Στον ποιητή Διονύση Καψάλη απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2021 για τη συλλογή του «Σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Ο Διονύσης Καψάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στις ΗΠΑ (1970-1974) και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο (1981-1984), όπου επίσης δίδαξε για δύο χρόνια.
Από το 1978 έχει δημοσιεύσει εικοσιτρία ποιητικά βιβλία (όλα, εκτός του πρώτου, στις Εκδόσεις Άγρα), δέκα τόμους με δοκίμια, μια επιλογή από τα Σονέτα του Σαίξπηρ, ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και του Κόλεριτζ, χαϊκού του Ίσσα και του Μπασό, το Χειμωνιάτικο ταξίδι του Βίλχελμ Μύλλερ, τον Έρωτα του ποιητή του Χάινριχ Χάινε κ.α. Μετέφρασε για το θέατρο τα έργα του Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ο βασιλιάς Ληρ, Οθέλλος, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Περικλής, Άμλετ, Η κωμωδία των παρεξηγήσεων, καθώς και τις Ευτυχισμένες μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ.
Εργάζεται στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, όπου, από τον Νοέμβριο του 1999, κατέχει τη θέση του διευθυντή.
Είναι επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 2015 και έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το 2017.
Παραθέτουμε δύο ποιήματα της συλλογής:
ΘΑ ΥΠΑΓΩ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ
Brightness falls from the air.
THOMAS NASHE, ‛‛ In Time of Pestilence ’’
Καὶ βλέπεις τὶς μουριὲς νά ‘χουν φουντώσει,
νωρὶς ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωί,
σ’ ὅλο τὸ μῆκος τῆς Καλλιδρομίου,
καὶ τὶς πυκνές τους φυλλωσιὲς νὰ τρέμουν
φιλάρεσκες στὸ φῶς ποὺ τὶς δροσίζει,
σὰν εὔθυμες κυράδες πού ‘χουν βγεῖ
στὰ ψώνια τῆς ἡμέρας κι ἀνταλλάσσουν
εἰδήσεις γιὰ τὸ χρόνο ποὺ περνάει
καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ’ τὸν οὐρανό,
γίνεται σπίτι σου : τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις·
κι ὁ κῆπος ὁ ἀνερμήνευτος ποὺ ἀκόμα
τὸν ἐποικίζουν ὅλες σου οἱ σιωπές,
κι ὅλο τὸ πάθος σου ἀποκοιμιέται
κάτω ἀπ’ τὴ δροσερὴ κληματαριὰ
ὅταν γεμίζει ὁ ἴσκιος τοῦ ἀπογεύματος,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἀνακαλέσεις,
μὲ ἀθάνατα γεράνια, μπουκαμβίλιες,
μπεγκόνιες, ὀρτανσίες καὶ σκυλάκια
( τὰ βάζαμε νὰ λένε ἱστορίες ),
χιώτικο γιασεμί, βασιλικά,
γλυκὲς γαρδένιες σὲ τενεκέδες
κι ἀνέμελες γαριφαλιὲς – ποῦ πῆγαν
τὰ τόσα τους γαρίφαλα, ποῦ χάθηκαν ;
πλημμύριζαν τοὺς κήπους τῆς Ἀθήνας,
κόκκινα, κίτρινα καὶ ρὸζ καὶ ἄσπρα
καὶ δίχρωμα, κι ὁ μίσχος τους χανόταν
ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα μόνο ἡ λέξη κόρφος
ταιριάζει ν’ ἀκουστεῖ : τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις·
κι οἱ νεραντζιὲς στοὺς χωματένιους δρόμους,
ποὺ κάποτε τὶς εἴχανε φυτέψει
κι ὕστερα μόνες ἔκαναν τὸ κέφι τους,
τηρώντας κάθε χρόνο εὐλαβικὰ
τὸ ραντεβοὺ μὲ τὴν καρποφορία
κι ἀγάλλονταν ἀκλάδευτες ὡσότου
τὶς ἔκαιγε γιὰ πάντα ὁ παγετός,
μὰ δὲν γυρίζουν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὶς ἀνακαλέσεις·
καὶ οἱ πλατύφυλλες μουριὲς ποὺ γέρνουν
καὶ βάφουνε μὲ τὸν μαβὴ καρπό τους
ἐφηβικὰ φιλιά, ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα
οἱ νύμφες τῶν ὑλαίων παραδείσων
σμίγουν λαθραῖα μὲ τοὺς σειληνοὺς
ἀπὸ τὰ σφαιριστήρια τῆς Τύχης,
μὰ δὲν γυρίζουν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὶς ἀνακαλέσεις·
κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ’ τὸν οὐρανό,
κι ἔγινε σπίτι σου, τόση ὀμορφιά,
μὰ δὲν γυρίζει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει,
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀνακαλέσεις –
θὰ ἔχει πάντα ὑπάρξει σ’ ἄλλο χρόνο,
σ’ ἄλλο καιρό, μπορεῖ σὲ ἄλλο τόπο,
μ’ ἄλλους ἀνθρώπους, ὅμως ὄχι τώρα,
καὶ ὄχι ἐδῶ ποὺ βλέπεις τὶς μουριὲς
νωρὶς ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωὶ
νά ‘χουν φουντώσει στὴν Καλλιδρομίου,
κι ἡ ἔκπαγλη στιγμὴ ποὺ σὲ τυλίγει
μὲ φῶς, πέφτοντας ἀπ’ τὸν οὐρανό,
γίνεται σπίτι σου : τόση ὀμορφιά.
GENTE DIPINTA
Καὶ τέλος πάντων, νά, τραβοῦμ’ ἐμπρός.
ΕΝ ΜΕΓΑΛῌ ΕΛΛΗΝΙΚῌ ΑΠΟΙΚΙᾼ 200 π.Χ.
Μπογιατισμένοι ἀπέξω, χρυσοποίκιλτοι,
μὲ τὴν πλατιὰ καλύπτρα ὣς τὰ μάτια,
οἱ ἀστραφτεροὶ μανδύες τους, καὶ μέσα
ἀσήκωτο μολύβι – γιὰ νὰ σέρνουν
τὸ βῆμα τους, μιὰ θλιβερὴ πομπή,
κάτω βαθιὰ στὴ σκοτεινή τους τάφρο·
ἔτσι τοὺς δείχνει ὁ Δάντης : νὰ λυγίζουν
τὰ γόνατα, νὰ κλαῖνε, νὰ βογκοῦν,
κατάκοποι, ἀτέλειωτους αἰῶνες,
κάτω ἀπ’ τὸ βάρος τῆς ὑποκρισίας.
Ἐκεῖ τοὺς τοποθέτησε, στὴν Κόλαση,
κι εὐδοκιμοῦν ἐδῶ ἀνάμεσά μας –
οἱ πάσης φύσεως ἐπιτετραμμένοι,
οἱ κομισάριοι, οἱ ἐντολοδόχοι,
οἱ σύμβουλοι, οἱ ἀναμορφωτές,
οἱ μεσολαβητὲς μ’ ἐντεταλμένη
ὑπηρεσία νὰ χαμογελοῦν,
νὰ κολακεύουν καὶ νὰ λένε πόσο
θαυμάζουν ὅ,τι ἔχεις κάνει, πόσο
σπουδαῖο εἶναι αὐτὸ ποὺ οἱ ἴδιοι ξέρουν
πὼς ἔχουν ἔρθει γιὰ νὰ τὸ χαλάσουν·
θὰ στρογγυλοκαθίσουν, θὰ ρωτήσουν,
θὰ ἐκτιμήσουν, θ’ ἀξιολογήσουν,
θὰ δοῦν, θὰ μελετήσουν, θὰ προτείνουν
λύσεις κι ἐντέλει ἁπλῶς θὰ καταστρέψουν
ὅ,τι μὲ τόσο κόπο φτιάξαν ἄλλοι.
Ἂς ὄψονται, ἔστιν δίκης ὀφθαλμὸς
καὶ βλέπει πόσο κούφιοι εἶναι ἀπὸ μέσα,
κι αὐτοὶ καὶ οἱ πανάθλιοι ἐντολεῖς τους,
κι ἂς κουβαλοῦν, βαριὰ σὰν μολυβένια,
τὴν κερδοφόρα τους ὑποκρισία.