To λιντσικό σύμπαν που αγαπήσαμε

Δεν θυμάμαι πια για πόσο καιρό σκεφτόμουν το «Mulholland drive» όταν το είχα δει στο σινεμά. Ακόμη το σκέφτομαι, σε ανύποπτο χρόνο. Παρότι δεν το ξαναείδα από τότε, διότι δεν μπορούσα, με πονούσε και μόνο η σκέψη. Ο Ντέιβιντ Λιντς μάς είχε τραβήξει για μια ακόμη φορά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, όπως έκανε πάντα. Κινηματογραφικά δεν έπαιζε με βεβαιότητες. Καθόλου δεν επιθυμούσε να σε κάνει να νιώσεις άνετα, ότι μια χαρά τα έχεις καταφέρει μέχρι τώρα και ότι έχεις τη ζωή σου υπό έλεγχο. Κάθε πλάνο του λιντσικού σύμπαντος σου επιβεβαιώνει αυτό που φοβάσαι αλλά προσπαθείς να μη σκέφτεσαι. Οτι δεν έχεις κανένα έλεγχο.

Ποτέ δεν ξέρεις αν στην επόμενη σκηνή ο κόσμος θα έρθει τούμπα με ένα βλεφάρισμα. Και στη ζωή και στον κόσμο του Λιντς. Χωρίς να φωνάζει και χωρίς να χαρίζεται, πέτυχε το αντίθετο από αυτό που έχτιζε ο mainstream κινηματογράφος για δεκαετίες. Κατέρριψε όσα είχαμε πιστέψει για να παρηγορούμαστε για τη θνητότητά μας. Αγαπάμε τον Ντέιβιντ Λιντς γιατί μας αντιμετώπισε ως ενήλικους. Μέσα από μια ονειρικότητα που αργά ή γρήγορα γινόταν εφιάλτης μίλησε για όσα τολμούν να πουν οι μεγάλης κλάσης αφηγητές από όλο το φάσμα της τέχνης.

Την επομένη του θανάτου του έτρεξα νωρίς στο κέντρο της Αθήνας για να βρω τα δύο βιβλία του, το «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Γ.Κ. Πάντσιος) και τον «Χώρο ονείρων» (εκδ. Ροπή, μτφρ. Αφρ. Γεωργαλιού) που είχε συγγράψει με την Κριστίν ΜακΚένα. Πέρασα από μεγάλα και μικρά βιβλιοπωλεία. Είχαν εξαντληθεί το ίδιο πρωί, όπως με ενημέρωσαν οι πωλητές, περίμεναν νέα αντίτυπα. Και αυτή ήταν η πιο ωραία είδηση που άκουσα εκείνη τη μέρα.