Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται να αποτελεί τροχοπέδη για την επιτυχή ολοκλήρωση των διπλωματικών διαβουλεύσεων που κρατούν έντεκα μήνες και θα καταλήξουν στην υπογραφή της δεύτερης συμφωνίας ΗΠΑ – ΕΕ – Ρωσίας – Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου. Αιτία γι’ αυτό ότι Ρώσοι και Ιρανοί νιώθουν πως η θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει ενισχυθεί μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, μια και οι τιμές στην ενέργεια έχουν αυξηθεί καθώς οι κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση έχουν υποσκάψει τη δική της θέση.
Βασικός λόγος για την αποτυχία της πρώτης συμφωνίας που επιτεύχθηκε το 2015 επί Ομπάμα ήταν η υπαναχώρηση των ΗΠΑ επί Τραμπ το 2018, παρόλο που το Ιράν δεν είχε παραβιάσει κανέναν από τους συμφωνηθέντες όρους της, γεγονός το οποίο αποδέχονται και οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Ο Τραμπ τότε θεωρούσε ότι θα επιτύγχανε καλύτερη συμφωνία, παρότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε ούτε επρόκειτο να υπάρξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι ανησυχίες των Ρώσων
Οσο οι Αμερικανοί φρόντιζαν να επιβάλλουν αδιάκοπα κυρώσεις σε όποια κυβέρνηση αντιπαρερχόταν τις απαιτήσεις τους τόσο οι «αποκλεισμένοι» φρόντιζαν να δημιουργούν και να ενισχύουν τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις τους. Χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα, που ιστορικά δεν είχαν δεσμούς, πλέον διαθέτουν οικονομίες σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένες από τη Δύση, με αποτέλεσμα το ειδικό βάρος των κυρώσεων στη διαδρομή να συρρικνώνεται.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπήρξε αφετηρία για τη σκλήρυνση της στάσης της Μόσχας, αφού οι εκτεταμένες κυρώσεις που επιβλήθηκαν δημιούργησαν την εξής ανησυχία: εάν η Ρωσία συμφωνήσει στην υπογραφή της συνθήκης, τότε οι κυρώσεις και οι κίνδυνοι που απορρέουν από αυτές θα αφορούν και τις σχέσεις της με το Ιράν. Κατά συνέπεια, ο Ρώσος διπλωμάτης Μιχαήλ Ουλιάνοφ, που βρίσκεται ως αντιπρόσωπος στη Βιέννη όπου πραγματοποιούνται οι σχετικές συζητήσεις, ζήτησε γραπτές εγγυήσεις από τους δυτικούς οι οποίες θα προβλέπουν την εξαίρεση της Μόσχας και της Τεχεράνης στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Η απάντηση της Δύσης ήταν αρνητική και μάλιστα ναυαρχίδες του ευρωπαϊκού και αμερικανικού Τύπου καταγγέλλουν την τωρινή ρωσική στάση λέγοντας ότι βάζει εμπόδια στην υπογραφή της συμφωνίας. Βέβαια, είναι απορίας άξιο πώς η Μόσχα τη στιγμή που δέχεται οικονομικό πόλεμο θα συνηγορήσει και θα τον νομιμοποιήσει ώστε να επιτευχθεί η μείωση των αποθεμάτων ουρανίου που κατέχει το Ιράν και τα οποία ανησυχούν τη Δύση και το Ισραήλ.
Δεν βιάζονται οι Ιρανοί
Συγχρόνως, αυτό που ζητούσαν οι Ιρανοί από την αρχή των συνομιλιών στη Βιέννη ήταν η απόσυρση των αμερικανικών κυρώσεων ως αντάλλαγμα για τη μείωση του όγκου του ουρανίου και η παραχώρηση εγγυήσεων που θα «κλειδώνουν» με κάποιον τρόπο τη στάση των ΗΠΑ στη συμφωνία, ώστε να αποφευχθεί μια εκ νέου αποχώρηση. Οι εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνουν την προκαταβολική άρση των κυρώσεων για την πώληση του πετρελαίου και μια επιβεβαιωτική πώληση με δολάρια μέσω τραπεζικού συστήματος.
Είναι πασιφανές ότι το Ιράν νιώθει ότι πλέον έχει την ισχύ να επιβάλλει εξελίξεις και να απαιτεί από τις ΗΠΑ πράγματα που προηγουμένως δεν μπορούσε. Η ουκρανική κρίση, η άνοδος των τιμών στην ενέργεια και η αποβολή της Ρωσίας από το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών SWIFT δημιουργεί στην Τεχεράνη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αφού στο ίδιο καράβι θα βρίσκεται από εδώ και έπειτα και η Μόσχα, με πιθανή συμμετοχή της Κίνας, αρκετών μετασοβιετικών κρατών της κεντρικής Ασίας και ενδεχομένως και χωρών της Μέσης Ανατολής όπως η Συρία.
Αλλωστε αν το Ιράν επιβίωσε και ενίσχυσε τη θέση του εν μέσω σφοδρών κυρώσεων και εμπλοκής στη Μέση Ανατολή, τότε δεν έχει τίποτε να φοβάται από μια εκ νέου αποτυχία της διπλωματίας. Αγορές για το ιρανικό πετρέλαιο υπάρχουν και η νέα συντηρητική ιρανική κυβέρνηση έχει περισσότερες ευρασιατικές φωνές απ’ ό,τι η προηγούμενη που επιθυμούσε την επαναπροσέγγιση με τη Δύση.