Την ώρα που οι αμερικανικές υπηρεσίες παροχής ασύλου υφίστανται ασυνήθιστη πίεση, ο Λευκός Οίκος αρνείται να παραδεχτεί ότι πρόκειται για κρίση.
Η συνεχιζόμενη μαζική προσπάθεια μεταναστών να περάσουν τα σύνορα Μεξικού – ΗΠΑ θέτει υπό πίεση τόσο τις υπηρεσίες παροχής ασύλου όσο και την πολιτική του Μπάιντεν. Η πανδημία σε συνδυασμό με τις καταστροφικές ξηρασίες και τους κυκλώνες στην Κεντρική Αμερική έχει επιδεινώσει την κατάσταση στις χώρες προέλευσης.
Ο αριθμός των μεταναστών στα νότια σύνορα αυξάνεται σταθερά από τις πρώτες εβδομάδες της θητείας του Μπάιντεν: περισσότεροι από 100 χιλιάδες μετανάστες βρέθηκαν από τις περιπόλους τον Ιανουάριο, οι οποίοι αυξήθηκαν σε περίπου 178 χιλιάδες τον Απρίλιο για πρώτη φορά ύστερα από είκοσι ένα χρόνια. Οι περισσότεροι από τους μισούς μετανάστες στέλνονται πίσω βάσει μιας οδηγίας για τον κορονοϊό που έθεσε σε ισχύ ο Τραμπ και διατήρησε ο Μπάιντεν.
Ωστόσο τα μέτρα για την αποφυγή της μετάδοσης του ιού δεν λαμβάνονται υπόψη στα κέντρα κράτησης στα σύνορα. Ενδεικτικά, στη δομή της Υπηρεσίας Τελωνείων και Προστασίας Συνόρων (Customs and Border Protection – CBP) στην Ντόνα του Τέξας, σε ένα σύμπλεγμα σκηνών χωρητικότητας 250 ατόμων, είχαν στριμωχτεί περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι, μόλις μερικά εκατοστά απόσταση ο ένας από τον άλλον, καθισμένοι σε πατάκια και τυλιγμένοι με θερμικές κουβέρτες.
Τι φταίει για το κύμα
Πολιτικοί και σχολιαστές, όπως ο Φαρίντ Ζακάρια, εντοπίζουν πολλές αιτίες για την αποτυχία της πολιτικής του Μπάιντεν στη χαλάρωση των «πρακτικών» πολιτικών του Τραμπ στο μεταναστευτικό όπως:
• Τα πρωτόκολλα Προστασίας Μεταναστών/πρόγραμμα «Παραμονή στο Μεξικό», κατά το οποίο δεκάδες χιλιάδες μετανάστες αναγκάζονταν να περιμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους παραμένοντας σε πόλεις της μεξικανικής παραμεθορίου όπου «ανθεί» η βιομηχανία απαγωγών.
• Η απαγόρευση διέλευσης από τρίτη χώρα, που απέκλειε όσους μετανάστες είχαν περάσει από τρίτη χώρα προτού εισέλθουν στις ΗΠΑ.
• Διάφορες βραχυχρόνιες συμφωνίες με τη Γουατεμάλα και την Ονδούρα ως «ασφαλείς τρίτες χώρες»,
οι οποίες δέχονταν τους μετανάστες που συλλαμβάνονταν στα σύνορα, παρά το γεγονός ότι πολλοί πολίτες των χωρών αυτών εγκατέλειπαν τις εστίες τους.
Αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση των ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών μέχρι τον Μάρτιο, που έχει να κάνει με μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική υποδοχής. Η σημερινή κυβέρνηση έχει δηλώσει δημόσια ότι δεν θα χρησιμοποιήσει την εντολή περί αποπομπής μεταναστών λόγω πανδημίας του Κέντρου Πρόληψης Ασθενειών (CDC) για τα παιδιά. Έτσι οι ανήλικοι τίθενται υπό την προστασία της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Προσφύγων μέχρι να μπορέσουν να επανασυνδεθούν με την οικογένειά τους.
«Οικονομία των συνόρων»
Το αφήγημα και των δύο κομμάτων για την κατάσταση στα σύνορα είναι εκείνο της μιας κρίσης: είτε ανθρωπιστικής είτε κρίσης νόμου και τάξης, ανάλογα με την οπτική. Το γεγονός αυτό αποτελεί την ιδανική νομιμοποιητική βάση που δίνει την ελευθερία κινήσεων στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας να θεμελιώσει ένα σύστημα καταστολής και κράτησης στα σύνορα.
Οι κυβερνήσεις ανά τις δεκαετίες κρατούν ένα μέρος των ανθρώπων που ψάχνουν για ένα καλύτερο μέλλον έτσι ώστε να ικανοποιήσουν το εθνικιστικό αίσθημα, αλλά και να εξασφαλίσουν τα κέρδη των ιδιωτικών φυλακών και των εταιρειών παρακολούθησης. Οι μετανάστες που κρατούνται μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή τους βρίσκονται σε ιδιωτικές φυλακές. Από τους συνολικά 50.000 κρατούμενους οι μισοί εξωθούνται σε καταναγκαστική εργασία, παρόλο που η κράτησή τους θεωρείται «μη τιμωρητική».
Οι ΗΠΑ συμπεριλαμβάνουν στη μεταναστευτική διαχείριση και την ιδιωτική οικονομία. Μια σειρά από ένοπλες συνοριακές περιπολίες, τείχη, πύργοι παρατήρησης, αισθητήρες κίνησης και drones επιστρατεύονται για να ελέγχουν τα σύνορα. Το 1994 η κυβέρνηση Κλίντον διέθεσε για τη μετανάστευση $1,5 δισ. Το 2020 ο προϋπολογισμός για όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες ξεπέρασε τα $25 δισ.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η κλίμακα αυτής της οικονομίας αρκεί να δει κανείς τα 105 χιλιάδες συμβόλαια αξίας $55 δισ. που έχουν δώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες σε εταιρείες όπως η Northrop Grumman, η General Atomics, η G4S, η Deloitte και η CoreCivic για την ανάπτυξη εξοπλισμού επιτήρησης και επιβολής του νόμου στα σύνορα.
Οι εταιρείες αυτές έχουν σημαντική οικονομική δύναμη, την οποία χρησιμοποιούν: η προεκλογική καμπάνια του Μπάιντεν έλαβε τρεις φορές μεγαλύτερες δωρεές από εκείνη του Τραμπ…