Το μείζον πολιτικό ζήτημα και ο Μητσοτάκης

Το μείζον πολιτικό ζήτημα και ο Μητσοτάκης

Θυμάμαι τους Χατζηνικολάου-Αλαφούζο να ξεκατινιάζονται στο Twitter, ο ένας να λέει ότι ο άλλος πήρε χοντρή διαφήμιση από τη Novartis κι ο άλλος να αφήνει υπονοούμενα ότι ο πρώτος εκβίαζε τραπεζίτες, ζητιάνευε επιχειρηματίες κι έγλειφε κυβερνήσεις.

Κι έρχονται αυτοί κι άλλοι στα κανάλια και τις εφημερίδες τους να μας πουν ότι κάνει κακό στην πολιτική σκηνή της χώρας και της δημοκρατίας να αφήνονται υπονοούμενα κατά του Μητσοτάκη για την υπόθεση παιδεραστίας του Λιγνάδη.

Συσκοτίζουν έτσι το μείζον πολιτικό ζήτημα που δεν είναι αν ο Μητσοτάκης γνώριζε τη δράση του Λιγνάδη (αυτό είναι ζήτημα της δικαιοσύνης να το διερευνήσει ποιος γνώριζε τι), αλλά:

1) γιατί η κυβέρνηση επιχείρησε να σβήσει το σκάνδαλο Λιγνάδη εν τη γενέσει του,

2) τι είδους σύστημα εξουσίας είναι αυτό που συγκροτείται γύρω από τον Μητσοτάκη, όταν σ’ αυτό έχουν καταφέρει σε ανύποπτο χρόνο να ενσωματωθούν δύο παιδεραστές, καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις ευθύνης (γραμματέας πολιτικού σχεδιασμού της ΝΔ το 2016 ο ένας, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου το 2019 ο άλλος), με επαρκείς ενδείξεις ότι και στις δύο περιπτώσεις επιχειρήθηκε συγκάλυψη τουλάχιστον των πολιτικών ευθυνών.

Κι αυτά μάς οδηγούν σε περαιτέρω σκέψεις. Με ποιες διαδικασίες καταφέρνουν εγκληματίες και διαφθορείς να ανεβαίνουν τόσο ψηλά σε θέσεις ευθύνης και δίκτυα προσβάσεων στο πολιτικό σύστημα της χώρας; Ποια κουλτούρα και ιδεολογία επιτρέπει σε κάποιον φορέα εξουσίας να διαχειρίζεται υπέρ του την ισχύ της θέσης του για ιδιοτελείς σκοπούς ή/και ενάντια στο δημόσιο συμφέρον; Πόσο ικανός είναι ένας πολιτικός να ασκήσει τα καθήκοντά του, όταν συνεργάτες του σε επιμέρους τομείς της δικής του ευθύνης έχουν διπλή ζωή; Ποιος διασφαλίζει ότι τέτοιες σχέσεις και δομές εξουσίας δεν λειτουργούν εκβιαστικά για έναν πολιτικό στα υψηλά κλιμάκια;

Τέτοια είναι εκτιμώ τα πολιτικά ερωτήματα που θα ‘πρεπε να πλαισιώνουν το ζητούμενο της πολιτικής ευθύνης στο σκάνδαλο Λιγνάδη — τα οποία, βεβαίως, σε δεύτερο χρόνο αφορούν στο σύνολό του το πολιτικό κατεστημένο. Γιατί, αν παιδεραστές, εκβιαστές, κατάσκοποι, νονοί, καταχραστές κ.ο.κ έχουν καταφέρει να εμφιλοχωρήσουν σε απόσταση αναπνοής από την κορυφή της εξουσίας, ακόμα και να συμπαράγουν πολιτικά τετελεσμένα, τη στιγμή που για την κοινωνική πλειοψηφία η μοναδική επαφή με την εξουσία είναι η αστυνομία, η εφορία και οι τράπεζες, τότε αυτή η δημοκρατία ψυχοραγεί και πνέει τα λοίσθια.

Επ’ αυτού του πτώματος πατούν δε όσοι ξεκατινιάζονται δημόσια, στήνουν σενάρια, μηχανεύονται κλειδαρότρυπες, τσουβαλιάζουν υπολήψεις, συμψηφίζουν καταστάσεις και σπεύδουν πάντα να μετατρέψουν την πολιτική ευθύνη σε παραπολιτική συναλλαγή στο όνομα τάχα της αντικειμενικότητας και της όποιας ιδέας έχουν για το λειτούργημά τους.

Τα δικαστήρια και η δικαστική διερεύνηση είναι για την απόδειξη της ενοχής, τη δικαίωση των θυμάτων και την προσμέτρηση της ποινής. Η Βουλή και ο πολιτικός διάλογος είναι για το ερώτημα ποιοι εξουσιάζουν μαζί μ’ αυτούς που κυβερνούν, πώς ελέγχονται και πώς λογοδοτούν.

Ψηφίζεις Μητσοτάκη, παίρνεις Λιγνάδη. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του Μητσοτάκη. Αλλά, είναι πρόβλημα του Μητσοτάκη το να θεωρεί εαυτόν ανεύθυνο άρχοντα, του οποίου οι κακές επιλογές βαραίνουν πάντα τους άλλους. Και είναι υπαρξιακό πρόβλημα μιας κοινωνίας να οργανώνει την πολιτική της υπόσταση αναζητώντας διαρκώς ανεύθυνους άρχοντες, για να ικανοποιήσει με την προβολή της πάνω τους το συλλογικό φαντασιακό της, αντλώντας δύναμη από την προστασία μιας υπέρτατης δύναμης.

Σε μια τέτοια κοινωνία, δεν μπορούν να ακουστούν οι φωνές των πραγματικών εδώ και τώρα θυμάτων, γιατί όλα σκεπάζονται απ’ τον θόρυβο που κάνουν τα υπονοούμενα των θυτών. Και ποτέ δεν θα πάψει αυτός ο θόρυβος, αν δεν πάψει η εξουσία να ‘ναι εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Το κείμενο του Αδάμ Γιαννίκου είναι αναδημοσίευση ανάρτησής του στο facebook

Documento Newsletter