Το μαγικό σύμπαν των καλόβολων ξωτικών

Το μαγικό σύμπαν των καλόβολων ξωτικών

Η ομάδα Loxodox ανεβάζει με φρέσκια ματιά και νεανική ορμή την αρτιότερη κωμωδία του Σαίξπηρ «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή

Οκόσμος του Σαίξπηρ είναι ενιαίος γιατί ο καθρέφτης που κρατά ο δημιουργός κινείται και διαγράφει έναν πλήρη κύκλο γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη. Στρέφεται απροκατάληπτα σε κάθε πλευρά της ζωής και οι κωμικές της όψεις προβάλλονται ως αντιστροφή των τραγικών. Πράγμα που δεν γίνεται πουθενά πιο ξεκάθαρο απ’ ό,τι στο «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», όπου αφθονούν οι παραλληλισμοί των φαρσικών με τα δραματικά στοιχεία άλλων έργων του Σαίξπηρ. Ετσι, η παράσταση των πλανόδιων θεατρίνων που στήνει ο Αμλετ για να παγιδέψει τη συνείδηση του δολοφόνου-βασιλιά ξαναστήνεται εδώ ως εορταστικό επιδόρπιο των γάμων του βασιλιά Θησέα με την Ιππολύτη.

Ο Αριελ, το ευέλικτο και εφευρετικό δαιμόνιο που υπηρετεί τα σοβαρά σχέδια του Πρόσπερου στην «Τρικυμία», παίρνει στο «Ονειρο» την όψη του γκαφαδόρου Πουκ που υπηρετεί τον άρχοντα του μαγεμένου δάσους, Ομπερον. Το υπνωτικό φίλτρο που οδηγεί τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα σε θανάσιμη παρεξήγηση μετασκευάζεται σε φίλτρο ερωτικό που καλλιεργεί τα ζιζάνια φαιδρών παρεξηγήσεων. Οι αιματηρές ραδιουργίες της εξουσιομανούς λαίδης Μάκβεθ ανασυντάσσονται εδώ στην παιγνιώδη πλεκτάνη που εξυφαίνει ο Ομπερον στην καρδιά του δάσους για να κάνει την Τιτάνια να ερωτευτεί μια γαϊδουροκεφαλή! Και το ίδιο το δάσος που τα κλαδιά του σκεπάζουν τον στρατό που κινείται εναντίον του Μάκβεθ ντύνει στο «Ονειρο» με τα ειρηνικά του φυλλώματα την παρέα των καλόβολων ξωτικών. Το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» ανήκει στην ώριμη σαιξπηρική περίοδο και είναι αρχιτεκτονικά η αρτιότερη και αισθητικά η απολαυστικότερη κωμωδία του.

Η σοφή αταξία του δάσους

Η δράση της εκτυλίσσεται τις παραμονές των βασιλικών γάμων με αμυδρό φόντο μια ανιστορική Αθήνα την οποία επισκιάζει δραματουργικά το παρακείμενο ανώνυμο δάσος. Εδώ τα λάθος μονοπάτια είναι περισσότερα απ’ τα σωστά, τα ξέφωτα παραπλανούν και τα ρυάκια κελαρύζουν αλλόκοτους σκοπούς. Μα ενώ το σφάλμα στην πόλη είναι καταδικαστέο ως αμαρτία, στη φύση καθαγιάζεται. Το άστυ υπακούει σε ηθικούς κανόνες, η φύση δοξολογεί την ενστικτώδη απείθεια και το δάσος που αποτελεί την καρδιά της είναι βαθιά παραισθητικό. Ολοι επομένως οι ήρωες του έργου, εκτός από τον Θησέα και την Ιππολύτη που ως θεσμικά πρόσωπα παραμένουν αμετακίνητοι στα όρια της πόλης, γίνονται έρμαια μιας σκανδαλιστικής παραπραξίας. Αλλο επιχειρούν κι άλλο προκύπτει, άλλο επιθυμούν κι άλλο τους βγαίνει. Μόνο που ετούτη η αταξία είναι σοφή. Τα παραπατήματα απαρτίζουν ευδαιμονικό χορό, οι μεθυστικές παρεξηγήσεις ενορχηστρώνονται σε πολυφωνικό τραγούδι, αρχικά παράφωνο και εντέλει αρμονικό.

Παράσταση με θετικό αποτύπωμα

Σε μια νεανική ομάδα όπως οι Loxodox, που αποφασίζει να καταπιαστεί με το κλασικό ρεπερτόριο και παίρνει το ρίσκο ν’ ανεβάσει ένα πολυπρόσωπο και ιδιαίτερα απαιτητικό έργο, αξίζει καταρχάς ο έπαινος. Τα λάθη της παράστασης και οι παρανοήσεις, οι ασάφειες στη στόχευση και οι σημασιολογικές παρεξηγήσεις είναι αναπόφευκτες συνέπειες της απειρίας αλλά τελικά, όπως ακριβώς στο έργο του Σαίξπηρ αλλά όχι τόσο εμπρόθετα, αφήνουν στον θεατή θετικό αποτύπωμα. Ο σκηνοθέτης της ομάδας Αλκίνοος Δωρής έκανε εξαιρετική επιλογή όταν προέκρινε ως βάση της παράστασής του τη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, γιατί σε αντίθεση με άλλες πεζές αποδόσεις, εδώ το ποιητικό ύφος του Σαίξπηρ δικαιώνεται πλήρως. Η πλούσια ρίμα και οι ευφάνταστες παρηχήσεις ρέουν εντελώς φυσικά και μεταφέρουν ατόφιο το νόημα και τη μουσική αυτής της συναρπαστικής κωμωδίας. Επιπλέον ο Δωρής έλαβε όλη την αναγκαία μέριμνα ώστε ο σαιξπηρικός λόγος να ακούγεται ευκρινώς χωρίς να κατασκεπάζεται, όπως είναι δυστυχώς της μόδας, από τη μουσική σύνθεση ή να αποσπάται η προσοχή του θεατή σ’ ένα στρόβιλο κινησιολογικών υπερβολών και αχρείαστων φωτιστικών κατακλυσμών.

Η παράσταση των Loxodox ανεβαίνει σε κτίριο ενός παλιού βιομηχανικού συγκροτήματος που μετασκευάστηκε πρόχειρα σε θεατρική αίθουσα, μια συνθήκη περιοριστική που η σκηνογράφος Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου όφειλε να υπερβεί ώστε να αποδοθεί η ατμόσφαιρα του παραμυθένιου δάσους. Το σκηνικό της ωστόσο περιορίστηκε σ’ ένα μεγάλο ημιδιαφανές πέτασμα κατάλληλο για θέατρο σκιών και δύο καρέκλες. Και το μεν πέτασμα ήταν ευφυέστατη ιδέα, αφού πίσω του οι υπαινικτικές σκηνές του έργου μπορεί να αναπλαστούν ιδεωδώς, αλλά οι καρέκλες, συμβατές με τη δευτερεύουσα αστική παράμετρο του έργου, δεν είχαν καμία θέση στο ψευδαισθησιακό δάσος. Ο χώρος των ξωτικών και των δαιμονίων προϋποθέτει κρυψώνες για την εφόρμησή τους, λόχμες για τα τεχνάσματα και φυτικά αναχώματα για την παιγνιώδη τους δράση.

Δεν έχανε την ακολουθία της σκηνικής δράσης

Τα κοστούμια, που οφείλονται επίσης στη σκηνογράφο και την Ισμήνη Ασημάκη, μετέδιδαν επιτυχώς την αίσθηση μιας εκτός χρόνου αρχαϊκότητας και αποδείχθηκαν κατάλληλα για την κίνηση των ηθοποιών που επιμελήθηκε η Αγγελική Τσούπρα, με έμφαση στη μοντερνικότητα αλλά έλλειμμα στη μαγεία. Οι φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου και η ενδιαφέρουσα μουσική σύνθεση της Στέλλας Γαδέδη ακολούθησαν τη σκηνοθετική γραμμή του Δωρή που δεν έχασε ούτε στιγμή την ακολουθία της σκηνικής δράσης αλλά και δεν τόνισε επαρκώς την κυριαρχική παρουσία ορισμένων χαρακτήρων: του Ομπερον και της Τιτάνια, του Πουκ και του Πάτου. Σημειώνω εντούτοις πως οι ηθοποιοί που απαρτίζουν τους Loxodox διαθέτουν ομαδικότητα, ταλέντο και νεανική ορμή που μπορεί να τους ανεβάσει ψηλά.

Documento Newsletter