Το ιστορικό εμποροραφείο του Καραγιάννη στην Αμαλιάδα [ΡΕΠΟΡΤΑΖ]

Κώστας Καραγιάννης

Ο 93χρονος Κώστας Καραγιάννης, ιδιοκτήτης του ιστορικού εμποροραφείου στην Αμαλιάδα, αφηγείται την ιστορία της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής του.

 

Ο Κώστας Καραγιάννης μας περιμένει Κυριακή πρωί στο εμποροραφείο του στην πλατεία της Αμαλιάδας. Εχει φτάσει με το ποδήλατό του, το οποίο χρησιμοποιεί καθημερινά για να πάει στο μαγαζί του. Ακμαίος –παρά το ότι διανύει την ένατη δεκαετία ζωής– μας αφηγείται για δύο ώρες ασταμάτητα –χωρίς ούτε μια γουλιά νερό ή καφέ– με λόγο μεστό μια επαγγελματική πορεία σχεδόν 80 χρόνων και μια ζωή γεμάτη.

Εδώ μέσα έχουν ραφτεί εκατοντάδες άντρες –αλλά και κάποιες γυναίκες– της Αμαλιάδας αλλά και των γύρω περιοχών. Ενας συμμαθητής του περνά και τον χαιρετά: «Κράτα γέρα!». «Δεν δουλεύω σήμερα, δίνω συνέντευξη» απαντά o αειθαλής συνομιλητής μας. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.

Το ιστορικό εμποροραφείο του Καραγιάννη στην Αμαλιάδα [ΡΕΠΟΡΤΑΖ]

Το αίσθημα που έγινε κινητήριος δύναμη

Γεννήθηκα στις 14 Οκτωβρίου 1926 στην Αμαλιάδα. Ο πατέρας μου είχε καταγωγή από την Τρίπολη. Πολέμησε στη Θεσσαλονίκη το ’12, έχω τρία βραβεία ανδραγαθίας δικά του. Στη συνέχεια ήρθε να δουλέψει εργάτης στην Ηλεία, στις ελιές. Η μητέρα μου, από την άλλη, ήταν μοναχοκόρη από πλούσια οικογένεια, ήξερε γράμματα. Ο πατέρας μου πήγε εργάτης στην περιουσία της μητέρας μου. Oταν την είδε εκείνη ήταν 14 χρονών. Με τη γρίπη πέθαναν οι γονείς της και έμεινε μόνη, οι συγγενείς δεν μπορούσαν να της σταθούν. Ο πατέρας μου πήγε με άλλους πέντε με τα όπλα να την κλέψει, η κοπέλα φοβήθηκε, λιποθύμησε και την πήγαν με καβαλάρη στον γιατρό. Ο πατέρας μου είπε στους συγγενείς της: «Θα την παντρευτώ τώρα αλλά θα περιμένω να γίνει 15, δεν θα συνδεθώ μαζί της» και τήρησε τον λόγο του. H μητέρα μου δέχτηκε το πεπρωμένο, προκόψανε μαζί και έκαναν 14 παιδιά. Ενα στην ποδιά, ένα στην αγκαλιά. Ο μεγάλος μου αδερφός θα ήταν 100 χρονών τώρα. Μέναμε σε ένα σπίτι από χώμα. Εγώ κοιμόμουν στον αργαλειό ή και πάνω στο τραπέζι όταν οι άλλοι τέλειωναν το φαγητό.

Κώστας Καραγιάννης

Ηρθε η Κατοχή, ο πατέρας είχε πια κτήματα, κτίρια, ήταν νοικοκύρης. Δεν ήμασταν πλούσιοι ούτε στερημένοι. Εμείς τα παιδιά σταματήσαμε το σχολείο και πήγαμε στα χωράφια με τις αξίνες, σπέρναμε στάρια. Εγώ ήμουν ο τρίτος στη σειρά και ανέλαβα όλη την ιστορία. Μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος ζήσαμε ως αγρότες. Είχα ταλαιπωρηθεί πολύ με την αγροτική δουλειά, δεν μου άρεσε. Η μάνα μου και ο αδερφός μου μου υπέδειξαν να μάθω να ράβω και ήρθα εδώ. Το μαγαζί το είχαν δυο μάστορες παλιοί, ο Διονύσιος Τσαμπόπουλος και ο Αθανασόπουλος ή Κουτσούμπος από τον Πύργο· το είχαν νοικιάσει από τον πατέρα μου. Εκείνη την εποχή υπήρχαν περίπου 160 ραφτάδες στην Αμαλιάδα.

Εγώ μπήκα τελευταίος στην αγορά, 18 χρονών. Δεν είχα περιθώρια, σκεφτόμουν πότε θα παντρευτώ – άλλες εποχές τότε, με πολλές ευθύνες, αλλά ρομαντικές. Στο μεταξύ ήταν και το άλλο μικρόβιο, το αίσθημα, το οποίο βόηθαγε. Εγνώρισα την κοπέλα που πήρα γυναίκα μου όταν ήταν 13 χρονών. Εγώ ήμουν 19. Μου άρεσε, ήταν συγκρατημένη, σοβαρή. Οταν μεγάλωσε, στα δεκαπέντε, άρχισα να της μιλάω για την πρόθεσή μου, της είπα «δεν με ενδιαφέρει εάν έχεις ή δεν έχεις». Στην αρχή ετσίνησε γιατί εσπούδαζε στην Αθήνα. Δεν έδωσε απαντήσεις, εγώ επέμενα. Στη γειτονιά ήμουν ο καλύτερος και αναθεώρησε. Ολα αυτά τα χρόνια αλληλογραφούσαμε για τη ζωή, τα προβλήματα, τις λύσεις. Ηταν σοβαρός λόγος να παίρνω δύναμη και κουράγιο, δεν καταλάβαινα τίποτε. Βουνά, ποτάμια τι ήσαντε; Τίποτε. Δούλευα εδώ μέχρι τα μεσάνυχτα, δεν κουράστηκα ποτέ γιατί ήμουν γεμάτος από αισθήματα.

Η φήμη του μαγαζιού περνά τα όρια της Αμαλιάδας

Είχα βάλει σκοπό να γίνω κτήτης του μαγαζιού. Τότε πλήρωνα τα αφεντικά για κάθε κοστούμι που έραβα ο ίδιος. Εκανα όμως υπομονή γιατί έβλεπα τον ήλιο, ότι μια μέρα θα το πάρω το μαγαζί. Δεκαοκτώ μήνες έμεινα μαθητευόμενος. Η πρώτη ταμπέλα που έβαλα δικιά μου ήταν το 1950. Οι περισσότεροι πελάτες μου ήταν υπάλληλοι και δάσκαλοι. Είχα 500 από όλη την περιοχή, μέχρι και από την Τρίπολη που είχε ακαδημία εκπαιδευτικών, όλοι ερχόσαντε εδώ. Υψηλοί υπάλληλοι από τον Πύργο, από τη νομαρχία, τα υγειονομικά κέντρα, την αστυνομία. Η φήμη μας πήγαινε από στόμα σε στόμα: «Να πας στον Καραγιάννη στην Αμαλιάδα». Εγώ είχα πολλή πελατεία από το 1957-58. Από το 1966 –που ήταν η καλύτερη περίοδος– και εντεύθεν ήταν τα χρόνια που γινόταν πανηγύρι, δεν σταμάταγε η δουλειά.

Λέω στα παιδιά μου: «Θα φτιάξω ένα κάδρο με ένα ψαλίδι και μια βελόνα για να βλέπετε πούθε γίνανε όλα αυτά που έχετε σήμερα». Είμαι ευχαριστημένος από θεό και ανθρώπους. Με ένα βελόνι έλυσα όλα μου τα προβλήματα· γιατί να έχω παράπονο;

Δούλευα μέχρι και τις Κυριακές. Καθόμουν από το πρωί, από τις 6.30-7 μέχρι και 1-2 το βράδυ. Εφτιαχνα παλτά, γιλέκα, κοστούμια και κάποια ταγεράκια. Εγινε πια γνωστή η προσωπικότητα του μαγαζιού, είχα έξι παιδιά που δούλευαν μέσα και γυναίκες εξωτερικές που ράβανε παντελόνια. Εξυπηρετούσα τους πάντες και τα πάντα. Ερχεται ένας επιχειρηματίας την παραμονή του Πάσχα του ’60 και λέει: «Μπορείτε να φτιάξετε ένα κοστούμι μέσα σε δυο μέρες;». Μίλησα με τα παιδιά στο μαγαζί και τους λέω: «Τα λεφτά πάρτε τα εσείς, θέλω όμως να τον εξυπηρετήσω». Το φτιάξαμε.

Ωστόσο όταν είδα τους δασκάλους να φοράνε τζιν και να παίρνουν αυτοκίνητα, λέω «χαιρετίσματα»· κατάλαβα ότι η δουλειά θα άρχιζε να πέφτει, όπως και έγινε από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Αρχισα τότε να στρίβω το τιμόνι και έκανα επένδυση σε ακίνητα κ.λπ. Ημουν πάντως τολμηρός. Κάποια στιγμή πηγαίνω στην Αθήνα και βλέπω δυο ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που πουλάγανε μια μηχανή παγωτού. Το «σίσι» όπως το λέγαμε τότε. Εγώ το έφερα πρώτος στην Αμαλιάδα. Εβγαζα τότε μια λίρα την ημέρα. Δεν έκλεισα όμως το μαγαζί, να φύγω. Εδώ ήτανε η πηγή.

Ολα αυτά τα χρόνια έπρεπε να παντρέψω τις τρεις αδερφές μου. Τελικά τη γυναίκα μου την παντρεύτηκα το 1972. Για μήνα του μέλιτος πήγαμε στο Παρίσι που είχα έναν μπάρμπα ράφτη. Είδα καινούργια πράγματα πάνω στο επάγγελμα αλλά και στην Αμερική είδα πολλά, το μάτι έκλεβε.

Το κάδρο με το ψαλίδι και τη βελόνα

Σήμερα είναι λίγες οι παραγγελίες. Αντε να είναι κάποιος γαμπρός ή κάποιος που θέλει να φτιάξει κάτι σωστό. Το μαγαζί σήμερα δεν μου φέρνει κέρδος πια αλλά για όσο αντέχω δεν θέλω να το κλείσω. Ενα κοστούμι παλιά ήθελε μια εβδομάδα για να γίνει. Δεν υπάρχει όμως καμία σύγκριση ανάμεσα στο ραμμένο και το έτοιμο ρούχο. Αυγό χωρίς κρόκο. Ερχεται ο άλλος ύστερα από 20-30 χρόνια και μου λέει: «Καραγιάννη, έχεις ακόμη το μαγαζί; Θα μου φτιάξεις ένα παντελόνι;». Δεν είναι εύκολη δουλειά. Μην κοιτάς τα έτοιμα κοστούμια τώρα, τα κολλάνε και φεύγουνε. Είναι άλλη δουλειά, άλλα υφάσματα, μπορεί να το έχεις 20 χρόνια και να είναι ζωντανό. Αυτή την ώρα το κοστούμι πέθανε. Το επάγγελμα αυτό που τόσα χρόνια οι ραφτάδες πολεμάγανε και προσπαθούσαν να φτιάξουν το καλύτερο αποτέλεσμα, τώρα ξεχνιέται.

Η ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος αφηγείται τη ζωή της στο Documento

Κανένα από τα παιδιά μου δεν συνέχισε τη δουλειά, αλλά κι εγώ δεν ήθελα γιατί έβλεπα ότι αλλάζει η κατάσταση από το ’70 και μετά και έτσι κι αλλιώς όλα τα παιδιά μου αγαπούσαν τα γράμματα. Ολα τα προβλήματα στη ζωή μου, παντρέματα, αγορές, λύθηκαν με το βελονάκι αυτό. Το σέβομαι το μαγαζί. Λέω στα παιδιά μου: «Θα φτιάξω ένα κάδρο με ένα ψαλίδι και μια βελόνα για να βλέπετε πούθε γίνανε όλα αυτά που έχετε σήμερα». Είμαι ευχαριστημένος από θεό και ανθρώπους. Με ένα βελόνι έλυσα όλα μου τα προβλήματα· γιατί να έχω παράπονο;

Διαβάστε επίσης: Η κρυφή ιστορία ενός υποδηματοποιού από το Ηράκλειο της Κρήτης



*Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento

Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ερμίδη