Αγαπητέ Παύλο, Σου γράφω κρεμασμένος απ’ την άκρη του τσιγάρου.
Ναι, ξανάρχισα να καπνίζω, αλλά ελπίζω να το κόψω, να χάσω κιλά και να ξαναμπώ στο γήπεδο, όπως τότε παλιά στο ξερό του Ηρακλή και της Σταυρούπολης, στο Καυτανζόγλειο με την ομάδα της Νομικής και στο Πανόραμα φυσικά, απ’ όπου βλέπεις να θροΐζουν τα φοιτητικά μας χρόνια και η άψη της νεότητος.
Οχι, δεν θέλω να σου γράψω για τη «χρυσή μέθη» αλλοτινών καιρών, παρότι δεν με αφήνει ήσυχο μια δαιμονισμένη νοσταλγία για τα παλιά. Λένε πως αυτό συμβαίνει στους ηλικιωμένους. Νοσταλγούν γιατί βαδίζουν πια στην έρημο της ηλικίας τους. Ομως δεν την εχθρεύομαι τη νοσταλγία. Απλώς δεν της επιτρέπω να μυθολογεί το παρελθόν και να με εγκλωβίζει στο ανεπίστρεπτο.
Για τη ροή του χρόνου θα σου γράψω, φίλε. Για τα δευτερόλεπτα που ορμάνε σαν τερμίτες και κατασπαράζουν τον χρόνο που μας έταξε διαθέσιμο η μοίρα. Προηγουμένως, όμως, άκου κάτι αστείο: λέω και γράφω συχνά «όπως έλεγαν οι παλιοί», χωρίς να συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή ότι παλιοί είμαστε εμείς πια.
Εννοείται ότι δεν έχει νόημα να λες επίσης εκείνα τα χλωμά που επιστρατεύει η άρνηση να συμβιβαστείς με τη λευκασμένη πραγματικότητα. Μιλώ γι’ αυτά, μωρέ, τα λιπόθυμα, «νιώθω νέος» κ.λπ. κ.λπ. Να σου πω την αλήθεια, εγώ στεγάζω αλλού τη δίψα μου για ζωή και δράση. Σ’ εκείνο το «όμορφα παλιώνουμε» του Σαββόπουλου και στο «γερνάω επιτυχώς» του Σκαμπαρδώνη…
Αλλά ό,τι και να πούμε, Παύλο, σκώρος ο χρόνος, σαράκι και φάουσα. Ανεμίζει τις απειλές του, ελαύνει, πολιορκεί και συντρίβει το ευάλωτο κάστρο μας, αφήνοντας κατοχικά αποτυπώματα. Τρώει τη φλούδα μας και μαραίνει τους χυμούς ο βλοσυρός φύλακας, ο χρόνος. Μετράει διαστήματα φθοράς και μας οδηγεί έγκλειστους στο κρατητήριο του τέλους…
Αθυρμα στα χέρια του, δηλαδή. Γιατί ένα ανοιγοκλείσιμο ματιών η ζωή μας. Και τι να προλάβει ο νους, πες μου. Και τι να σχεδιάσουν τα μολύβια της ψυχής; Βάσκανος μοίρα κοινή η μοίρα των ανθρώπων. Και θα ’λεγα ας όψεται το έλλογον που δεν επιτρέπει να πιάσεις στασίδι αμεριμνησίας για τον χρόνο και το τέλος…
Ομως, για δες. Κάτι τέτοιες στιγμές σαν ετούτες τις καταληκτήριες του έτους βλέπω τρυφερά ως και τους εχθρούς μου. Φυλακίζω την Αδράστεια και βαδίζω δίπλα τους, συνοδοιπόρος στο πεπερασμένο. Ακόμη κι εκείνοι οι πικρούτσικοι της πλεγματικής φτήνιας φαίνονται φίλοι κι αδελφοί τέτοιες ώρες που αλλάζει ο χρόνος και βαραίνουν περισσότερο οι ώμοι μας.
Ολα μαύρα λοιπόν; Οχι βέβαια. Οι άνθρωποι, παρότι ξέρουμε πως είμαστε περαστικοί, ζούμε με όρους αιωνιότητος. Σχεδιάζουμε, παλεύουμε, λυσσάμε, πολεμάμε, χάνουμε, νικάμε κι άντε πάλι στον στίβο, χαλκέντεροι, πυρφόροι και αποφασισμένοι – για το καλό ή το κακό δεν έχει σημασία, αν μ’ εννοείς.
Κι άκου, φίλε μου, τι λέει επ’ αυτού εκείνος ο αγλαός της Λατινικής Αμερικής, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Εχω πολύ δρόμο να διανύσω. Υπάρχουν φεγγάρια στα οποία δεν έχω αλυχτήσει ακόμη και ήλιοι που ακόμη δεν μ’ έχουν πυρπολήσει»…
Θα ήθελα κι άλλα να σου γράψω για τον χρόνο και την αιωνιότητα, με τη βοήθεια του Πλωτίνου φέρ’ ειπείν, αλλά δεν πειράζει. Θα τα πούμε όταν ανέβω στη Θεσσαλονίκη με τα ποδοσφαιρικά μου, έτοιμος για μπάλα.
Καλή χρονιά!