Απάντηση στο κείμενο του_x000D_
γραφείου Επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ι.Μ Πειραιώς το οποίο δημοσιεύθηκε στο Βήμα_x000D_
Ορθοδοξίας
Ανταπάντηση στη σκοταδιστική απάντηση της Μητρόπολης Πειραιώς στη συνέντευξη που έδωσαν ο Μηνάς Παπαγεωργίου και ο Γιώργος Οικονόµου στο Documento (20 Σεπτεµβρίου).
Ήδη από την εισαγωγή της απάντησής της η Ι.Μ. Πειραιώς και το γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών που την εκπροσώπησε, έκανε ολοφάνερο τον σκοταδιστικό χαρακτήτα των συντακτών της και την προσπάθειά τους να παραμείνουν οι Έλληνες πολίτες στο σκοτάδι, μέσα στην άγνοια του ιστορικού παρελθόντος αυτού του τόπου. Γιατί το παρελθόν αυτό δεν αποτιμάται θετικά για την Εκκλησία. Από πότε η ιστορική γνώση και η αλήθεια διχάζουν τον λαό και τον άνθρωπο; «Γνώσεσθε την αλήθειαν και αυτή ελευθερώσει υμάς» λένε οι χριστιανικές Γραφές. Και εδώ μιλάμε για την ιστορική αλήθεια.
Αρχικά οφείλουμε να σχολιάσουμε ότι ένα γραφείο επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών που υπάρχει σχεδόν σε κάθε μητρόπολη δείχνει κάτι ενδιαφέρον. Καταδεικνύει ότι η Εκκλησία δεν έχει εμπιστοσύνη στο «θεϊκό σχέδιο» και πρέπει να παρακολουθεί όσους την ενοχλούν, όσους έχουν άλλη άποψη από εκείνη που η ίδια εκφράζει. Με αυτό τον τρόπο οι φορείς των απόψεων αυτών «βαφτίζονται» ως αιρετικοί ή εκπρόσωποι παραθρησκειών. Κάτι τέτοιο στη σύγχρονη εποχή λαμβάνει έναν υποτιθέμενα ενημερωτικό χαρακτήρα για το ποίμνιο. Σε άλλες εποχές όμως θα αποτελούσε δίχως αμφιβολία το γραφείο που θα κινούσε Ιερές Εξετάσεις, καύσεις βιβλίων ή «αιρετικών» σε ιπποδρόμους.
Ας περάσουμε τώρα στα δεινά που έφερε αυτός ο «καταραμένος» για την Εκκλησία Διαφωτισμός.
Ο Διαφωτισμός, λοιπόν, κατήργησε τη φεουδαρχία, μέρος της οποίας στην Ανατολή ήταν και η Εκκλησία, με εκατοντάδες δουλοπαροικίες στο ήδη περιορισμένο ύστερο Βυζάντιο, τροφοδοτούμενη με χαριστίκια και πρόνοιες από τον Αλέξιο Κομνηνό και εντεύθεν. Για τη μετέπειτα συρρίκνωση του Βυζαντίου από τους Άραβες αρχικά και από τους Οθωμανούς στη συνέχεια η Εκκλησία έχει βαριά ευθύνη. Και αυτό γιατί η ίδια σαμποτάρισε κάθε προσπάθεια επαφής και συνεννόησης του βυζαντινού αυτοκράτορα με τη Δύση. Στην ύστατη μάλιστα πολιορκία τον αφόρισε για αυτό. Τον αφόρισε ο πατριάρχης εκείνος που εν τέλει ανέλαβε –με την ευχή των Τούρκων– την εξουσία των Ρωμιών μετά την Άλωση.
Ο Διαφωτισμός όχι μόνο κατήργησε τη φεουδαρχία, αλλά επιπλέον ανέδειξε την πολιτική σκέψη και τελικά τη δημοκρατία («πολίτευμα του διαβόλου» κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας), η οποία επίσης είχε καταργηθεί στην αυτοκρατορική Ρώμη και στο Βυζάντιο. Μην ξεχνάμε ότι το ιδανικό πολίτευμα για όλους τους χριστιανούς πατέρες και διανοητές του Μεσαίωνα ήταν «η Βασιλεία, που είναι δοσμένη από τον θεό» και αν έχουμε ένα είδος δημοκρατίας στη Δύση σήμερα, το οφείλουμε τελικά στον Διαφωτισμό.
Ο Διαφωτισμός στάθηκε λοιπόν και κατά της φωτισμένης δεσποτείας που περιλάμβανε όχι μόνο το Βυζάντιο, αλλά και την Οθωμανοκρατία και την Πύλη του Σουλτάνου, στην οποία είχε αναλάβει την ευθύνη η Εκκλησία να κρατάει τους Ρωμιούς υποτελείς. Για τους λόγους αυτούς η ίδια κατείχε εξόφθαλμα προνόμια: διοικητικά, δικαστικά, αστυνομικά και φορολοαπαλλαγές. Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου του Ε΄ δεν έγινε επειδή βοήθησε τους επαναστάτες Έλληνες. Στην πραγματικότητα –και τα συμπεράσματα αυτά είναι προσιτά στον καθένα σήμερα– συνέβη ακριβώς το αντίθετο: αφόρισε την Επανάσταση κάνοντας επί δεκαετίες προσπάθειες να ματαιώσει κάθε σχέδιο φωτισμού των Ελλήνων. Ο ξεσηκωμός εν τέλει έλαβε χώρα επειδή του ξέφυγε ο έλεγχος των Ρωμιών. Έπαθε ό,τι θα πάθαινε οποιοσδήποτε άλλος κρατικός υπάλληλος του σουλτάνου δεν έκανε σωστά τη δουλειά που είχε αναλάβει να κάνει.
Ο Διαφωτισμός έφερε στο προσκήνιο και την ανεξιθρησκεία, δηλαδή την ανοχή στη διαφορετική θρησκευτική άποψη, κάτι που η Εκκλησία δεν το δεχόταν και το Βυζάντιο το πλήρωσε με τόνους αίματος.
Επιπρόσθετα ο Διαφωτισμός έφερε και την επιστημονική επανάσταση, που βελτίωσε το προσδόκιμο ζωής, έκανε ανετότερη τη δύσκολη ζωή του μέσου ανθρώπου που ήταν τραγική σε Ανατολή και Δύση στον Μεσαίωνα . Άνοιξε την αντίληψή μας και τις γνώσεις μας για τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και για τον κόσμο που ζούμε, σε αντίθεση με το συντηρητικό βυζαντινό σύστημα παιδείας που περιόριζε τη γνώση σε τετριμμένα σχόλια των πατέρων της Εκκλησίας, απαγόρευσε τη χρήση της λογικής για την εύρεση του θεού, άρα και την εξέλιξη της υποτυπώδους επιστήμης. Ταυτόχρονα δεν άφησε τη φιλοσοφία να ανεξαρτητοποιηθεί από τη θεολογία και για αυτό τιμώρησε μεγάλους φιλοσόφους του Βυζαντίου, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και ο μαθητής του Ιωάννης Ιταλός.
Οι συντάκτες του γραφείου της Μητρόπολης Πειραιώς εγκαλούν επίσης στο κείμενό τους τον Διαφωτισμό ως προϊόν του Τεκτονισμού. Μα και τη Φιλική Εταιρεία και τους πρωτεργάτες της για το ίδιο ακριβώς την κατηγόρησαν. Για εμάς και για όλη την ανθρωπότητα έχουν σημασία τα συγκεκριμένα έργα και τα θετικά αποτελέσματά τους. Αν κάποιοι αρέσκονται στις συνωμοσιολογίες ελπίζοντας να αμαυρώσουν τα θετικά αποτελέσματα που επέφεραν οι εθνικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αυτό είναι πρόβλημά τους.
Το κείμενο της μητρόπολης αναφέρει επίσης το εξής απαράδεκτο: «Δυστυχώς, μετά τη
δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, κάποιοι “άκαπνοι” δυτικοσπουδαγμένοι Έλληνες,
με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή, θέλησαν να μεταφέρουν στην πατρίδα μας τα
δήθεν “φώτα της πολιτισμένης Ευρώπης” με σκοπό να διαλύσουν, όπως νόμιζαν, την “καταχνιά
του Μεσαίωνα” και να δώσουν “νέα πνοή” στο νεοελληνικό κράτος, “με το ευρωπαϊκό
πνεύμα, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό”».
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο χαλκέντερος αυτός διανοητής που σκοπό του έκανε τη μόρφωση της πατρίδας του, ήταν ήδη 73 ετών, για την εποχή εκείνη υπέργηρος. Ο όρος «άκαπνος» δείχνει κακία και κομπλεξισμό. Αυτά είναι άραγε τα χριστιανικά ιδεώδη που προβάλλονται από το συγκεκριμένο αυτό γραφείο κατά των αιρέσεων; Μόνο που τα θετικά αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και τα αγαθά της πολιτισμένης Ευρώπης τα απολαμβάνουμε σήμερα σχεδόν ισότιμα με αυτή χάρη και στις άοκνες προσπάθειες του Κοραή. Σήμερα απολαμβάνουμε δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης και λόγου. Σε αντίθεση με τη χώρα που βρίσκεται και υπηρετεί ακόμη το Πατριαρχείο… Αν λοιπόν η Εκκλησία δεν αντιμάχεται όπως θέλει να λέει την επιστήμη και την πρόοδο της ανθρωπότητας σε τι οφείλονται όλα αυτά; Μήπως στην εξέλιξη των «κολυβάδων» ή στην εξέλιξη των σχολαστικών; Ποιος έκανε την επιστήμη και τη γνώση να προχωρήσει; Ο Αθανάσιος ο Πάριος και ο Κοσμάς ο Αιτωλός ή ο Ιμάνουελ Καντ και ο Μπαρούχ Σπινόζα;
Αναφέρει επίσης το κείμενο της μητρόπολης: «Οι προαιώνιες αξίες του
Ελληνορθοδόξου πολιτισμού μας θεωρήθηκαν παρωχημένες και ασυμβίβαστες με τον “Ευρωπαϊκό
Διαφωτισμό” και ως εκ τούτου προσπάθησαν να αλλοιώσουν την ταυτότητά μας και να
μας μεταβάλουν σε “κοσμοπολίτες”, δηλαδή σε ανθρωπομάζα χωρίς αξίες και ιδανικά».
Όσο και αν θέλει η Εκκλησία σήμερα να κάνει συνοικέσιο στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με τον χριστιανισμό, θα δυσκολευτεί να τους παντρέψει. Οι αξίες των αρχαίων προγόνων μας είναι ασύμβατες με τις βυζαντινές και ο Διαφωτισμός ξεκινώντας από τις αρχαίες αξίες, χωρίς τις μεσαιωνικές παρωπίδες, κατάφερε αυτό που επί μία χιλιετία φάνταζε αδύνατο. Να δουλέψει η σκέψη στον άνθρωπο και να προχωρήσει. Όλοι οι ερευνητές πλέον υποστηρίζουν ότι ο καλούμενος ελληνορθόδοξος πολιτισμός αποτελεί ένα ιδεολόγημα του 19ου αιώνα που εξυπηρέτησε μάλιστα την άνοδο του εθνικισμού στον ελλαδικό χώρο.
Η Εκκλησία χρησιμοποίησε τον φιλοσοφικό λόγο για να εκφράσει το δόγμα της αλλά ρητά απέκλεισε την εμβάθυνση στα αρχαία ελληνικά κείμενα και αφόρισε όσους αποπειράθηκαν να το κάνουν. Σε τι ακριβώς λοιπόν αντιστοιχεί αυτό το «ελληνορθόδοξο»;
Ας έρθουμε τώρα στο κύριο θέμα μας. Διαβάζουμε στην επιστολή της μητρόπολης:
«Πραγματικά πικραίνεται κανείς διαβάζοντας τους παρά πάνω ισχυρισμούς, καθώς διαπιστώνει την σκόπιμη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Έχει γίνει ήδη λόγος σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η Εκκλησία κατά την περίοδο της οθωμανικής δουλείας στην αναβίωση της παιδείας και στην διατήρηση της ελληνορθόδοξης αυτοσυνειδησίας του σκλαβωμένου γένους μας. Εδώ μνημονεύουμε επί πλέον το γεγονός, ότι αμέσως μετά την άλωση το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε, διηύθυνε και χρηματοδοτούσε την Μεγάλη του Γένους Σχολή και μια πλειάδα άλλων ανώτερων Σχολών σε ολόκληρη την επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μνημονεύουμε επίσης τα θρυλικά Κρυφά Σχολειά, τα 200 σχολεία που ίδρυσε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και τις δέκα Ανώτερες Σχολές (Ακαδημίες), για να βγάζουν στελέχη της εκπαίδευσης. Ακόμα θυμίζουμε μιά πλειάδα λογίων κληρικών και διδασκάλων του Γένους, όπως οι Ευγένιος Αιτωλός, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Άνθιμος Γαζής, Κοσμάς ο Αιτωλός, Κωνσταντίνος Οικονόμου κ.ά. πολλοί, οι οποίοι με την παιδευτική και την ιεραποστολική τους δράση, καλλιέργησαν την εθνική ιδέα, κράτησαν ζωντανή τη φλόγα και τον πόθο της λευτεριάς και απέτρεψαν τον πλήρη αφανισμό του Γένους μας».
Το πρώτο ερώτημα που γεννούν τα παραπάνω είναι πώς αφού η Εκκλησία πρωτοστάτησε στη δημιουργία δεκάδων επίσημων και αποδεκτών από τους Τούρκους σχολών, τα «θρυλικά κρυφά σχολειά» σε τι ακριβώς εξυπηρετούσαν; Η απάντηση είναι απολύτως σε τίποτε. Είναι γνωστό τοις πάσι σήμερα ότι πρόκειται για έναν μετεπαναστατικό μύθο.
Ας έρθουμε τώρα στο θέμα των λογίων που αναφέρονται παραπάνω. Ναι, όλοι όσοι εκπαίδευαν παιδιά στα σχολεία εκείνη την περίοδο ήταν ρασοφόροι. Όμως τι άλλο θα μπορούσαν να είναι; Η κατάσταση αυτή ξεκίνησε στο Βυζάντιο, αμέσως μετά τις διώξεις των φιλοσόφων που ήθελαν να διαχωρίσουν τη φιλοσοφία από τη θεολογία. Η Εκκλησία ανέλαβε πλήρως την εκπαίδευση για να ελέγχει ευκολότερα πιθανές διαφοροποιήσεις και αυτό συνεχίστηκε πολύ πιο ξεκάθαρα στην Τουρκοκρατία, όταν η Εκκλησία δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στον σουλτάνο.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτό το υποχρεωτικό μονοπώλιο, μέχρι και τα χρόνια του Διαφωτισμού, να θεωρείται επιτυχία της Εκκλησίας ως προς την εκπαίδευση. Δυστυχώς όμως το προηγούμενο είχε ως αποτέλεσμα το σύνολο του λαού να είναι αμόρφωτο (γεγονός που στηλιτεύεται από διαφωτιστικά κείμενα της εποχής), λίγοι ήταν εκείνοι που απολάμβαναν στοιχειώδη παιδεία και ακόμα λιγότεροι οι λόγιοι.
Η θέση της Εκκλησίας για την εκπαίδευση ήταν η μόρφωση μόνο στη βάση της ορθόδοξης παράδοσης. Επιλεγμένα κείμενα αρχαίων φιλοσόφων χρησιμοποιούνταν για την ορθή χρήση της γλώσσας, διαβάζονταν τα κείμενα επιλεγμένων τραγικών και ρητόρων για να μπορούν να μεταφέρουν σωστά το κήρυγμα και τέλος κάποια κείμενα του Αριστοτέλη και λιγότερο άλλων φιλοσόφων μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για να θεολογήσουν. Αυτή ήταν η παιδεία που πρέσβευε η Εκκλησία. Δεν είχε τίποτε σύγχρονο για την εποχή, δεν βοηθούσε τη σκέψη να ανεξαρτητοποιηθεί, δεν έμπαινε ποτέ στην ουσία των αρχαίων κειμένων, αφού οι αξίες των ιερέων με τα τελευταία ήταν ασύμβατες.
Για παράδειγμα ο Κοσμάς ο Αιτωλός αντιδρά στην ονοματοδοσία ελληνικών ονομάτων για τα νεογέννητα, αντιτίθεται στη χρήση του όρου «Έλληνες» και εκφράζει οπισθοδρομικές θέσεις για την παιδεία των νέων της εποχής. Οι πνευματικοί απόγονοί του σήμερα μας κουνούν το δάχτυλο, κάνουν λόγο για ανθελληνισμό αναφορικά με τις θέσεις του ΚΕΠΕΚ και διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κήρυξη της Επανάστασης του ’21. Παράνοια…
Ποιοι ήταν όμως οι φορείς του Ελληνικού Διαφωτισμού, απέναντι στους οποίους αντέδρασαν οι «κολυβάδες», το πατριαρχείο και ο Αθανάσιος Πάριος; Αυτοί ήσαν που έφεραν τη φλόγα της λευτεριάς και είχαν να αντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες από το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Στέφανος Δούγκας, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Χριστόδουλος Παμπλέκης εξ Ακαρνανίας, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ιώσηπος Μοισίδακας, ο Βικέντιος Δαμοδός, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ένα σωρό άλλοι. Όλοι αυτοί ήρθαν με νέες ιδέες από τη Δύση. Μίλησαν για ζητήματα όπως η ελευθερία και η αυτοδιάθεση των λαών, η ελεύθερη φιλοσοφία, ο ηλιοκεντρισμός, το νέο ημερολόγιο, ο περιορισμός της εξουσίας της Εκκλησίας κ.λπ.
Τα διατάγματα της Εκκλησίας για τον περιορισμό των ιδεών υπάρχουν και είναι γνωστά. Οι αφορισμοί ανθρώπων του πνεύματος το ίδιο. Τα βιβλία όπως του Ανθρακίτη (βιβλία μαθηματικών) που κάηκαν από την Εκκλησία είναι καταγεγραμμένα. Οι διώξεις κατά του Παμπλέκη και του Βενιαμίν επίσης γνωστές. Δεν κομίζουμε γλαύκα στην Αθήνα θυμίζοντας στους συμπατριώτες μας το σκοτεινό και συντηρητικό παρελθόν της Εκκλησίας. Άλλωστε η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, με αφορισμούς και αναθέματα κατά ανθρώπων του πνεύματος (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ανδρέας Λασκαράτος, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Καλογερόπουλος και παρολίγον ο Νίκος Καζαντζάκης), αναθέματα απέναντι σε πολιτικούς όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
«Επίσης αναφερθήκαμε και στον κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο της Εκκλησίας στον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση του γένους μας, ώστε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε πάλι».
Εδώ έχει ενδιαφέρον να μας πει η Εκκλησία τι σχέση είχε με τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων Ρωμιών. Ήταν η Εκκλησία αυτή που είχε συγκεκριμένες εθνικές προτιμήσεις στο ποίμνιο και τους υπόλοιπους χριστιανούς τους αγνοούσε; Από πότε απέκτησε η Εκκλησία εθνικό status και ποιον ακριβώς εθνισμό εκπροσωπούσε; Τον εθνισμό ποιου έθνους; Πώς ενώ βρισκόταν μέσα στη διοικητική δομή της Πύλης, απολαμβάνοντας τεράστια εξουσία, χρήματα, και δύναμη, θα δεχόταν απόσχιση ενός τμήματος του ποιμνίου από αυτή την εξουσία που λιβάνιζε καθημερινά; Σε ποια εδάφια των Γραφών αναφέρεται κάτι που να δικαιολογεί μια τέτοια σχέση ειδικά με επαναστάτες κατά του «αυτοκράτορα» (έτσι αποκαλούσε τον σουλτάνο), «τον οποίον έβαλε ο θεός για να προσέχει τους Ρωμιούς», όπως γραφόταν συχνά σε πατριαρχικές εγκυκλίους;
Το γεγονός ότι κάποιοι ιερείς συμμετείχαν στον αγώνα, ακολουθώντας το ποίμνιό τους, αντιπροσωπεύει όλη την Εκκλησία;
Γνωρίζει ο σύγχρονος Έλληνας πόσοι ιερείς ή καλόγεροι πρόδωσαν κλέφτες και αρματολούς ή Έλληνες επαναστάτες στους Τούρκους; Ποιοι πρόδωσαν τον Κατσαντώνη (ο καλόγερος Καρδερίνης) και τον διαφωτιστή Ρήγα Φεραίο (ο Δημήτριος Οικονόμου πράκτορας του Πατριαρχείου); Ποιο μοναστήρι πρόδωσε του Κολοκοτρωναίους (Αιμυαλών), ποιες μονές του Αγίου Όρους τον Εμμανουήλ Παπά; Τι πρέσβευε ο προδότης ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος, κτήτορας της Μονής Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στην Καλαμάτα για την Επανάσταση; Αντιπροσωπεύει ο Παπαφλέσσας ολόκληρη την Εκκλησία;
Αυτό λοιπόν που έχει σημασία δεν είναι οι μεμονωμένες περιπτώσεις κάποιων επαναστατών ιερέων, αλλά η ίδια η ιδεολογία και οι πράξεις της ανώτατης ιεραρχίας της Εκκλησίας που πρέσβευε τη συντήρηση και τασσόταν ξεκάθαρα κατά της Επανάστασης.
«Ενδεικτικά μνημονεύουμε τα λόγια του αρχιστράτηγου της Πελοποννήσου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος ξεκαθάρισε πως “η δική μας επανάσταση δε μοιάζει με καμιά άλλη, η οποία έγινε για την πίστη και την πατρίδα”».
Φυσικά και επαναστάτησαν για την πίστη και την πατρίδα οι χριστιανοί επαναστάτες. Τι άλλο υπήρχε για να τους ξεχωρίζει από τους Τούρκους; Το πρόβλημα δεν είναι η πίστη, αυτή ούτως ή άλλως ήταν δεδομένη από τα χρόνια του Βυζαντίου και μάλιστα ήταν αναγκαστική για τους πολίτες της αυτοκρατορίας βάσει των Κωδίκων του Ιουστινιανού και του Θεοδόσιου, τιμωρώντας κάθε “αιρετική” κοσμοθέαση. Οι συντάκτες της επιστολής προσπαθούν εδώ να κάνουν επίκληση στην πίστη των σημερινών χριστιανών συμπολιτών μας, με σκοπό να απεμπλακεί ο ρόλος της ηγεσίας της Εκκλησίας κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. Άλλο η όποια πίστη του λαού, άλλο ο λόγος και οι πράξεις του πατριαρχείου.
«Εάν ο παρά πάνω ισχυρισμός είναι αληθής και η Εκκλησία πράγματι “στάθηκε πάντοτε στο πλευρό της εκάστοτε εξουσίας”, τότε πως εξηγείται το γεγονός ότι μια πλειάδα των κληρικών, όλων των βαθμίδων,βρήκαν τραγικό θάνατο στα χρόνια της δουλείας από τον τούρκο κατακτητή; Για ποιο λόγο οι Οθωμανοί κατακτητές να οδηγήσουν στο θάνατο 11 Πατριάρχες, 100 επισκόπους και χιλιάδες κληρικούς και μοναχούς, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνος, μερικοί εκ των οποίων, όπως ο Παπαφλέσσας, έπεσαν ηρωϊκώς μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πέραν αυτών έχει ποτέ διερωτηθεί, ποια μπορεί να ήταν η σημασία των “προνομίων” που έλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τον Σουλτάνο για την εθνική μας επιβίωση; Γνωρίζει μήπως, ότι αν δεν υπήρχαν τα “προνόμια”, η διάσωση του Γένους, η επιβίωση της εθνικής ιδέας και η έκβαση του απελευθερωτικού αγώνος θα ήταν αβέβαιη; Λησμονούν οι αγαπητοί, ότι στα τέσσερα 100χρονα της δουλείας όποιος εξισλαμίζετο, άμα εκτουρκίζετο και γινόταν άρχοντας. Έπαυε να καταβάλλει κεφαλικό φόρο και δεν εφοβείτο το παιδομάζωμα. Ποιος λοιπόν συγκράτησε τον σκλαβωμένο λαό μας; Ποιος ενέπνευσε τους χιλιάδες νεομάρτυρες; Ποιος ενέπνευσε τα πάμπολλα επαναστατικά κινήματα σ’ όλη τη δουλεία; Ποιος διέσωσε τη γλώσσα»;
Το ότι η Εκκλησία στάθηκε στο πλευρό της κάθε εξουσίας φάνηκε τόσο στην επταετή χούντα, στην δράση των μονών του Αγίου Όρους στην Κατοχή, αλλά και στο ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αλήθεια γιατί οι Οθωμανοί Τούρκοι έδωσαν τα προνόμια στην Εκκλησία; Τη θεώρησαν καλύτερη από το δικό τους βιλαέτι; Όχι φυσικά. Τα προνόμια τα πήρε η Εκκλησία διότι εντάχθηκε στον μηχανισμό εξουσίας της Πύλης. Γιατί όφειλε να κρατάει το ποίμνιο μακριά από τις δυτικές επιδράσεις και να μην επαναστατεί.
Για το θέμα της γλώσσας, μπορεί η θρησκευτική παράδοση να βοήθησε στο να διατηρηθεί τουλάχιστον καλύτερα, δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός της Εκκλησίας, αλλά παρεπόμενο του έργου της να ελέγχει το ποίμνιο.
Θα πρέπει, παρόλα αυτά, να σταματήσει κάποια στιγμή το παραμύθι της δήθεν διατήρησης του γένους και της γλώσσας κατά την Τουρκοκρατία με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας. Υπήρχαν και άλλες περιοχές που δεν γνώρισαν Τούρκους αλλά άλλους κατακτητές, υπήρχε και η Κρήτη που τέθηκε για 400 χρόνια κάτω από την κυριαρχία των Βενετών και αργότερα των Τούρκων. Τίποτε το διαφορετικό δεν συνέβη στους προηγούμενους σε σχέση με τους «τυχερούς» που ποίμαιναν τα προνόμια της Πύλης μέσω του πατριαρχείου και της Εκκλησίας. Τόσο οι Επτανήσιοι και οι Κυκλαδίτες όσο και οι Κρητικοί κράτησαν την πίστη και τη γλώσσα που είχαν ανέπαφη.
Είναι προφανές ότι η επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση είναι μια καλή ευκαιρία για να συζητηθεί η αλήθεια για τον ρόλο της Εκκλησίας εκείνη την περίοδο. Ποια άλλη δηλαδή θα ήταν η καταλληλότερη χρονική στιγμή για να επανεξετάσουμε τους εθνικούς μας μύθους χωρίς παρωπίδες;
«Δεν γνωρίζει άραγε ότι η Διοικούσα Εκκλησία έλαβε τα εύσημα από την Πολιτεία για την “υπεύθυνη στάση της”, απέναντι στην επιδημία και για την πλήρη συνταύτισή της με το επιστημονικό επιτελείο και τα υγειονομικά μέτρα της Πολιτείας»;
Αναφέρθηκε πριν η σχέση Εκκλησίας και Επιστήμης και η μόνιμη αντίδραση της πρώτης σε νέες ανακαλύψεις που πλήττουν την αξιοπιστία των Γραφών και το δόγμα. Έτσι ερχόμαστε στο θέμα της πανδημίας. Η Εκκλησία επισήμως μεν αποπειράθηκε με δυσκολία να συμπλεύσει με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης. Η τελευταία δεν τόλμησε να υιοθετήσει ξεκάθαρα τις απόψεις των σοβαρών επιστημόνων για τη θεία κοινωνία και τους κινδύνους που προκύπτουν σε περίοδο πανδηνμίας. Παρόλα αυτά πολλοί εκκλησιαστικοί ταγοί έδειξαν τι ακριβώς πρεσβεύει η Εκκλησία, απαγορεύοντας ακόμη και τις μάσκες στους ναούς ή κάνοντας σχετικά συνωμοσιολογικά κηρύγματα. Μέχρι και αφορισμό του πρωθυπουργού και μελών της κυβέρνησης από πρώην μητροπολίτη είδαμε… Τα εύσημα που μας παρουσιάζετε λοιπόν είναι τελικά άχρηστα.
Η δε Ιερά Σύνοδος έθεσε κόκκινη γραμμή στο θέμα της μετάληψης, δηλαδή τη μεταφορά ενός κουταλιού από στόμα σε στόμα. Σύμφωνα με την Ιερά Σύνοδο, αν αυτό το κουταλάκι βαπτιστεί σε κρασί και ψωμί και ειπωθούν τα κατάλληλα «ιερά» λόγια από τον ιερέα, τότε ο ιός καταστρέφεται. Αν αυτό δεν είναι μαγγανεία, τότε πρέπει να αλλάξουμε τους σχετικούς όρους στα λεξικά.
«Κλείνοντας, θα θέλαμε να εκφράσουμε για πολλοστή φορά τη λύπη μας και την απογοήτευσή μας, βλέποντας Έλληνες και μάλιστα προερχόμενους από το χώρο της διανόησης, να διακατέχονται από τέτοιου είδους ιδεολογήματα, από τέτοιου μεγέθους αντιεκκλησιαστική και αντικληρική μανία. Έρχονται να φέρουν στην επιφάνεια ισχυρισμούς, που δεν αντέχουν στην αντικειμενική ιστορική έρευνα και δεν κατόρθωσαν ποτέ, εδώ και δύο αιώνες, να πείσουν για την ορθότητά τους.
Και όλα αυτά σε μια κρίσιμη ιστορική συγκυρία, όπου η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται από τεράστια εσωτερικά και οικονομικά προβλήματα, ενώ η εθνική μας ακεραιότητα απειλείται εξ Ανατολών και επομένως η ανάγκη για εθνική ενότητα και ομοψυχία είναι απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Έρχονται σε μια σημαντική ιστορική στιγμή, όπου το Έθνος μας θα εορτάσει τα 200 χρόνια της Εθνικής μας παλιγγενεσίας, με σκοπό να αμαυρώσουν πρόσωπα, θεσμούς και γεγονότα, προς χαρά και τέρψη των εχθρών της πατρίδος μας! Παρ’ όλα αυτά δεν ανησυχούμε ιδιαίτερα,διότι τα φαινόμενα εφιαλτών υπήρχαν πάντα στην εθνική μας ιστορία και δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν σε αδιέξοδα την πορεία του Γένους μας»!
Η Εκκλησία ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση (εδώ καθαίρεσε μέχρι και υπουργό Παιδείας της προηγούμενης κυβέρνησης), έχοντας παράλληλα τεράστια εξουσία και χρήμα, έχει πείσει πολύ κόσμο για τους μύθους της. Τα στοιχεία όμως όσο και να μην είναι γνωστά στον πολύ κόσμο, σίγουρα όμως αδιαπραγμάτευτα για την επιστημονική κοινότητα, είναι ατράνταχτα. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο είναι που αποφασίσαμε να αναβιώσουμε τον ανολοκλήρωτο διαγωνισμό του περιοδικού «Μέλισσα» από το 1821 που μαρτυρά πολύ περισσότερα από όσα νομίζει όποιος διαβάσει τη διατύπωσή της. Είναι ένα τεκμήριο που μας φέρνει απευθείας σε επαφή με τις συνθήκες που επικρατούσαν το ’21 στους πνευματικούς κύκλους των Ελλήνων της διασποράς αναφορικά με τη στάση των αρχιερέων απέναντι στην Επανάσταση.
Ας έρθουμε τώρα στο τι είναι ιδεολόγημα.
Είναι ιδεολόγημα η ιστορική αλήθεια;
Είναι ιδεολόγημα οι απανωτοί αφορισμοί των επαναστατών και μελών του Ελληνικού Διαφωτισμού;
Είναι ιδεολόγημα το κυνήγι των ιδεών που έρχονταν από την Δύση;
Είναι ιδεολογήματα συγκεκριμένες επίσημες πράξεις της Εκκλησίας που ονομάζονται αφορισμοί και αναθέματα κατά ανθρώπων του πνεύματος και της πολιτικής;
Ιδεολόγημα είναι το «κρυφό σχολειό» που αναφέρθηκε νωρίτερα, γιατί δεν υπάρχει πουθενά μέχρι το 1821;
Ιδεολόγημα είναι η «εθνική δράση» της Εκκλησίας, τη στιγμή που η Εκκλησία έχει διεθνιστική ιδεολογία και πεδίο δράσης την καλούμενη και «οικουμενική».
Αν λοιπόν υπάρχουν εφιάλτες δεν είναι αυτοί που σκαλίζουν και επαναφέρουν την ξεχασμένη ιστορία για μελέτη στο ευρύ κοινό, αλλά αυτοί που θάβουν τη φιλότουρκη και ανθελληνική τους δράση ελπίζοντας ότι θα ξεχαστεί τη στιγμή που από αυτή απορρέουν οφέλη και εξουσίες που αρνούνται να χάσουν. Αυτοί που προβάλλουν πρώτα την πίστη και μετά την πατρίδα και αυτή την πατρίδα με καθαρά εθνικιστικά λαϊκιστικά πρότυπα με τα οποία χαϊδεύουν τα αυτιά του λαού, όπως έκαναν και στο Βυζάντιο, παραδίδοντάς τη τελικά στον Μωάμεθ Β΄.