Για να παραφράσουμε τον Αρθούρο Ρεμπώ, τον πρώτο post-punk ποιητή, εμείς είναι οι άλλοι. Ο Εμμανουέλ Λεβινάς στήριξε σύνολο το φιλοσοφικό του credo στο ότι δεν υπάρχει το Εγώ δίχως το Εσύ, δεν υφίσταται εαυτός δίχως τη συνάφεια, την αλληλοπεριχώρηση με το πρόσωπο ενός άλλου εαυτού. Και βέβαια ο Εγελος το είπε, όπως πάντα, άριστα: «Η αυτοσυνειδησία επιτυγχάνει την ικανοποίησή της μόνο μέσα σε μιαν άλλη αυτοσυνειδησία» («Φαινομενολογία του νου», μτφρ. Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Εστία).
Με άλλα λόγια επείγει σε καιρούς σαν τους δικούς μας να βγάλουμε το σκάφανδρο, να βάλουμε τα κυριακάτικά μας και να βγούμε στα καφενεία, στους τόπους συνάντησης, συνύπαρξης, συναλληλίας. Η μοναξιά είναι όλεθρος, το συνταίριασμα είναι ζωή. Ο Καρούζος μιλούσε για «οξυγόνο αντιδιαστολής».
Στην Αττική τα καφενεία και τα λεγόμενα καφεζαχαροπλαστεία έγραψαν ιστορία. Οπως άλλωστε σε όλη την Ευρώπη, σύμφωνα με τον Τζορτζ Στάινερ, για τον οποίο το καφενείο είναι «λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του άστεγου» («Η ιδέα της Ευρώπης», μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα). Θρυλικό είναι το Καφέ Βυζάντιο, ποιητικά απαθανατισμένο μάλιστα από τον Κώστα Ταχτσή (εκδ. Ψυχογιός). Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος, ο Παπαδιαμάντης, έπινε καφεδάκι και κρασάκι στης Δεξαμενής το καφενεδάκι. Στου Παπασπύρου στο Σύνταγμα συναντιόντουσαν οι πρωτοσύγκελοι της beat generation, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, με τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Σπύρο Μεϊμάρη και τον Παναγιώτη Κουτρουμπούση. Στο Πατάρι του Λουμίδη ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Μόραλης και τόσοι άλλοι επινοούσαν την ελλαδική φυσιογνωμία και ταυτότητα.
Στο Everyday, γωνία Σταδίου και Βαλαωρίτου, όπου συχνάζαμε με τον Καρούζο ο Γιώργος Κακουλίδης, ο Θάνος Σταθόπουλος και ο ταπεινός σας ανταποκριτής, βλέπαμε και ακούγαμε καθημερινώς τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Στάθη Πρωταίο να ανταλλάσσουν απόψεις, εφημερίδες και βιβλία. Καμιά σαρανταριά χρόνια από σήμερα στου Μπόκολα, στην πλατεία Κολωνακίου, είχε στήσει το λογοτεχνικό του στρατηγείο ο Νάνος Βαλαωρίτης παρέα με τη Μαντώ Αραβαντινού, ενώ πιο κάτω, στο Dolce, νυν Φίλιον, μαζί με τον Τάσο Φαληρέα έβλεπες τον θρυλικό τροτσκιστή ηγέτη Μισέλ Πάμπλο, τον φιλόσοφο Κοσμά Ψυχοπαίδη, τον δανδή Κωνσταντίνο Τζούμα, τον λεπταίσθητο Γιώργο Κοτανίδη να κάνουν όλοι σχέδια για το παρελθόν, όχι για το μέλλον, για τα περασμένα να εξυφαίνουν συνωμοσίες άδολες, τα όσα συνέβησαν να ξαναγράφουν.
Οι παρέες γράφουν ιστορία κι όχι οι μοναχικοί, έστω και χορτοφάγοι, λύκοι. Ο λατρεμένος μου νομπελίστας, ο Πατρίκ Μοντιανό, μας κερνάει το μυθιστόρημα «Στο café της χαμένης νιότης» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις), όπου οι μυημένοι στη secret history of 20th century θα αναγνωρίσουν πίσω από μεταποιημένα ονόματα τους λετριστές, τους καταστασιακούς, τους μποέμ που στοίχειωναν την Αριστερή Οχθη του Σηκουάνα, αυτούς που αποτέλεσαν τον πυροκροτητή για το πανηγύρι του Μάη του ’68, και τον αδιαφιλονίκητο leader τους, τον Γκι Ντεμπόρ ως Γκι ντε Βερ. Για τον Μοντιανό το καφενείο είναι οδόσημο, είναι προσανατολισμός, είναι αζιμούθιο. «Σ’ αυτήν τη ζωή που μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες» γράφει, «ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες».
Η Σάρα Μπέικγουελ (Sara Bakewell, 1963) συνθέτει το πόνημα «Στο καφέ των υπαρξιστών» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Αλεξάνδρεια), όπου πρωταγωνιστούν ο Αλμπέρ Καμύ και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ και η Μπωβουάρ, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και ο Καρλ Γιάσπερς, ενώ στα ίδια παρισινά τοπία και στέκια κινείται η Agnès Poirier με το βιβλίο της «Left Bank — Art, passion and the rebirth of Paris 1940-1950» (εκδ. Bloomsbury), με τους ίδιους πρωταγωνιστές, γυναίκες και άντρες που άλλαξαν τον τρόπο να σκεπτόμαστε, να πράττουμε, να εξεγειρόμαστε, να τραγουδούμε και να ερωτευόμαστε.
«Στα μισά του δρόμου της αληθινής ζωής» ψιθυρίζει βραχνά ο Ντεμπόρ, κλείνοντας με νόημα το μάτι στον Δάντη, «μας περιέβαλλε μια σκοτεινή μελαγχολία, που εκφράστηκε από τόσα ειρωνικά και θλιμμένα λόγια, στο καφενείο της χαμένης νιότης» («In girum imus nocte et consumimur igni», μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας, εκδ. Γαβριηλίδης).
Το καφενείο, το στέκι, δεν είναι ο τόπος του χαμένου χρόνου. Απεναντίας, είναι ο δημόσιος χώρος του ξανακερδισμένου χρόνου. Το καφενείο είναι το σύστημα, ο λόγος περί της μεθόδου, σκακιέρα και λαβύρινθος όπου μοιράζεσαι όσα γνωρίζεις και όπου συντελείται η εμβύθιση στη συγκίνηση και στο συναίσθημα.
FaceControl