«Το κράτος κάτι δεν κάνει σωστά»

«Το κράτος κάτι δεν κάνει σωστά»

Χούλιγκαν κυκλοφορούν ανενόχλητοι με τσεκούρια σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης και κροτίδα τραυματίζει τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Χουάνκαρ στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Η κυβέρνηση απλώς παρακολουθεί τους οπαδούς να κάνουν ό,τι θέλουν και όποτε θέλουν, αφήνοντας πίσω τους… αίμα. Το Documento μίλησε για το φαινόμενο της οπαδικής βίας με δύο πανεπιστημιακούς καθηγητές: την καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου και τον καθηγητή στην Κοινωνιολογία των Τοπικών Κοινωνιών και του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Γιάννη Ζαϊμάκη.

«Μετά τη δολοφονία του Αλκη Καμπανού η κατάσταση είναι και πάλι εκτός ορίων. Το αίμα δεν τρομάζει τα παιδιά;» ήταν το ερώτημα που τέθηκε στην κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η οποία απάντησε: «Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι γιατί κάποια παιδιά δεν τα τρομάζει το αίμα. Η απάντηση συναρτάται με τις συνθήκες στις οποίες διαβιούν τα παιδιά αυτά. Μια έρευνα που έγινε τη δεκαετία του ’80 από τον καθηγητή Κουράκη έδειξε ότι οι νέοι που συμμετέχουν σε οπαδικές αλλά και ευρύτερα ομαδικές πράξεις βίας προέρχονται σε πολύ μεγάλα ποσοστά από οικογένειες που για διάφορους λόγους δεν ασχολούνται σοβαρά με την ηθική και πνευματική αγωγή των παιδιών τους. Οικογένειες μες στις οποίες οι ανήλικοι βιώνουν συχνά παραμέληση ή ακόμη και σωματική κακοποίηση. Τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί προς το καλύτερο στις μέρες μας. Το αντίθετο. Στα προβλήματα της οικογένειας προστέθηκε το ανέλεγκτο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ετσι το παιδί εξοικειώνεται από πολύ μικρή ηλικία με τη βία, ακόμη κι αν δεν τη ζει ήδη μες στο σπίτι του. Από την άλλη πλευρά, το κράτος είναι δυστυχώς απόν. Από μια έρευνα που δημοσίευσε ο Συνήγορος του Πολίτη τον Αύγουστο του 2020 προέκυψε αδυναμία των κοινωνικών υπηρεσιών να προσφέρουν την αναγκαία υποστήριξη των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Επιπλέον στα σχολεία δεν υπήρχαν, ή δεν υπήρχαν επαρκείς αριθμητικά, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί».

Στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η οπαδική βία η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου υποστηρίζει ότι «αν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, θα πρέπει να οργανώσουμε ένα μηχανισμό υποστήριξης των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο Συνήγορος του Πολίτη αλλά και η επιστημονική κοινότητα έχουν καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις για την αναβάθμιση και τον συντονισμό των μηχανισμών υποστήριξης των παιδιών. Αρκεί να αποφασίσει το κράτος ότι θα επενδύσει στην υλοποίησή τους».

Ως προς το γιατί η οπαδική βία είναι παρατεταμένη και σε κάποιες περιπτώσεις αγριότερη στη χώρα μας, η κ. καθηγήτρια εντοπίζει ευθύνες στην πολιτεία: «Οπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 2725/1999, ο οποίος ακόμη και σήμερα ρυθμίζει τον χώρο του αθλητισμού, “το φαινόμενο της βίας, που έχει εισβάλει στον αθλητισμό, εκπορεύεται κατά κύριο και πρωταρχικό λόγο από τα μέλη των υπαρχόντων συνδέσμων φιλάθλων αθλητικών σωματείων ή ανώνυμων αθλητικών εταιρειών”. Στον ίδιο νόμο ορίζονται αυστηρές προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας μέλους των συνδέσμων αυτών με σκοπό, όπως αναφέρεται: “τον αποκλεισμό ατόμων με προφανή αντικοινωνική συμπεριφορά και αφετέρου την πλήρη και συστηματική καταγραφή κάθε συνδέσμου και όλων των μελών αυτών με απώτερο στόχο την πρόληψη του φαινομένου της βίας”. Προφανώς, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, κάτι δεν γίνεται σωστά από την πλευρά του κράτους προκειμένου να εφαρμοστούν οι συγκεκριμένοι κανόνες. Δεν γνωρίζω καν τι κάνει η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας που έχει συσταθεί ήδη από το 1999 στη ΓΓΑ».

«Κανάλι διοχέτευσης της δυσαρέσκειας η εξέδρα»

Το ίδιο ερώτημα τέθηκε και στον Γ. Ζαϊμάκη, ο οποίος απάντησε: «Στη σύγχρονη Ελλάδα το φαινόμενο συνδέεται με βαθύτερα κοινωνικά ζητήματα αλλά και με παθολογίες των ποδοσφαιρικών βιόκοσμων. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των νέων από τις συνθήκες ζωής, τις ματαιωμένες προσδοκίες μιας γενιάς που γνώρισε την οικονομική κρίση, την πανδημία και την ενεργειακή κρίση και νιώθει αλλοτρίωση και αποξένωση δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι μια γενιά που έχει θυμό και ένταση, που πολλές φορές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να φουντώσουν σε ένα κοινωνικό πεδίο που χαρακτηρίζεται από αντιπαλότητα, σύγκρουση και ένταση. Ο κόσμος της κερκίδας αποτελεί κανάλι διοχέτευσης αυτής της δυσαρέσκειας, ενίοτε με δημιουργικό τρόπο (βλ. τα ενδιαφέροντα πανό που αναρτήθηκαν στον απόηχο της τραγωδίας των Τεμπών) και άλλοτε με την εμπλοκή των νέων σε άτυπες ομάδες οπαδών που απολαμβάνουν τη βία και επιδιώκουν να κυριαρχήσουν σε διομαδικές αντιπαραθέσεις υιοθετώντας πρακτικές συμβολικής ή και φυσικής βίας απέναντι σε έναν εχθρικό Αλλο. Πέρα από τα κοινωνικά αίτια, η κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο και η γενικευμένη αίσθηση ευνοιοκρατίας και ανυποληψίας και άνισων ανταγωνισμών ενισχύουν τη διαμόρφωση κλίματος έντασης. Τα παιχνίδια εξουσίας, οι αθέμιτες συναλλαγές, τα πελατειακά δίκτυα, οι επιθετικές οικονομικές επενδύσεις, η μετατροπή των σωματείων σε εταιρείες, η αυξημένη ένταση των συλλογικών ανταγωνισμών, οι εμπρηστικές δηλώσεις και αντιπαραθέσεις ισχυρών παραγόντων του επαγγελματικού ποδοσφαίρου διαμορφώνουν μια δυστοπική συνθήκη που ενισχύει τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, υποθάλποντας το φαινόμενο της βίας».

Στην επισήμανσή μας ότι η πολιτεία ανακοινώνει διαχρονικά μέτρα αλλά αυτά είναι αναποτελεσματικά η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου υπογραμμίζει ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά θεωρούν ότι αν ψηφιστεί ένας νόμος στη Βουλή, αν απειλούνται αυστηρές ποινικές κυρώσεις σ’ αυτόν –ιδίως μάλιστα καθείρξεις–, έχει κάνει τη δουλειά της. Δυστυχώς, όμως, οι νόμοι δεν αρκούν. Τα προβλεπόμενα μέτρα πρέπει και να εφαρμόζονται».

Ο κ. Ζαϊμάκης από την πλευρά του συμπληρώνει: «H πολιτεία αδυνατεί να διαμορφώσει ένα μακροπρόθεσμο κοινωνικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της βίας στους αθλητικούς χώρους. Επικεντρώνεται επιλεκτικά στη θέσπιση ολοένα και αυστηρότερων κατασταλτικών μέτρων που στην πράξη αδυνατεί να τα εφαρμόσει. Το ζήτημα της πρόληψης και των παρεμβατικών δράσεων στη βάση της κοινωνίας περνάει πάντα σε δεύτερη μοίρα».

Σε ό,τι αφορά τον ρόλο της ΕΛΑΣ στη μη αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού στη χώρα μας, η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου αναφέρεται στο θέμα της πρόληψης και της καταστολής: «Ο θεσμικός ρόλος της αστυνομίας είναι προληπτικός και κατασταλτικός. Σε ό,τι αφορά την πρόληψη πιθανών εγκλημάτων, τα τελευταία δραματικά επεισόδια με τους Κροάτες χούλιγκαν που διέσχισαν ανενόχλητοι όλη τη χώρα παρότι η αστυνομία είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως δημιουργούν εύλογη ανησυχία. Σε ό,τι αφορά την καταστολή –που είναι επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας και για την πρόληψη της εγκληματικότητας–, μπορούμε να δούμε στα στοιχεία που η ίδια η αστυνομία έχει αναρτήσει στη στατιστική της επετηρίδα για το 2022 ότι από τα 662 εγκλήματα του νόμου για τον αθλητισμό είχαν εξιχνιαστεί μέχρι το τέλος του έτους μόνο τα 455. Με άλλα λόγια, ποσοστό μεγαλύτερο του 32% μένει ανεξιχνίαστο».

Παιχνίδια εξουσίας στη Θεσσαλονίκη

Τέλος, για το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη τα σοβαρά οπαδικά επεισόδια τείνουν να γίνουν καθημερινό φαινόμενο, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κάνει λόγο για ιδιόμορφη βεντέτα και εδαφοκυριαρχία: «Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν μακροχρόνιες αντιπαλότητες τοπικών οπαδικών κοινοτήτων με επίδικο τη συμβολική κυριαρχία στην τοπική αθλητική κοινωνία και έχουν σημειωθεί πολλαπλά περιστατικά συγκρούσεων ανάμεσα σε μικρές ομάδες αντίπαλων οπαδών σε επίπεδο γειτονιάς. Η ένταση αυτών των περιστατικών έχει οδηγήσει στο φαινόμενο μιας ιδιόμορφης βεντέτας, όπου η εκδίκηση, η κυριαρχία με κάθε μέσο απέναντι στον μισητό Αλλο και η προβολή και διάδοση εικόνων στο διαδίκτυο που ενισχύουν το γόητρο και το κύρος της κοινότητας και υποβαθμίζουν τη φήμη και τη δύναμη των αντιπάλων ενισχύουν το μίσος και την ένταση. Η εδαφοκυριαρχία γίνεται παιχνίδι εξουσίας μέσα από το οποίο γκρουπ οπαδών κοινωνικοποιούνται σε έναν πολιτισμό βίας και επιβολής. Αυτές οι συγκρούσεις ευνοούνται και ενισχύονται από το ευρύτερο πλαίσιο των εντατικοποιημένων ανταγωνισμών των ισχυρών σωματείων της πόλης. Η έλευση ισχυρών οικονομικών παραγόντων που επιδιώκουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ηγεμονία στην τοπική ποδοσφαιρική κοινωνία και την κεφαλαιοποίηση της φήμης και του γοήτρου της ομάδας σε ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες των ομίλων τους έχει παίξει το δικό της ρόλο σε αυτή την ένταση των παθών».

Documento Newsletter