κορυφαία τριάδα των Αμερικανών συγγραφέων της εποχής του, ανάμεσα στον Ευγένιο Ο’Νηλ και τον Τενεσί Ουίλιαμς, όπως και η ραγδαία του άνοδος στο παγκόσμιο θεατρικό στερέωμα δεν ήταν εξίσου ανεμπόδιστα στην πατρίδα του. Κυνηγημένος από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών την περίοδο του μακαρθισμού, δέχτηκε βίαιες επικρίσεις για τη δυσοίωνη οπτική του και τη συντριβή των ηρώων του από το άρμα του αποχαλινωμένου καπιταλισμού – ενώ είχε αρκετές δυσκολίες στον δρόμο για το Χόλιγουντ και την κινηματογραφική μεταφορά των έργων του.

Ο «Θάνατος του εμποράκου» εξιστορεί τις τελευταίες μέρες του Γουίλι Λόμαν, ενός πλασιέ που διανύει αμέτρητα χιλιόμετρα για να προωθήσει τα προϊόντα της εταιρείας του, μοχθεί για να βγάλει τη δόση του σε μια ασφάλεια ζωής και στενάζει να αποπληρώσει το στεγαστικό του δάνειο. Με σύζυγο στη Νέα Υόρκη, περιστασιακή ερωμένη στη Βοστώνη και δύσκολες ισορροπίες με τα δύο του παιδιά, ο Λόμαν αγωνίζεται να πετύχει υψηλά επίπεδα πωλήσεων με σκοπό κα κερδίσει κάποτε μια θέση στα κεντρικά της εταιρείας. Τα χρόνια όμως περνούν, ο στόχος παραμένει απρόσιτος και ο πωλητής, κατάκοπος από τα συνεχή πολύωρα ταξίδια, δεν μπορεί πλέον να παραμείνει στην ευθεία των μεγάλων επιδόσεων κι αρχίζει να βγάζει το αυτοκίνητο, που πίστευε πως θα τον έφερνε ίσια στην επιτυχία, έξω από τον δρόμο.

Ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθέτησε ένα έργο με κρυστάλλινους χαρακτήρες, σαφέστατη υπόθεση και αδρούς χαρακτήρες, που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον του άφηνε μικρό περιθώριο κινήσεων. Σε έργα που καμώνονται τα βαθυστόχαστα ενώ είναι απλώς θολά ο σκηνοθέτης έχει όλη την άνεση να προσθέσει μερικές καλλιτεχνίζουσες ανορθογραφίες, να επιτείνει μια ασάφεια που δεν είναι προμελετημένη αλλά προϊόν συγγραφικής σύγχυσης ή να προσφέρει μια πατερίτσα στην ασταθή τους πλοκή. Δυνατότητες που αφαιρούνται σ’ ένα έργο με καθαρές γραμμώσεις και δοκιμασμένη αντοχή των υλικών του στη βαρύτητα. Εδώ ο σκηνοθέτης έχει μόνο δύο ερμηνευτικές επιλογές: η εύκολη συνίσταται στην παραχάραξη των χαρακτήρων και την απεξάρθρωση της πλοκής που είναι προορισμένη να εντυπωσιάσει μια μερίδα του κοινού ανήμπορη να διακρίνει το χάσμα μεταξύ φαντασμαγορικής κενοτομίας και αυθεντικής καινοτομίας.

Άγριες και ανομολόγητα τρυφερές συγκρούσεις

Η δύσκολη ερμηνευτική επιλογή απαιτεί από τον σκηνοθέτη να ψάξει στο περιθώριο του κειμένου την ολόγραφη διατύπωση που δραπετεύει απ’ τις γραμμές του ή, στην περίπτωσή μας, να ανιχνεύσει την ευθύτητα του Μίλερ στη λοξή τιμονιά που ρίχνει έξω όχι μόνο τον πρωταγωνιστή, αλλά και τους ήρωες που συμπαρασύρει στην πτώση του. Ο Νανούρης διάλεξε τη δύσκολη λύση και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει καθώς απέσπασε από το έργο τους υπαινικτικούς τόνους που πολύ σοφά ο συγγραφέας αφήνει σε διακριτικό ημίφως. Επιασε το αόριστο ενοχικό υπόβαθρο στην προστατευτική υπερβολή της γυναίκας του Λόμαν, τόνισε τη μελαγχολία που ενυπάρχει στην παιγνιώδη σχέση των δύο αδερφών και αξιοποίησε όλη τη χρωματική γκάμα των άγριων αλλά και ανομολόγητα τρυφερών συγκρούσεων του έναγχου πατέρα με τον ατάσθαλο γιο του. Κυρίως όμως ο Νανούρης άφησε όλο τον χώρο στους ηθοποιούς του.

Στο αφαιρετικά γεωμετρημένο σκηνικό που διαμόρφωσε ο Γιώργος Γαβαλάς δεν υπήρχε τίποτε που να αποσπά το βλέμμα του θεατή από τη δράση. Τα ψηλά γκρίζα ορθογώνια παραπέμπουν στους κτιριακούς όγκους της Νέας Υόρκης και οι χαμηλοί κύβοι στη βάση τους γίνονται εφαλτήριο των ηρώων προς την επιτυχία, ενώ η απόσταση των δύο επιπέδων δηλώνει το ανέφικτο της προσπάθειας. Ντυμένοι με τα κοστούμια εποχής της Ντένης Βαχλιώτη που ακολούθησαν την ίδια απέριττη γραμμή κινήθηκαν ανεμπόδιστα και οι ηθοποιοί της παράστασης. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης (Γουίλι Λόμαν) στον ρόλο του πλασιέ μακρινών αποστάσεων έγραψε στο ενεργητικό του μια νέα υποκριτική σελίδα προικίζοντας την αμφιθυμία του ήρωά του με υποδόριο χιούμορ και υπογράμμισε τη σχέση των αφελών πεποιθήσεων του πωλητή με την τσακισμένη του αξιοπρέπεια μεταβαπτίζοντας διαρκώς τη σωματική του έξαρση σε εσωτερική ένταση. Η Εφη Μουρίκη έπλασε με λεπτότητα και δεξιοτεχνία μια Λίντα ρυθμικά ταλαντευόμενη μεταξύ φανερής ευπάθειας και σταθερής εγκαρτέρησης. Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος (Μπιφ) απέδωσε με δυναμική αρτιότητα την τραυματική σχέση με τον πατέρα, ο Ρένος Ρώτας στάθηκε με άνεση στον ρόλο του αφελούς Χάπι, ο Δημήτρης Γεροδήμος (Τσάρλι) υπήρξε τρυφερά συγκαταβατικός ως γείτονας, η Κατερίνα Μάντζιου ενσάρκωσε με την απαιτούμενη σαρκαστική ελαφρότητα την ερωμένη. Ο Γιάννης Βαρβαρέσος ως ανελέητο αφεντικό και ο Θεοδόσης Τανής ως σερβιτόρος συμπλήρωσαν επαρκέστατα την όλη διανομή.

INFO
Θέατρο Ζίνα, λεωφ. Αλεξάνδρας 74, τηλ.: 2106424414, ημέρες παραστάσεων: Τετάρτη – Κυριακή

Ετικέτες

Documento Newsletter