Η 27η Φλεβάρη 2025 έχει ήδη περάσει στην ιστορία της κουρδικής συλλογικής μνήμης ως η μέρα που ο ιδρυτής και ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση για την κατάθεση των όπλων, ζητώντας από τα μέλη του να πραγματοποιήσουν συνέδριο αυτοδιάλυσης του κόμματος.
Μιλάμε για μια οργάνωση που πρωτοεμφανίστηκε πριν από 52 χρόνια και ασκεί επιρροή σε όλο το βόρειο Κουρδιστάν (Τουρκία), αλλά και στο νοτιοδυτικό Κουρδιστάν (Συρία), το βορειοανατολικό και νότιο Κουρδιστάν (Ιράκ) και το ανατολικό Κουρδιστάν (Ιράν), καθώς και σε σημαντικό αριθμό των Κούρδων της Διασποράς – μία οργάνωση με εμπειρία 41 χρόνων ανταρτοπολέμου κατά του τουρκικού κράτους αλλά και 32 χρόνων διαβουλεύσεων και μυστικών συζητήσεων.
Συγχρόνως μιλάμε για τον Οτσαλάν: τον άνθρωπο που προβάλλεται από την οργάνωσή του ως ο αναμφισβήτητος ηγέτης του κουρδικού λαού. Σε αυτό το κείμενο δεν θα σταθούμε στο τι προηγήθηκε της έκκλησης, αλλά στο περιεχόμενό του, στους προβληματισμούς που θέτει, τους λόγους εμφάνισής του κατά την τρέχουσα χρονική συγκυρία και στις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις.
• Αυτό που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή είναι ότι το κάλεσμα Οτσαλάν δεν αποτελεί αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων μεταξύ του Οτσαλάν και του τουρκικού κράτους, αλλά δήλωση βούλησης του ίδιου του ΑΡΟ.
• Η απάντηση στο ερώτημα «για ποιο λόγο τώρα;» εντοπίζεται στις γεωπολιτικές μεταβολές τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και σε διεθνές επίπεδο.
• Συγκεκριμένα: οι ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή ανάγκασαν το Ανώτατο Τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας να αναθεωρήσει το «Πολιτικό έγγραφο της εθνικής ασφάλειας», το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στο πλαίσιο του Συμβούλιου Εθνικής Ασφάλειας το 1980. Το έγγραφο, το οποίο αποτελεί τον οδηγό χάραξης της τουρκικής εθνικής στρατηγικής, λαμβάνει υπόψη του τόσο τις περιφερειακές όσο και τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και καθορίζει τις εκάστοτε κινήσεις των τουρκικών κυβερνήσεων.
• Οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες μεταξύ των διαφορετικών αντίρροπων δυνάμεων του τουρκικού κράτους αλλάζουν. Μιλάμε για τα στρατόπεδα των ΝΑΤΟϊκών – φιλοδυτικών δυνάμεων (υπό τον Ερντογάν) και αυτών που εμφορούνται από την ιδεολογία του ευρασιατισμού (υπό τον Ντογκού Περιντσέκ). Και οι δύο πλευρές έχουν αποδεχτεί με ενθουσιασμό το κάλεσμα του Οτσαλάν. Το τουρκικό βαθύ κράτος προσπαθεί να κερδίσει τη συναίνεση των Κούρδων, ώστε να είναι έτοιμο για όλα τα ενδεχόμενα όταν η ηγεσία των ΗΠΑ ασχοληθεί με τις ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Κι αυτό γιατί ακόμη και μια επιφανειακή «τουρκοκουρδική φιλία» ενδυναμώνει την πίστη στην πραγματοποίηση του Εθνικού Συμβολαίου, του Misak-ı Milli.
• Συμπερασματικά: το κάλεσμα Οτσαλάν επιβάλλεται από τις εξωτερικές συγκυρίες. Αυτό σημαίνει, την ίδια στιγμή, ότι μπορεί σύντομα να αλλάξει μορφή ή ακόμη και περιεχόμενο.
• Επί του παρόντος, η τουρκική πλευρά επιχειρεί να παραπλανήσει τους κουρδικούς πληθυσμούς, χρησιμοποιώντας αόριστες και ασαφείς έννοιες όπως «τουρκοκουρδική αδελφοσύνη», τα «κοινά μέτωπα των παππούδων μας» (Δαρδανέλλια, ο εθνικός αγώνας κατά των Ελλήνων). Από την άλλη, οι Κούρδοι υποστηρικτές της αναγκαιότητας του καλέσματος περιγράφουν μια κοινή τουρκοκουρδική ιστορική πορεία – από τη Συμφωνία της Αμάσειας (1514-17) και την υπόσχεση αυτονομίας του Μουσταφά Κεμάλ (1921-22) έως τις μέρες μας.
• Αναμφισβήτητα, το κάλεσμα εδράζεται στην και προϋποθέτει τη στρατηγική υποχώρηση όλων των θεωρητικών βάσεων του εθνικού και κοινωνικού αγώνα του Κουρδιστάν. Η έννοια της εδαφικής διεκδίκησης στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης των λαών έχει εξαφανιστεί υπό την πλήρη επικράτηση της ιδιότητας του Τούρκου πολίτη. Η στάση αυτή (οι ειδικοί την αποκαλούν τουρκιοποίηση) συμβαδίζει με τον υποτιθέμενο εκδημοκρατισμό της Τουρκίας: οι Κούρδοι, που είναι δίχως κράτος, δηλώνουν από μόνοι τους ότι δεν το επιθυμούν, απεμπολώντας κάθε προσδοκία ανεξαρτησίας στον βωμό του τουρκικού έθνους – κράτους.
• Σε κάθε περίπτωση, η υπεράσπιση της έννοιας «ανεξάρτητο Κουρδιστάν» και η πάλη για την ανεξαρτησία θα δυσκολέψουν για πολλά χρόνια. Είναι σαν η συλλογική μνήμη του κουρδικού έθνους να έχει παραδοθεί στους Τούρκους αποικιοκράτες από τους ίδιους τους Κούρδους, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιαστική στρατιωτική ήττα. Το συλλογικό τραύμα θα επηρεάσει βαθιά τις επόμενες γενιές των Κούρδων.
• Το κυρίαρχο κουρδικό πολιτικό ρεύμα, όπως εκφράζεται μέσα από δηλώσεις των σημαντικότερων κουρδικών πολιτικών κομμάτων, θεωρεί ότι: α) το κάλεσμα Οτσαλάν ενδέχεται να ωθήσει το τουρκικό κράτος σε αδιέξοδο, λόγω της αδυναμίας του τελευταίου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας πιθανής συμφωνίας. Με αυτό τον τρόπο υποστηρίζεται ότι θα εξασφαλιστεί η ασφάλεια της Ροζάβα. Αν και κάτι τέτοιο φαίνεται να αντιβαίνει στο ίδιο το πολιτικό πρόγραμμα του κουρδικού κινήματος, από την άλλη μεριά μοιάζει να γεννάει κάποιες ελπίδες στους Κούρδους – κυρίως σε σχέση με τη νέα αναμορφωμένη μορφή του αγώνα, β) επείγει η ενημέρωση όλων των κουρδικών εθνικών οργανώσεων προτού ληφθεί απόφαση επί σημαντικών εθνικών θεμάτων – κάτι που από μόνο του αποτελεί ένδειξη συσπείρωσης και εθνικής ομοψυχίας, γ) το κάλεσμα Οτσαλάν ενδυναμώνει τις δυνατότητες της κοινωνίας πολιτών στο βόρειο Κουρδιστάν για ανεξάρτητες πρωτοβουλίες ως προς τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας.
• Το θολό σημείο του θέματος είναι οι κλειστές επιστολές που στάλθηκαν από τον Οτσαλάν στους άλλους Κούρδους ηγέτες (το Σύστημα της Ενότητας Κοινοτήτων του Κουρδιστάν/KCK, το Σύστημα του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, το Σύστημα της Πατριωτικής Ενωσης του Κουρδιστάν), οι οποίοι με τη σειρά τους χαιρέτησαν το κάλεσμα. Είναι σαν να ανανεώνεται, 100 χρόνια μετά, στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο, η Συμφωνία της Λωζάννης που κατακερμάτισε τα εδάφη του Κουρδιστάν – αυτήν τη φορά από τα χέρια και με αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των Κούρδων.