Το Μακελειό της Βάλτας

Κασσάνδρα, Φλεβάρης 1944

Στις 23 Φλεβάρη 1944 έγινε το μεγάλο φονικό της Βάλτας (Κασσάνδρεια). Δύο νέοι άνδρες απαγχονίστηκαν στο κέντρο του χωριού και εικοσιοκτώ τουφεκίστηκαν σε τοποθεσία έξω απ’ το χωριό από γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα συνεπικουρούμενο από ντόπιους συνεργάτες των Γερμανών. Στις 3 Μάρτη απαγχονίστηκε και τρίτος. Το φονικό ήταν δολοφονία σχεδιασμένη από τους ντόπιους ταγματασφαλίτες, οι οποίοι έκαναν τις συλλήψεις ή τις υπέδειξαν και εγγράφως, σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία της εποχής, ζήτησαν από τους Γερμανούς την εκτέλεση των συλληφθέντων με πρόσχημα τα γεγονότα της 30ης Ιανουαρίου, όταν σκοτώθηκαν τέσσερις δικοί τους από Ελασίτες σε συμπλοκή που προκάλεσαν οι ίδιοι (προβοκάτσια;) χτυπώντας ειρηνική συγκέντρωση στο κέντρο του χωριού οργανωμένη από το ΕΑΜ. Το ότι ήταν πρόσχημα καταδεικνύεται από πηγές που αναφέρουν ότι από το καλοκαίρι του 1943 σχεδιάζονταν συλλήψεις.

Τη μαζική εκτέλεση της 23ης του Φλεβάρη ακολούθησε πογκρόμ διώξεων με άλλους εννέα νεκρούς και δεκάδες συλληφθέντες που στάλθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, όπου πέντε τουφεκίστηκαν και οι υπόλοιποι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Οι ταγματασφαλίτες εγγράφως ζήτησαν και έλαβαν από τους Γερμανούς επιπλέον ενισχύσεις και οπλισμό. Για την Κασσάνδρα ξεκίνησε περίοδος φρικτής τρομοκρατίας με πλιάτσικο, εκβιασμούς και δολοφονίες που ανέβασαν δραματικά τον αριθμό των νεκρών μέχρι την απελευθέρωση.

Η απελευθέρωση δυστυχώς δεν έφερε τη δικαίωση των θυμάτων. Οι δολοφόνοι ταγματασφαλίτες αντί να λογοδοτήσουν για την συμπόρευσή τους με τον κατακτητή και τις δολοφονίες, σύντομα ανακηρύχθηκαν “εθνικόφρονες” και το κράτος τους χρησιμοποίησε ως στυλοβάτες του! Έτσι οι συγγενείς των θυμάτων συνέχισαν να ζουν μέσα στο φόβο και τη σιωπή που αυτός επιτάσσει. Έμαθαν να σφίγγουν τα δόντια υπομένοντας το μαρτύριο να βλέπουν τους δολοφόνους των παιδιών τους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, ατιμώρητοι και αλαζονικοί κουμανταδόροι.

Τον Νοέμβριο του 1944, όταν με την απελευθέρωση υπήρχε η ελπίδα απόδοσης δικαιοσύνης, κατατέθηκαν μηνύσεις από γονείς και συγγενείς των θυμάτων. Η δίκη ξεκίνησε το 1945. Το 1947, μέσα στον εμφύλιο δηλ, με την 636 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης οι εικοσιτέσσερις από τους εικοσιπέντε κατηγορουμένους για τα φονικά απαλλάχθηκαν με την αιτιολογία ότι οι εναντίον τους καταθέσεις ήταν προϊόν “εμπάθειας λόγω των διαφορετικών φρονημάτων και κατά συνέπεια υφίσταντο σπέρματα αναξιοπιστίας”! Έτσι για όλο αυτό το μακέλεμα φτάνει σε δίκη μόνο ο Αστέριος Μιχαλάκης, που καταδικάστηκε το 1948 σε ισόβια. Δύο χρόνια μετά ο βασιλιάς Παύλος μετρίασε την ποινή σε φυλάκιση πέντε ετών! Τόσο κοστολογήθηκε τελικά από το ελληνικό κράτος η δολοφονία τόσων νέων ανθρώπων! Πέντε χρόνια από τη ζωή ενός μόνο αποβράσματος! Οι Βαλτιώτες αργότερα έλεγαν πως ο συγκεκριμένος δεν ήταν ντόπιος και πως δεν είχε σχέση με τους συνεπώνυμούς του στην περιοχή. Αυτό δείχνει την ντροπή που άφησαν παρακαταθήκη οι δωσίλογοι ταγματασφαλίτες στους απογόνους τους. Ντροπή που την κουβαλά συνολικά η τοπική κοινωνία με τη σιωπή της, την ανοχή και την προσπάθεια ξεπλύματος ακόμα και σήμερα. “Ναι, ήταν ο τάδε ταγματασφαλίτης. Ναι, οδήγησε τον θείο σου στην κρεμάλα. Αλλά ξέρεις ότι έσωσε τον δείνα που οι άλλοι ταγματασφαλίτες ήθελαν να σκοτώσουν;”, μου είπε πρόσφατα ένας ερευνητής των γεγονότων.“Και;”, αναρωτιέμαι. Τάχα αυτό τον απαλλάσσει από την δολοφονική προδοσία; Όχι, τον προδότη δεν τον ξεπλένει κανείς, ούτε καν ο θάνατος. Και η ντροπή αυτή θα βαραίνει ες αεί όχι μόνο τη δική του μνήμη, μα και κείνους που θέλουν τη λήθη.

Μια κοινωνία θα μπορέσει να πάει παρακάτω μόνο όταν αντιμετωπίσει τις ιστορικές της ασχήμιες με θάρρος και γενναιότητα. Δυστυχώς αποδείχθηκε πως η Βάλτα δεν μπόρεσε να το κάνει μέχρι τώρα και αμήχανη μεταφέρει το έργο της κάθαρσης στις επόμενες γενιές. Αυτό δηλώνει η παρουσία ελάχιστων κατοίκων στο ετήσιο μνημόσυνο, η σχεδόν μόνιμη επωδός “ας μην ξύνουμε πληγές”, μα και η επίσημη παρουσία φασιστών στο μνημόσυνο λίγα χρόνια πριν, με πρόσκληση της δημοτικής αρχής, σε μια προσπάθεια διαστρέβλωσης των γεγονότων και παραχάραξης της ιστορίας!

Χρειάστηκαν τέσσερις δεκαετίες για να γίνει μνημείο στον χώρο που τουφεκίστηκαν οι νέοι και το πρώτο μνημόσυνο για όλους τους δολοφονημένους! Μέχρι τότε κανείς δεν είχε δικαίωμα φανερά να μιλήσει, ένα κερί στους νεκρούς ν’ ανάψει, ένα λουλούδι στη μνήμη τους ν’ αφήσει. Στον δε χώρο των απαγχονισμών ακόμα και σήμερα ούτε μια μικρή πινακίδα στη μνήμη του μαρτυρίου των απαγχονισμένων!

Αλεξάνδρα Πέγιου και Κλεάνθης Πέγιος,
ανίψια του απαγχονισμένου Κλεάνθη Πέγιου

Ετικέτες