Το φάντασμα του Κόλλια

Το φάντασμα του Κόλλια

Πώς θα περιέγραφε ο ιστορικός του μέλλοντος την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα; Αν συγκέντρωνε πληροφορίες από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, θα έγραφε ότι η χώρα ζούσε μια ανέμελη περίοδο την οποία μάλιστα σηματοδοτούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός με διακοπές, μπούτια και μεγάλα μακροβούτια. Αν οι πηγές ήταν τα διεθνή ΜΜΕ, τότε η Ελλάδα θα βρισκόταν στη δίνη ενός σκανδάλου υποκλοπών και παραβίασης της δημοκρατίας, με τον πρωθυπουργό να έχει προσωπικά την ευθύνη για παρακολούθηση πολιτικών του αντιπάλων, δημοσιογράφων αλλά και εσωκομματικά ενοχλητικών.

Οι «New York Times» συγκρίνουν την κυβέρνηση στην Ελλάδα με το στρατιωτικό καθεστώς της δικτατορίας, ο «Guardian» κάνει αναφορές στον Μητσοτάκη ως Ορμπάν και το ΒΒC περιγράφει ένα σκάνδαλο κατά της δημοκρατίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται στην τελική ευθεία του κατηφορικού δρόμου που τον οδηγεί όλο και με μεγαλύτερη επιτάχυνση στη μετωπική σύγκρουση με το δημιούργημά του. Το θέμα όμως δεν είναι ο Μητσοτάκης αλλά οι θεσμικοί παράγοντες που δέχτηκαν να τον ακολουθήσουν σε αυτό τον κατήφορο.

Οι παρακολουθήσεις πολιτών παραβιάζουν το άρθρο 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, το άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Μήπως πρέπει να ακουστούν οι ερπύστριες για να αντιδράσει η Δικαιοσύνη ως θεσμικός μηχανισμός; Πού είναι αλήθεια εκείνες οι Ενώσεις Δικαστών ή/και Εισαγγελέων για να βγάλουν ανακοινώσεις; Πού είναι η ηγεσία της Δικαιοσύνης να αποδείξει εν τοις πράγμασι ότι αποτελεί ανεξάρτητη και διακριτή συνταγματική εξουσία; Τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών και εισαγγελέων, που συχνά πυκνά επαίρονται ότι δεν είναι κλαδικά και συντεχνιακά όργανα αλλά θεσμικοί παράγοντες, έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους μαζί με το σύνταγμα. Η δε Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει για μια ακόμη φορά αποδείξει ότι ειδικεύεται στις νομικές μεθοδεύσεις συσκότισης και συγκάλυψης. Διενεργεί έρευνα για το πώς έμαθαν οι παρακολουθούμενοι ότι παρακολουθούνται, ενώ η δικαστική έρευνα για τις παρακολουθήσεις αυτές καθαυτές στάλθηκε σε έναν πταισματοδίκη, χωρίς μάλιστα, όπως αποκαλύπτει το Documento, να οριστεί καν σε ποιον εισαγγελέα θα επιστρέψει η έρευνα.

Πού είναι το κύρος, η αξιοπρέπεια, το θάρρος και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι της εκτελεστικής εξουσίας; Σε ποιες ηχητικές καταγραφές παρακολουθήσεων με «τούρτες», «ψάρια» και δώρα σε δικαστές έχουν υποθηκευτεί τα φημολογούμενα θεσμικά όπλα της Δικαιοσύνης; Πόσοι εκβιάζονται ώστε να θεωρείται κανονικότητα ακόμη και η παραβίαση του απορρήτου σε πολιτικούς;

Εδώ και χρόνια πάνω από τη Δικαιοσύνη πλανιέται το φάντασμα του Κωνσταντίνου Κόλλια, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο οποίος έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας. Το στοίχειωμα της Δικαιοσύνης από τον Κόλλια δεν εντοπίζεται στις αδιαμφισβήτητα υπαρκτές πολιτικές προτιμήσεις μελών του ανώτατου δικαστηρίου σε συντηρητικές απόψεις και στο «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών». Εντοπίζεται κυρίως στην καταστροφική σχέση που διατηρούν με το πολιτικό σύστημα και την προθυμία τους να το ικανοποιήσουν. Οι Κόλλιες σήμερα έχουν στενότερες σχέσεις με τον Μητσοτάκη και με διεφθαρμένα κομμάτια του κλήρου και της επιχειρηματικότητας παρά με το κράτος δικαίου. Και οι μέθοδοί τους είναι τραγικά οι ίδιες.

Οταν το 1963 δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης αποκαλύφθηκε πολύ γρήγορα ότι δολοφόνοι του ήταν παρακρατικοί οι οποίοι έπαιρναν εντολές από τον διοικητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος Κωνσταντίνο Μήτσου. Τους φονιάδες αποκάλυψαν η δημοσιογραφική έρευνα και το θάρρος δύο δικαστικών, του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη (μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας) και του εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη. Ο Κόλλιας τότε, ως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, χώρισε τη δικογραφία σε δύο μέρη για τους φυσικούς αυτουργούς και τους ηθικούς (κυβέρνηση και χωροφυλακή) και κατάφερε να καλύψει τις ευθύνες για το έγκλημα.

Τίποτε δεν άλλαξε από τότε. Πιστοί στις μεθόδους που ακυρώνουν τη δημοκρατία, οι Κόλλιες σαλαμοποιούν δικογραφίες, παρεμβαίνουν, καθυστερούν υποθέσεις για να πετύχουν τη (συγ)κάλυψη. Είτε πρόκειται για τη Novartis είτε για το ΚΕΕΛΠΝΟ είτε για την κάλυψη του Λιγνάδη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κάλυψη και ενοχοποίηση όσων τόλμησαν να ψάξουν ή να απαιτήσουν δικαιοσύνη.

Το σύστημα είναι υποκριτικό και επικίνδυνο. Στα συνέδρια μιλάει για δικαιοσύνη και δημοκρατία, στις στομφώδεις ομιλίες διυλίζει τους νόμους για να φτάσει στον πυρήνα της απονομής δικαίου, αλλά λειτουργεί σαν μια εγκληματική σέχτα που εξυπηρετεί και αλληλοεκβιάζεται.

Η περίοδος αμφισβήτησης της Δικαιοσύνης που διανύουμε δεν είναι τυχαία. Το διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο με την κυβέρνηση κομμάτι της Δικαιοσύνης αντέγραψε το δόγμα Μητσοτάκη. Επεισε τον εαυτό του ότι αποτελεί το κράτος, που οφείλει κυνικά να προστατεύσει τα εγκληματικά (του) κεκτημένα. Επιπλέον, πίστεψε ότι αυτή η τακτική θα εξασφαλίζει τη μακροχρόνια επικράτησή του. Ετσι έγινε ασύδοτο και απρόσεκτο. Δεν ενδιαφέρεται για τις συνέπειες, οι οποίες θεωρεί ότι δεν θα υπάρξουν, αλλά για την εκπλήρωση του στόχου.

Πάρτε για παράδειγμα όσα έχουν αποκαλυφθεί για την εισαγγελέα της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου, η οποία έχει υπογράψει 15.000 διατάξεις για παρακολουθήσεις πολιτών το 2021. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη (είχε δηλαδή την εισαγγελική έγκριση) αλλά δεν έπρεπε να γίνει. Δηλαδή η εισαγγελέας νομιμοποίησε κάτι που δεν έπρεπε να νομιμοποιήσει. Ποιος την έχει ελέγξει γι’ αυτό; Ποιο ελεγκτικό όργανο της Δικαιοσύνης έχει ζητήσει να ελεγχθεί η κ. Βλάχου, η οποία εμφανίζεται να υπογράφει 60 διατάξεις παρακολούθησης κάθε μέρα, χωρίς φυσικά να μπορεί να ελέγξει την αναγκαιότητά τους (εκτός αν δεν τρώει, δεν κοιμάται και δεν φεύγει από το γραφείο της);

Επιπλέον, ποιο όργανο της Δικαιοσύνης, θεσμικό ή συνδικαλιστικό, στάθηκε απέναντι στον νόμο Μητσοτάκη με τον οποίο αφαιρείται στον πολίτη το δικαίωμά του να ενημερωθεί εκ των υστέρων για την παρακολούθησή του; Εφόσον ένας πολίτης δεν γνωρίζει αν έχει υποστεί παρακολούθηση δεν έχει δικαίωμα να προσφύγει νομικά για την πιθανή αδικία που έχει υποστεί. Αυτό καθιστά τον νόμο Μητσοτάκη αντισυνταγματικό. Πού είναι λοιπόν το ΣτΕ ή τα άλλα θεσμικά όργανα, τα οποία την εποχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έβγαζαν αντισυνταγματικούς νόμους πιο γρήγορα απ’ ό,τι ψηφίζονταν στη Βουλή, για να μας πει για τη συγκεκριμένη αντισυνταγματικότητα; Μόνο η ΑΔΑΕ είχε δημοσιοποιήσει διά του προέδρου της Χρήστου Ράμμου την άποψη ότι ο συγκεκριμένος νόμος είναι προβληματικός με βάση το σύνταγμα.

Δεν έχει κανένα νόημα να προτάσσουμε συνεχώς τη σωστή άποψη ότι η πλειονότητα των δικαστών και εισαγγελέων δεν είναι διεφθαρμένη ως αντίβαρο σε όσα βλέπει και σχολιάζει η κοινωνία. Η πρόταξη αυτή δεν προστατεύει τη Δικαιοσύνη αλλά δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις, αφού αυτοί που καθορίζουν τα πράγματα δεν είναι οι γενναίοι και τίμιοι της έδρας του δικαστηρίου αλλά όσοι μπορούν να τους ελέγχουν και να τους ακυρώνουν. Είναι υπόθεση των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας να θέσουν ως θέμα της πολιτικής ατζέντας την εξυγίανση στη Δικαιοσύνη.

ΥΓ.: Επειδή ξέρω ότι για μία ακόμη φορά διάφοροι υποκριτές στον χώρο της Δικαιοσύνης θα επιδεικνύουν αυτό το άρθρο στους συναδέλφους τους ως χτύπημα στη Δικαιοσύνη, τους προτείνω πρώτα να δημοσιοποιήσουν το πόθεν έσχες τους που κρατάνε περίκλειστο και στη συνέχεια να αποδώσουν κατηγορίες. Για να είναι και πιστευτοί.

Documento Newsletter