Διηγήσεις της φοιτήτριας στη Φαρμακευτική, Μέλπως Λεκατσά, η οποία βρισκόταν στο ιατρείο της Σχολής της τον Νοέμβριο του 1973, προσφέροντας τις πρώτες βοήθειες σε όσους είχαν ανάγκη, δημοσιεύει η «Εφημερίδα των Συντακτών».
Η ίδια, συνελήφθη και βασανίστηκε στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί σχεδόν τέσσερις μήνες, ενώ κρατούσε ημερολόγιο πάνω σε ένα περιτύλιγμα σοκολάτας.
Αναλυτικά:
«Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δημοκρατικοί. Η μητέρα μου ήταν ΕΠΟΝίτισσα, από τα 14 στο βουνό, στη Λαμία, με μεγάλη δράση (ήταν στιγματισμένη αριστερή δηλαδή), και ο πατέρας μου ΕΑΜίτης, από μια πιο μεσοαστική οικογένεια, βενιζελικών. Ο ίδιος ήταν φοιτητής της Νομικής τότε και διαφώνησε στο θέμα του Σιάντου και έτσι αναγκάστηκε σχεδόν να πάει με τον Ζέρβα. Όταν έγινε δικτατορία, ήμουν στην τετάρτη Γυμνασίου (πρώτη Λυκείου σήμερα) και θυμάμαι τη μητέρα μου να τραβάει στην κυριολεξία τα μαλλιά της!
Η δικτατορία έφερε μεγάλη στενοχώρια και σκοτεινιά και στο σπίτι μας. Μπήκα στο Πανεπιστήμιο το 1970-1971, στη Φαρμακευτική. Ήταν δύσκολο να μάθουμε αν υπήρχε κάποια αντίσταση, καθώς οι πρώτοι αντιδικτατορικοί αγωνιστές είχαν ήδη πιαστεί και φυλακιστεί. Τότε είχα πάρει και τους πρώτους δίσκους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και ξεκίνησα να διαβάζω και κάποια πολιτικά βιβλία: θυμάμαι πως πήγαινα σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο, Ιπποκράτους και Σόλωνος, έλεγα ένα συνθηματικό και μπορούσα να βρω κάποια βιβλία. Νομίζω πως έπιασαν το κορίτσι που δούλευε εκεί τελικά…
Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, υπήρχε μια διάχυτη σιωπή και απόλυτη επιφυλακτικότητα. Δε μιλούσε κανένας. Κάποια στιγμή, μαθαίνω πως με είχαν διορίσει στο Συμβούλιο των Φοιτητών. Θυμάμαι πως πήγα στη Φοιτητική Λέσχη, είδα το χαρτί με το όνομά μου, το πήρα και το πέταξα κάτω. Δεν πρόλαβα να βγω έξω και δύο ασφαλίτες με έπιασαν κατευθείαν και με πήγαν στον Καλύβα, στην Ασφάλεια. “Εμείς σε τιμήσαμε με το να σε βάλουμε στο Συμβούλιο κι εσύ σκίζεις το χαρτί; Σεβαστήκαμε τον πατέρα σου, που ήταν αγωνιστής του Ζέρβα και εθνικόφρων, κι εσύ φέρεσαι έτσι;” μου είπε ο Καλύβας. Αυτοί νόμιζαν ότι επειδή ο πατέρας μου πήγε στον Ζέρβα, ήταν ντε και καλά δικός τους. “Δεν ξέρω τι νομίζετε για τον πατέρα μου, αλλά εγώ σε Συμβούλιο χωρίς εκλογές δεν μπαίνω”. Ε, αυτή η φράση ήταν η μοιραία. Άρχισε το ξύλο και το βρισίδι και με βάζουν στο στόχαστρο. Ηταν 1972.
Τότε έγινε και το πρώτο συλλαλητήριο, με τον Νικήτα Λιοναράκη. Ήταν 21η Απριλίου 1972. Διάβαζα στη Βιβλιοθήκη στα Προπύλαια και άκουσα φοιτητές να τραγουδάνε απ’ έξω στα Προπύλαια το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”. Φορούσα ένα κόκκινο σάλι τότε και βγαίνοντας έξω, άρχισα να το ανεμίζω. Λυσσάξανε οι αστυνομικοί. Μη νομίζεις, καμιά 50αριά φοιτητές ήμασταν όλοι κι όλοι με τον Νικήτα πρώτο, που βασανίστηκε πολύ επί χούντας – εκείνη τη μέρα, μαζί με άλλους δύο, τον έπιασαν και τους πήγαν στον Κορυδαλλό. Εμείς τρέξαμε και γλιτώσαμε. Τότε στα πανεπιστήμια υπήρχαν χαφιέδες παντού και κρυφοί ασφαλίτες.
Με έπιασε μανία να μάθω για όλες τις αριστερές ιδεολογίες τότε. Ήθελα να μάθω ποια ήταν η Λούξεμπουργκ (που δεν είχα ιδέα), ο Μάο, ο Τρότσκι. Ήθελα να διαβάσω και το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, αλλά δεν είχα λεφτά να το πάρω και δανείστηκα… Ωστόσο τα γεγονότα μάς πρόλαβαν στο διάβασμα. Το 1973 άρχισαν οι συλλήψεις και οι αναγκαστικές στρατεύσεις των φοιτητών. Τον Φεβρουάριο έγινε και η κατάληψη της Νομικής. Ωστόσο η “Νομική” δεν μπόρεσε να καρποφορήσει σε κάτι μεγαλύτερο, γιατί μας έκοψαν το νερό και εμείς μπήκαμε μέσα απροετοίμαστοι. Είχε πάρα πολύ κρύο (θυμάμαι πως έβγαλα μία μοκέτα απ’ το πάτωμα να ρίξω επάνω μου), δεν είχαμε φαγητό και νερό, οπότε δεν μπορούσε να κρατηθεί ο κόσμος μέσα. Ωστόσο, αυτές οι δυο μέρες ήταν πολύ σημαντικές, γιατί γίνονταν συνελεύσεις, ανεβαίναμε στην ταράτσα, χορεύαμε και το γεγονός πήρε διαστάσεις γιατί βγήκαν βίντεο και φωτογραφίες.
Αν και ποτέ δεν εντάχθηκα σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση, είχα πάρει απόφαση ότι δε θα ανεχόμουν όλα όσα συνέβαιναν. Η αδερφή μου είχε γραφομηχανή και βγάζαμε προκηρύξεις, τις έβαζα στη φόδρα από το παλτό μου κι εκεί που περπατούσα την ξήλωνα και αυτές φεύγανε στον δρόμο. Κάναμε κάποια μικροπράγματα δηλαδή, αλλά το κυριότερο ήταν πως αρχίσαμε να μιλάμε ο ένας με τον άλλο! Τότε υπήρχε κυρίως η ΑΑΣΠΕ (Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας) του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας) και η Πανσπουδαστική από το ΚΚΕ στα πανεπιστήμια και ο Ρήγας Φεραίος φυσικά. Βοηθούσα σε ό,τι χρειαζόταν παντού, χωρίς να είμαι οργανωμένη. Στις 8 Μαΐου 1973 ήταν η μαύρη μέρα για τους φοιτητές, καθώς για πρώτη φορά το καθεστώς απροκάλυπτα συλλαμβάνει το βράδυ περίπου 38 φοιτητές και τους οδηγεί στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και στο ΚΕΣΑ (ένα Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικής Αστυνομίας, όπου βασάνιζαν πολύ) και αλλού. Βλέπεις, το ΕΑΤ-ΕΣΑ δεν είχε αρκετά κελιά. Εμένα δε με έπιασαν, γιατί με ειδοποίησαν και είχα φύγει από το σπίτι.
Στις 14 Νοέμβρη 1973 μπήκαμε στο Πολυτεχνείο για να κάνουμε τις πρώτες ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Σκοπός μας ήταν ωστόσο η κατάληψη. Έγινε η Επιτροπή Αγώνα και οργανωθήκαμε τρομακτικά καλά (με καμία καταστροφή του χώρου!). Ο ραδιοσταθμός ήταν καθοριστικής σημασίας, γιατί έφερε κοντά μας εργάτες και μαθητές. Θέλω να το τονίσω αυτό: η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξεπέρασε τους πάντες! Ήταν μια αριστερή εξέγερση (εγώ τουλάχιστον δεν ήξερα κανέναν δεξιό εκεί μέσα), πάνω και πέρα από κόμματα. Ήταν μια συλλογική αριστερή εξέγερση. Μια προσπάθεια να αντισταθούμε στο καθεστώς, έχοντας όμως τη σφραγίδα του αυθόρμητου. Ξεκίνησε οργανωμένο, αλλά μας ξεπέρασε όλους. Ήμουν υπεύθυνη στο ιατρείο και το φαρμακείο (αργότερα αναγνώρισα σε φωτογραφίες τα γράμματά μου στις λέξεις “Ιατρείο/Φαρμακείο”) και έδινα τις πρώτες βοήθειες, μέχρι και χειρουργεία έκανα – είχαμε τρομακτική οργάνωση (προμήθειες, μαγειρείο, ζεστά ρούχα κ.λπ.).
Λένε και ξαναλένε πως δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο. Μέγα ψέμα! Στα χέρια μου πέθανε ένα κορίτσι 14 ετών, με σφαίρα (δεν ήταν πλαστικές που έλεγαν, ήταν κανονικές) στο μέτωπο. Παιδιά με σακατεμένα μέλη. Κανένας δεν θέλησε να φύγει όταν το απόγευμα της 16ης Νοέμβρη μάθαμε πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Κανένας! Ακόμη έχω τη φωνή του Παπαχρήστου στ’ αυτιά μου…
Εκείνη τη μέρα γλίτωσα και βγήκα στην παρανομία μαζί με τους Γιώργο Παριανό και Σπύρο Γεωργάτο. Μας έπιασαν παραμονή Χριστουγέννων από Αμοργού 19 (απέναντι από το σημερινό Θέατρο Χώρα) από ένα τηλέφωνο που έγινε και παρακολουθούνταν. Μας πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Άκουγα τις φωνές τους από τα διπλανά κελιά.
Έμεινα τρεισήμισι μήνες στην απομόνωση. Μικρό κελί, χωρίς φως και πολύ κρύο (είχε χιονίσει τον χειμώνα του 1974). Ακόμα και το να πάω τουαλέτα ήταν βασανιστήριο. Με έπιασαν με ένα νυχτικό και τελευταία στιγμή η κυρία του σπιτιού που ήμουν, μου πέταξε ένα ελαφρύ πανωφόρι. Πολύ κρύο, πολύ ξύλο και βρισίδι. Σε υποτιμούσαν τραγικά ως άνθρωπο. Τις γυναίκες μάς φέρονταν λες και είχαμε κάνει πιάτσα. Κάποια στιγμή είδα τον Σταύρο Παράβα, θυμάμαι, για λίγο, για ανάκριση, αλλά άνθρωπο δεν έβλεπα για μήνες. Μόνο ανακριτές και βασανιστές (ο Τζάλας ήταν φριχτός). Μια φορά ήταν να έρθουν οι δικοί μου και με άφησαν να κάνω ένα μπάνιο. Ημουν ήδη ενάμιση μήνα εκεί. Χωρίς σαπούνι, με παγωμένο νερό, μες στον χειμώνα, με τους ασφαλίτες να με κοιτάζουν, να καπνίζουν και να γελάνε, σε ένα παράπηγμα (εκεί που τώρα είναι ένα καφέ στο ΕΑΤ-ΕΣΑ). Ακόμα θυμάμαι αυτό το βλέμμα πολύ καθαρά… Δεν ένιωθα άνθρωπος. Δεν ήσουν πια άνθρωπος. Ζώα, αγρίμια γινόμασταν. Μόνο να επιβιώσουμε και να μη σπάσουμε σκεφτόμασταν…
Έναν από αυτούς τον είδα χρόνια μετά, στο φαρμακείο μου, ως πελάτη. Με αναγνώρισε. Είπε “συγγνώμη”, έχω συγχωρέσει, αλλά ακόμη κι αν λένε πως ήταν αναγκασμένοι να βασανίσουν, θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να μην είναι τόσο σκληρό το ξύλο. Θυμάμαι πως από μια τρυπούλα στην πόρτα του κελιού είδα τον Γεωργάτο να τον κουβαλάνε, μαύρο κυριολεκτικά από το ξύλο.
Είχα λιποθυμήσει και ο γιατρός είπε να μου δώσουν μια σοκολάτα. Έκλεψα ένα στιλό από το γραφείο του ανακριτή και έγραφα εκεί. Το έχω κρατήσει.
Με ρωτάς για το σήμερα. Δεν έχω δικαίωμα να είμαι απογοητευμένη. Ζήσαμε την εξέγερση, που ήταν ένα θαύμα! Ξεπεράσαμε τον εαυτό μας, αγωνιζόμασταν για υψηλές αξίες: Ψωμί (κοινωνική δικαιοσύνη δηλαδή) – Παιδεία (μόρφωση και πολιτισμό) – Ελευθερία! Δεν έριξε το Πολυτεχνείο τη χούντα, αλλά έκανε ρωγμή. Στην ίδια την Ιστορία. Ο κόσμος, όσος κόσμος ήθελε, ξύπνησε. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά.
Στο Πολυτεχνείο φοβόμασταν, αλλά αυτό το “όλοι μαζί” μας έκανε και ξεπερνούσαμε κάθε φόβο και αμφιβολία. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω – ήταν το κάτι άλλο! Ήμασταν περιορισμένοι αλλά ελεύθεροι. Σαν τους Μεσολογγίτες. Το Πολυτεχνείο τούς πόνεσε πολύ και πονάει τη Δεξιά και την Ακροδεξιά και έως σήμερα. Γιατί φάνηκε πως έστω και μια χούφτα άνθρωποι, όλοι μαζί όμως, μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα θαύμα μέσα στην κόλαση. Θαύμα ήταν! Και τους πονάει γιατί δεν μπόρεσαν ούτε να το αποτρέψουν ούτε να το χειραγωγήσουν. Πάντοτε οι πρωτοπορίες είναι που αντιδρούν. Οι άλλοι ή θα ακολουθήσουν ή θα μείνουν σιωπηλοί. Προσωπικά, είμαι έτοιμη να ξαναβγώ στους δρόμους, γιατί έχει παραξεφύγει το πράγμα. Πρέπει να δοθεί μια ηχηρή απάντηση».
Πηγή: Efsyn.gr