Οι εξελίξεις με την τραγωδία των Τεμπών απελευθέρωσαν μια σχεδόν σεισμική δυναμική με επίκεντρο τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια που υπέβοσκε από καιρό απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης. Το αίτημα για απονομή δικαιοσύνης και για αλλαγές ώστε να αποτραπούν νέα Τέμπη λειτούργησε πολλαπλασιαστικά στην κοινωνία. Στο προσκήνιο έχει μπει ο λαϊκός παράγοντας, με τις μαζικές διαδηλώσεις της 26ης Ιανουαρίου για τον χαμό των 57 ανθρώπων, με τις εργατικές κινητοποιήσεις για καλύτερες αμοιβές έναντι της ακρίβειας, που έχει γίνει μέγγενη για τη ζωή των ανθρώπων, και με την επερχόμενη πανελλαδική απεργία για τα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου 2025.
Η κοινωνία είναι σε κίνηση και συμπαρασύρει στο διάβα της το κυβερνών κόμμα, που φθείρεται (δημοσκοπικά) και θερίζει θύελλες έχοντας σπείρει ανέμους αδικίας, κοινωνικών ανισοτήτων, καταστολής, ιδιοτέλειας, μεροληψίας υπέρ των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και επαναλαμβανόμενης τακτικής απόκρυψης/ συγκάλυψης για υποθέσεις όπως το έγκλημα των Τεμπών, το ναυάγιο της Πύλου με τους πρόσφυγες και το σκάνδαλο των υποκλοπών. Ομως ο πολιτικός αντίκτυπος της λαϊκής δυσαρέσκειας δεν λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα υπέρ των κομμάτων της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ ενισχύει στάγδην τις δυνάμεις του και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μετατρέπει την κοινωνική οργή σε προοπτική ανάκαμψης. Τα υπόλοιπα κόμματα του χώρου της κεντροαριστεράς (Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας κ.ά.) δρουν χωρίς ακόμη να έχουν παραγάγει κρίσιμη πολιτική υπεραξία. Οι όποιες προσπάθειες για ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου είναι ακόμη θολές. Στο πλαίσιο της πολιτικής ρευστοποίησης και της γενικευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας οι δυνάμεις της ακροδεξιάς διευρύνουν την πολιτική επιρροή τους, σε μια συγκυρία κατά την οποία ισχυρά οικονομικά συμφέροντα τις προωθούν.
Το Documento χαρτογραφεί τη νέα συνθήκη που διαμορφώνεται στην πολιτική σκηνή. Για τα αδιέξοδα και τις δυναμικές που παράγονται στο κομματικό σύστημα, για τις διεργασίες της κοινωνίας και την πολιτική εκπροσώπησή της αναπτύσσουν τις απόψεις τους ο Κωνσταντίνος Δημουλάς, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του δικτύου «Πανελλήνιοι Διάλογοι», ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, και ο πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσούλης.
Αναδύεται νέα κρίση
Η κυβέρνηση της ΝΔ –με βάση και τα δημοσκοπικά ευρήματα του τελευταίου διαστήματος αλλά και κρυφών μετρήσεων που έχει του Μαξίμου στα χέρια του– φαίνεται ότι υφίσταται κρίσιμη πολιτική φθορά, με αποτέλεσμα η προοπτική της αυτοδυναμίας να είναι αυτήν τη στιγμή όνειρο θερινής νυκτός.
«Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια και δεν μπορεί να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα διότι είναι μέρος τους» θεωρεί ο Κων. Δημουλάς. Κρίνει ότι «είναι δομικά τα ζητήματα και οι απαντήσεις δεν μπορούν να προκύψουν από κάποιες παρεμβάσεις που επιχειρεί η κυβέρνηση της ΝΔ, π.χ. συνταγματικές τροποποιήσεις ή αναδιαρθρώσεις κ.λπ. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι ενισχύεται η ακροδεξιά αλλά και αμφισβητούνται οι θεσμοί συνολικά – ούτε καν η εκκλησία ή τα κινήματα ή τα συνδικάτα δεν συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό θετικής ανταπόκρισης».
Εξηγεί ότι με διαφορετικό τρόπο αναδύεται μια νέα κρίση, όπως αυτή του 2011 με τα πρώτα μνημόνια. «Τότε βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει πολιτική έκφραση στο ρεύμα αμφισβήτησης και κυβέρνησε. Ομως, με τον τρόπο διακυβέρνησής του διάψευσε τις προσδοκίες και ουσιαστικά έδωσε επιχειρήματα σε συντηρητικούς κύκλους περί “επιβεβαίωσης” της κυρίαρχης τάσης του ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική – ΤΙΝΑ”. Τώρα η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης υπάρχει και στην Αριστερά, κυρίως στα κόμματα που κυβέρνησαν αλλά και σε εκείνα που δεν κυβέρνησαν» σημειώνει ο Κων. Δημουλάς.
«Η αποχή αφορά σε μεγάλο βαθμό απώλειες της Αριστεράς. Κόμματα της Αριστεράς ή της κεντροαριστεράς, ανεξάρτητα αν είχαν αύξηση ποσοστών, έχασαν ψήφους, ακόμη και το ΚΚΕ που έχει συμπαγή εκλογική βάση. Αριθμητική αύξηση είχαν κόμματα στα δεξιά/ακροδεξιά της κραταιάς Δεξιάς» υπογραμμίζει ο Κων. Δημουλάς και επισημαίνει ότι «είναι πιο εύκολο σε σχήματα δεξιά/ακροδεξιά να καρπώνονται πολιτικά τη δυσαρέσκεια. Η Δεξιά ελέγχοντας ΜΜΕ, με επαφές με οικονομικά ισχυρούς και σπέρνοντας χρήμα, εφευρίσκει διόδους διαφυγής αντλώντας εφεδρείες από τη διασπορά μέχρι τη lifestyle προώθηση των γόνων της βασιλικής οικογένειας…».
Οι μαζικές διαδηλώσεις στα τέλη Γενάρη σχεδόν σε όλη την Ελλάδα –και όχι μόνο– έφεραν εμφατικά στο προσκήνιο νέα πολιτικά δεδομένα για την κυβέρνηση και για όλο το πολιτικό σύστημα, το οποίο σε αυτήν τη συγκυρία φαίνεται ότι αδυνατεί να «φιλτράρει» τα αιτήματα των πολιτών, τα οποία συμπυκνώνονται στην έννοια της δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, γίνεται μεγάλη κουβέντα για την πολιτική έκφραση που μπορεί να λάβει η κοινωνική οργή.
«Οι ογκώδεις διαδηλώσεις είχαν ως μεγάλη αφορμή τους όρους της μέχρι τώρα διαχείρισης της τραγωδίας των Τεμπών από την κρατική εξουσία. Ωστόσο, στην κοινωνική αυτή οργή συνυπάρχουν και αντιδράσεις για τη βιωμένη καθημερινότητα της κρίσης αξιών και του βάρους της ακρίβειας που συνθλίβει το πραγματικό εισόδημα» επισημαίνει ο Γ. Κουζής.
Παράλληλα, ωστόσο, εξηγεί ότι είναι έντονη η απουσία πολιτικού υποκειμένου ως πόλου έκφρασης των κοινωνικών αντιδράσεων σε μια πραγματική αλλαγή πλεύσης, αφήνοντας πρόσφορο έδαφος στην ακροδεξιά ρητορική που καρπώνεται την κοινωνική δυσαρέσκεια. «Το ίδιο άλλωστε ήδη συμβαίνει» υπογραμμίζει ο καθηγητής, «στον ευρύτερο διεθνή χώρο θυμίζοντας την περίοδο της μεγάλης κρίσης του μεσοπολέμου με τις 17 ακροδεξιές, φασιστικές και ναζιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη. Η πρωτοφανής απουσία πολιτικού υποκειμένου, ακόμη και ως απλή κυβερνητική αλλαγή πρόσκαιρης εκτόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, είναι εκκωφαντική, παρά την έκδηλα εργώδη προσπάθεια ισχυρών οικονομικών και μιντιακών κέντρων προς αυτή την κατεύθυνση».
«Τραμπική πραγματικότητα»
Σήμερα οι αντιπολιτικές τάσεις και η άνοδος της ακροδεξιάς στη νέα παγκόσμια «τραμπική πραγματικότητα» έχουν αποτέλεσμα να αυξάνεται η επιρροή τέτοιων κομμάτων. Ενα από τα κόμματα της ακροδεξιάς που εμφανίζει μετρήσιμη άνοδο είναι η Φωνή Λογικής, που σε κάποιες δημοσκοπήσεις φαίνεται να κινείται γύρω στο 8%. Κι αυτό τη στιγμή που η επικεφαλής του Αφροδίτη Λατινοπούλου δέχεται τεράστια κριτική επειδή μετά τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη έχει κατεβάσει τους τόνους προς την κυβέρνηση, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι ανοίγει ο δρόμος για ενδεχόμενη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ.
Στην ακροδεξιά «πολυκατοικία» διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο η Ελληνική Λύση, που έχει σταθεροποιήσει τα ποσοστά της στο 8,5-10%. Το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου δρέπει καρπούς λόγω της στάσης του στην τραγωδία των Τεμπών, καθώς μιλούσε εδώ και καιρό για το ενδεχόμενο της ύπαρξης παράνομου φορτίου στην εμπορική αμαξοστοιχία. Το παζλ συμπληρώνεται από τη Νίκη, που φλερτάρει με το 3%, καθώς ο μονοθεματικός χαρακτήρας της αναφορικά με θρησκευτικά ζητήματα έχει οριοθετήσει τα ποσοστά της, ενώ τελευταία παρατηρείται κοινοβουλευτικό και όχι μόνο «φλερτ» με στελέχη των Σπαρτιατών.
Κατά τον Γ. Κουζή, εν γένει η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και η άνοδος της ακροδεξιάς είναι «απόρροια της ευρείας κοινωνικής αμφισβήτησης απέναντι σε κόμματα, πρόσωπα και πολιτικές πρακτικές που έχουν συμβάλει στα έντονα κρισιακά φαινόμενα των τελευταίων δεκαετιών, οδηγώντας παράλληλα μεγάλα τμήματα του κοινωνικού σώματος στην απογοήτευση, την παθητικότητα και τη γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται κυρίως μετά τη διαχείριση του δημοψηφίσματος του 2015 και την έκτοτε σταθερή αποχή περισσότερων του ενός εκατ. ψηφοφόρων από τις εκλογές, το οποίο συνεχώς υποτιμάται και υποβαθμίζεται από τα κομματικά επιτελεία. Τα τραύματα από την απώλεια της ελπίδας είναι πολύ βαθιά και θα χρειαστούν πολλά για να επουλωθούν, αγγίζοντας όλο το πολιτικό σύστημα ανεξάρτητα από τις ευθύνες που αναλογούν στις επιμέρους δυνάμεις που το συγκροτούν».
Το αδιέξοδο
«Υπάρχει μια συνθήκη ακραίας παραδοξότητας: Υστερα από έξι χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ και την πολιτική εξάντληση και κόπωση του κυβερνητικού σχήματος δεν φαίνεται να μπορεί να διαμορφωθεί μια εναλλακτική πολιτική πρόταση» τονίζει ο πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσούλης.
Περιγράφει ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο της. Οι κύριοι αντιπολιτευτικοί φορείς, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, «δεν μπορούν να ανταποκριθούν γιατί είναι εγκλωβισμένοι, αιχμάλωτοι, του παλαιού εαυτού τους. Το ΠΑΣΟΚ ζει στη μνήμη της ανάστασης του παλαιού ΠΑΣΟΚ (όμως δεν μπορεί να γίνει μεγάλο) και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον αντιπολιτευτικό του ρόλο. Είναι και θα παραμείνουν μικρά και μικρομεσαία».
Κατά την άποψή του, «υπάρχει ανάγκη μιας νέας πολιτικής συνθήκης στην κεντροαριστερά». Μάλιστα, σκιαγραφεί τα βασικά χαρακτηριστικά ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Μια τέτοια δομή «πρέπει να είναι νεωτερική, ριζοσπαστική, αντισυμβατική, μεταρρυθμιστική, δημοκρατική και αξιοκρατική στην εσωτερική λειτουργία της, να ιεραρχήσει τις ανάγκες και με βάση αυτή την ιεράρχηση να διατυπώσει ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης και όχι σωτηρίας του κόσμου, να το επεξηγήσει και να ζητήσει την ετυμηγορία του λαού. Αυτό είναι το δύσκολο έργο».
Τέλος, εκτιμά ότι, επειδή σε αυτήν τη φάση δεν μπορεί να υλοποιηθούν όλα αυτά, «θα επιμείνει ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων. Το κυβερνών κόμμα έχει χάσει κάθε δυνατότητα αυτοδυναμίας. Θα πάμε σε αλλεπάλληλες εκλογές και θα συναντηθούμε με μια κρίση διακυβέρνησης. Αυτή η κρίση διακυβέρνησης μπορεί να γίνει συντελεστής συνειδητοποίησης και να νοηθεί τότε κάτι πιο χειροπιαστό».
Η ανάγκη για ένα νέο πολιτικό υποκείμενο
Στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου είναι η αναζήτηση εναλλακτικής πολιτικής λύσης που να εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία. «Μια πραγματικά νέα προοπτική προφανώς και δεν θα προκύψει από παρθενογένεση.
Ωστόσο, είναι εκκωφαντική η έλλειψη άντλησης ουσιαστικών διδαγμάτων για τους λόγους και τις ευθύνες που οδήγησαν στην παντοδυναμία του αυθεντικού εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα.
Τα διδάγματα αυτά και η συνακόλουθη αυτοκριτική, χωρίς αυτομαστίγωση, είναι κρίσιμα και αναγκαία βάση για την αποκατάσταση της πολιτικής αξιοπιστίας» υπογραμμίζει ο Γ. Κουζής.
Οπως παρατηρεί, «αναζητώντας όμως πραγματικές λύσεις στα σημερινά κοινωνικά αδιέξοδα, αυτές δεν μπορούν να εκφράζονται με όρους απλής κυβερνητικής εναλλαγής και διαιώνισης των αδιεξόδων, χωρίς ριζοσπαστικές τομές και συγκρούσεις με τα συμφέροντα που τα προκαλούν επιβάλλοντας δεσμεύσεις και εμπόδια σε μια πραγματική αλλαγή πολιτικής πορείας». Ο Κων. Δημουλάς πάντως επιμένει ότι «χρειάζεται νέο πολιτικό υποκείμενο – ένας φορέας ή περισσότεροι που να συναπαρτίζουν πόλο». Θεωρεί ότι «οι παρεμβάσεις του λαϊκού παράγοντα, έτσι όπως εκδηλώνεται, θα οδηγήσουν σε αναδιατάξεις το πολιτικό σύστημα».
Ομως, κάνει μια επισήμανση που συνδέεται με τον χρόνο που χρειάζεται να διανυθεί.
«Η διακυβέρνηση της “Πρώτης φοράς Αριστερά” έχει λειτουργήσει σαν βαρίδι κυρίως ως προς αυτό που έλεγε ο Γκράμσι “στον κοινό νου”, δηλαδή έχει επιφέρει απαξίωση της αριστερής εναλλακτικής στη λαϊκή συνείδηση και θα χρειαστεί χρόνος για να αναδυθεί μια νέα δυναμική» σημειώνει.
Αναλύει ως κρίσιμη παράμετρο ότι «τα προγράμματα των προοδευτικών κομμάτων δεν πείθουν ότι είναι ρεαλιστικά».
Και προσθέτει: «Χρειάζεται μια ηγεσία, μια πολιτική ομάδα, στελέχη που να αναπτύξουν δυναμική για νέο πρόγραμμα, που θα περιλαμβάνει το δημογραφικό, το μεταναστευτικό με επίκεντρο τα ανθρώπινα δικαιώματα σε σύνδεση με τον ταξικό χαρακτήρα τους (κάτι που ξεχνούσαν πολλοί μέχρι τώρα), τη δημοσιονομική πολιτική που αυξάνει τα λαϊκά εισοδήματα, που δίνει προοπτική στη νεολαία και όχι αυτή που ενισχύει ολιγοπώλια».
Διαβάστε επίσης:
Η Ευρώπη τρέχει πίσω από τον Τραμπ στην Ουκρανία – Ουραγός η ΕΕ στην τεχνητή νοημοσύνη
BAFTA 2025: Μεγάλη βραδιά για «Conclave» και «The Brutalist» – Όλοι οι νικητές