Σάββα μου,
Είχα πάρει σβάρνα τα μαγαζιά για το δώρο των γενεθλίων σου, αλλά με πρόλαβαν τα δικά σου δώρα. Οι ερωτήσεις, οι απορίες και η όψιμη έγνοια σου για τα πολιτικά, το Αιγαίο, την Κύπρο και το προσφυγικό. Πέταξα στα ουράνια όταν μου είπες ότι άρχισες να διαβάζεις τα αδιάβαστα βιβλία που σου είχα χαρίσει μες στα χρόνια. Και, φυσικά, χάρηκα όταν με αποκάλεσες…yold!
Ξέρεις γιατί ενθουσιάστηκα και συγκινήθηκα από την εντυπωσιακή στροφή σου; Γιατί ποτέ δεν σε πίεσα –ούτε τον αδερφό σου– να διαβάσεις, να πολιτικοποιηθείς κ.λπ., ούτε ν’ ακολουθείς τους δρόμους τους δικούς μου στην πολιτική, τη μουσική, την μπάλα, τη λογοτεχνία και γενικώς. «Αρκεί το σιωπηλό παράδειγμα» έλεγα μέσα μου, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και την κατήχηση. Και να τοι τώρα οι καρποί.
Στο yold θέλω να μείνω. Κι αφήνω γι’ αργότερα τα πολιτικά και τα υπόλοιπα. Μονάχα κάτι για τα ελληνοτουρκικά και τις ΗΠΑ θα σου πω: Φοβού τους Αμερικανούς και δώρα φέροντες. Α, και κάτι για τον ΣΥΡΙΖΑ: Δεν τον έφερε ο «αριστερός ριζοσπαστισμός» στην εξουσία αλλά ο αντιμνημονιακός αγώνας και ο Τσίπρας.
Λοιπόν, γέλασα πολύ με το yold (από τo young και τo old – ηλικιωμένος και νέος μαζί). Ξεκαρδίστηκα. Και κολακεύτηκα, βέβαια. Δεν είναι λίγο να δίνω αυτή την εντύπωση. Εκτός κι αν θέλησες να με εμψυχώσεις έτσι που τρέχω στο κουλουάρ του χρόνου με το 60+ στην πλάτη. Τέλος πάντων, δυο λόγια θέλω να σου πω. Για το γήρας, τη νεότητα και για το τι καταλείπει ο χρόνος στη ζωή μας.
Οχι συμβουλές, Σάββα μου. Ούτε παροτρύνσεις και διδαχές. Πες το απόσταγμα εμπειρίας. Αλλά μην παίρνεις τοις μετρητοίς τίποτε από κανέναν. Ούτε από μένα. Να τους ακούς όλους προσεκτικά, να σκέφτεσαι αυτά που ακούς, να τα αμφισβητείς, να τα ξανακοιτάς και να καταλήγεις στα δικά σου συμπεράσματα. Σ’ αυτά που δημιουργούνται από το εσωτερικό σου εργαστήριο.
Οταν ακούς ύμνους για το παρελθόν με ταυτόχρονες κρημνιστικές αιχμές για το παρόν, τη νεολαία κ.λπ., κουμπώσου λίγο. Δεν νοσταλγούν απλώς όσοι μιλούν για τα κλέη τα δικά τους και της εποχής τους. Μυθολογούν το παρελθόν γιατί βρίσκονται ξεκρέμαστοι στο κενό της ηλικίας τους. Με τον γκρεμό του τέλους μπροστά τους.
Αλλά κι αυτή η καυχησιολογία θα ήταν ανώδυνη αν δεν συνοδευόταν από τον δυναστικό διδακτισμό του παντογνώστη. Δεν λάμπει η σοφία του έμπειρου και κατασταλαγμένου ανθρώπου, η σοφία που αφήνει πάντοτε ένα παράθυρο στην αμφιβολία, αλλά εκδηλώνεται η οίηση της συρρικνωμένης προσωπικότητας που έκανε τον κύκλο της και ψάχνει ακροατήριο.
Αντίθετα, δώσε προσοχή στα λόγια των χορτασμένων από χαρές και λύπες, από νικηφόρους αγώνες και οδυνηρές ήττες. Στην έξαρση των φανατικών που φανατικά και ανιδιοτελώς αναθεωρούν. Στην επιμονή των σεμνών να μη μιλούν για τα παράσημα της ζωής τους. Και στο ήρεμο βλέμμα εκείνων που λένε συχνά «άφες αυτοίς» κι αφήνουν εξόριστη την εκδίκηση στις ερημιές της.
Θα μπορούσα κι άλλα να σου πω, αλλά επιφυλάσσομαι. Απλώς θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάτι: νιώθω μπροστά μου λευκό το χειρόγραφο της (υπόλοιπης) ζωής μου. Ευελπιστώ να το γεμίσω, σε πείσμα εκείνου του μαύρου όγκου που σαλεύει στο βάθος και κινείται προς τα εδώ.
Χιλιόχρονος, Σάββα μου!