Η Μαρίζα Κωχ μιλάει για το αρωματικό κρασί που φτιάχνει με προσθήκη βοτάνων, μεράκι και αγάπη
Θυμάμαι τον Μίκη Θεοδωράκη ένα απόγευμα σε μια από τις συναντήσεις μας στο σπίτι του πριν από πέντε χρόνια: κρατούσε ένα μικρό ποτηράκι κι έπινε κρασί. Μου ήρθε στο μυαλό ο στίχος «ηδύποτο ρουμπινί», της Λένας Πλάτωνος. Τον είχα ρωτήσει τι πίνει και μου απάντησε: «Το Fata Morgana της Μαρίζας Κωχ. Δεν έχεις δοκιμάσει τέτοιο πράγμα»! Η αλήθεια είναι πως γνώριζα για το ποτό αυτό, παραγωγής της Κωχ εν είδει οικοτεχνίας. Το είχα δει να πωλείται έως και στα ελληνικά Duty Free. «Για δες πόσο εφευρετικός μπορεί να γίνει ένας καλλιτέχνης όταν… ησυχία δεν έχει», σκεφτόμουν.
Τα χρόνια πέρασαν, εκείνη συνέχιζε να τραγουδάει και να ηχογραφεί νέα τραγούδια, αλλά και το κρασί της συνέχιζε να κάνει το δικό του ταξίδι.
Το έγραψε άλλωστε και ο Νίκος Καββαδίας σε μια στροφή του ποιήματος «Φάτα Μοργκάνα» που μελοποίησε η Κωχ, αλλά που δεν ηχογράφησε στον θρυλικό δίσκο του 1978. Ενας ύμνος του ποιητή στο παλιό σαντορινιό κρασί: «Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός, δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη. Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη».
Αναζήτησα τη Μαρίζα Κωχ για μια κουβέντα για το κρασί της. Από την αρχή με προειδοποιεί: «Κοίτα μη με βγάλεις επιχειρηματία. H παραγωγή του Fata Morgana είναι και θα παραμείνει μικρή, διότι ασχολούμαι προσωπικά μ’ αυτό από αγάπη και μεράκι». Ξεκινάει να μου λέει ιστορίες για τότε, τα φτωχικά χρόνια στη Σαντορίνη της δεκαετίας του 1950. Το κρασί αυτό μαζί μ’ έναν ολόκληρο κριθαρένιο τάκο μέσα έστελνε κατευθείαν παιδιά και μεγάλους για ύπνο.
Με έναν τρόπο η Κωχ διασώζει ένα κομμάτι της εγχώριας παραδοσιακής οινοποιίας. Και ίσως γι’ αυτό ακριβώς το Fata Morgana είναι το πρώτο ελληνικό αρωματικό κρασί με προσθήκη βοτάνων το οποίο πήρε άδεια διανομής. «Είναι το πρώτο μη ρετσινούχο κρασί
που έτυχε διανομής» λέει περήφανα και η ίδια. Και συνεχίζει: «Ανέκαθεν ήμουν άνθρωπος της αναζήτησης. Κάθε χρόνο είχα τη χαρά να φτιάχνω πετιμέζι για τις τηγανίτες των παιδιών, στα οποία δίδασκα βιωματική μουσική. Μέλι δεν μπορούσα να ’χω, μια και μελισσοκόμος δεν ήμουν, επομένως φρόντισα να μη λείπει ποτέ το πετιμέζι. Από το 1974 μέχρι τώρα, πενήντα χρόνια, φτιάχνω το πετιμέζι του έτους».
Μια αλχημίστρια
Πριν από μια δεκαετία θυμήθηκε εκείνο το παλιό κρασί της Σαντορίνης. Από κουβέντα σε κουβέντα με τους γέροντες ανακάλυψε ότι μέσα έβαζαν και κρόκο, όχι τον γνωστό της Κοζάνης αλλά τον λευκό. Της έρχεται στο μυαλό η τοιχογραφία με τις περίφημες «κροκοσυλλέκτριες» που αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές στον θαμμένο κάτω από την ηφαιστειακή τέφρα οικισμό του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης της 2ης χιλιετίας.
Με ρωτάει αν τον γνωρίζω. Δεν έχω ιδέα… Επειδή όμως ο λευκός κρόκος της Σαντορίνης έχει λιγοστέψει πολύ με ενημερώνει πως ευτυχώς βρήκε τον ίδιο να βγαίνει και κάπου αλλού. «Πολύ ιδιαίτερο το άρωμά του» επισημαίνει κι εγώ της απαντώ: «Ιδιαίτερη όμως είσαι κι εσύ, που εξελίχτηκες σε πρώτης τάξεως αλχημίστρια».
Μέχρι αυτήν τη στιγμή το κρασί της Κωχ παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Κάναβα, το προσωπικό οινοποιείο του Σαντορινιού Μιχάλη Κορωναίου, που λειτουργεί από το 1938. Παράρτημα της Κάναβας υπάρχει και στην Αθήνα, έτσι η Κωχ είναι παρούσα καθ’ όλη τη διαδικασία παρασκευής του. «Κανείς άλλος δεν ξέρει πώς γίνεται αυτό το κρασί παρά μόνο εγώ. Είναι τόσο διακριτικοί και ο Μιχάλης και η αδερφή του, η Νατάσσα, ώστε όποτε τους παραδίδω τα φρεσκομαζεμένα βότανα αποχωρούν και μου λένε: “Τώρα πάρε βάρδια”». Δεν μου αποκαλύπτει έτσι από τι ακριβώς αποτελείται το κρασί, χωρίς να ’ναι και μυστικό που πρέπει να το κλείσει σε… θυρίδα. Το όνομα πάντως, Fata Morgana, το έχει κατοχυρώσει, καθώς υπάρχουν και άλλα κρασιά σ’ άλλες χώρες με την ίδια ονομασία. Ολα στον Καββαδία επιστρέφουν τελικά. «Πες μου» με ρωτάει, «δεν ακούγεται σαν να μου πρότεινε ο ίδιος ο Καββαδίας να φτιάξω τώρα αυτό το κρασί;».
Ψωμί, λάδι, κρασί
Της λέω πως άλλοι συνάδελφοί της γράφουν βιβλία και άλλοι ζωγραφίζουν, αλλά να φτιάχνει ένας καλλιτέχνης κρασί είναι πολύ πρωτότυπο. Η Κωχ περιγράφει την όλη διαδικασία ως «μια κατάσταση ενσυναίσθησης γιατί το ψωμί, το λάδι και το κρασί είναι μεγάλες δυνάμεις και δεν μπορείς να παίζεις μαζί τους. Και χωρίς αυτές τις δυνάμεις δεν στέκεται ο άνθρωπος».
Στο τέλος τη ρωτάω πού πηγαίνει και μαζεύει τα βότανα που χρειάζεται για την παραγωγή του κρασιού. «Πού να γυρνάω;» μου λέει αφοπλιστικά. «Και την ταράτσα κάτω απ’ την Ακρόπολη τι την έχω; Πάνω από σαράντα γλάστρες με βότανα έχουν τη δική μου φροντίδα. Το απόσταγμά τους οδηγεί στη μοναδική γεύση του Fata Morgana».