Πώς φτάσαμε να αναζητάμε τον ζωτικό μας χώρο στις συναυλίες του; Αυτός ο τόσο εγκεφαλικός δημιουργός αλλά και λαϊκός καλλιτέχνης Θανάσης Παπακωνσταντίνου κατάφερε εδώ και χρόνια να στείλει το σήμα ότι τα live του είναι τόποι αλληλεγγύης, ελευθερίας και δημοκρατίας.
Από την Κυριακή το βράδυ που ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κατέβηκε από τη σκηνή του Θεάτρου Βράχων, τελευταία συναυλία ενός απίστευτου σερί δεκαπέντε sold out εμφανίσεων μέσα σε ένα μήνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, μιλάμε – και γράφουμε– για τέλος εποχής. Οι συναυλίες του έχουν καταγραφεί τόσο βαθιά στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως ξέφρενα διονυσιακά πανηγύρια, που με έναν τρόπο σαν να πέρασαν στο DNA μιας γενιάς που θα έχει μελλοντικά πολλά να διηγηθεί για «τότε που πηγαίναμε στα live του Θανάση». Πώς όμως φτάσαμε να αναζητάμε τον ζωτικό μας χώρο σε συναυλιακές σκηνές σε μια εποχή που αφυδατωνόμαστε καθημερινά από ακρίβεια, σκάνδαλα, καταστολή και συρρίκνωση ελευθεριών και από ένα διάχυτο οχαδερφισμό; Η απάντηση είναι σύνθετη όσο και απλή: οι συναυλίες του Θανάση ήταν πάντοτε ανάσα βαθιά. Χώροι ελευθερίας, δημοκρατίας και αλληλεγγύης, κόντρα σε συστημικές κανονικότητες. Κι αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου αυτονόητο.
Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν την ανακοίνωση πριν από μερικούς μήνες ότι σταματάει τις ζωντανές εμφανίσεις –κλείνοντας τον κύκλο της διονυσιακής περιόδου, όπως είπε και ο ίδιος– φαίνεται ότι περιέχουν και μια παραδοξότητα. Γιατί ναι μεν δήλωσε την πρόθεσή του να σταματήσει τα live –μικρά ή μεγαλύτερα διαλείμματα έχει κάνει στο παρελθόν–, αλλά παράλληλα ξεκαθάρισε ότι θα είναι δισκογραφικά παρών και τώρα και στο μέλλον. Δηλαδή θα είναι εδώ, θα γεννάει τραγούδια. Και μάλιστα έχει μπόλικα στα σκαριά, ενώ περιμένουμε πώς και πώς τουλάχιστον ένα δίσκο: τα ανέκδοτα του Μάνου Λοΐζου. Επομένως δεν πρόκειται για ολιστική απόσυρση, δεν θα πάει ασκητής, αποσυρμένος από τα εγκόσμια και τα καθημερινά. Αποχωρεί από τον προβολέα της σκηνής για να αφοσιωθεί στη δημιουργική μοναξιά των λίγων τετραγωνικών ενός στούντιο και στη μοναξιά των (θεσσαλικών) κάμπων με βαμβάκι. Γιατί λοιπόν όλος αυτός ο χαμός;
Ζωτικός χώρος ελευθερίας
Η τέχνη ήταν πάντοτε (και) παρηγοριά, αποκούμπι, καταφύγιο και για τα εύκολα αλλά και –κυρίως– για τα δύσκολα. Του Θανάση όμως, εκτός από την ίδια την τέχνη και τα τραγούδια του, είναι και οι ζωντανές εμφανίσεις του όχι μόνο παρηγοριά, αλλά και πεδίο ελευθερίας. Στις συναυλίες του γέμιζαν οξυγόνο τα πνευμόνια, τα εγκεφαλικά κύτταρα και η ψυχή. Και τα τραγούδια του εξελίχθηκαν σε συγκολλητική ουσία αγνώστων μεταξύ τους, γιατί η αρένα και η κερκίδα των συναυλιών του είναι πολιτική, είναι ιδεολογική, χωρίς ποτέ να γίνει κομματική – άλλωστε αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ ο ίδιος. Κατάφερε συναυλία τη συναυλία εδώ και πολλά χρόνια να στείλει ένα σήμα ότι τα live είναι τόποι φιλόξενοι για αλληλεγγύη, ελευθερία και δημοκρατία. Ενας χώρος όπου μπορούμε να νιώθουμε ότι δίπλα μας στέκονται σύντροφοι στη ζωή όχι επειδή τραγουδάμε με το ίδιο πάθος τα ίδια τραγούδια αλλά επειδή είμαστε ομοϊδεάτες στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και την τέχνη, την κοινωνία και τελικά την ίδια τη ζωή. Είναι ωραίο το αίσθημα της συντροφικότητας, είναι ωραίο το αίσθημα του ανήκειν σε μια ομάδα – πόσo μάλλον σε μια εποχή που υπάρχει διάχυτη απογοήτευση από την πολιτική, τους πολιτικούς, τα κόμματα, τις κυβερνήσεις. Δεν νομίζω ότι σε συναυλίες άλλου καλλιτέχνη έβλεπες τόσo πολλά παιδιά˙ γονείς να παίρνουν μαζί τα πιτσιρίκια τους ώστε να θυμούνται μεγαλώνοντας ότι ήταν εκεί όταν γραφόταν ιστορία από ένα δημιουργό που εξελίχθηκε σε καλλιτεχνικό σύμβολο των καιρών μας, που έκανε να ονειρευόμαστε ότι ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός, ακόμη κι αν είναι ψηλά, εκεί στην Ανδρομέδα…
Εγκεφαλικός δημιουργός
Πώς φτάσαμε, όμως, ένας συνθέτης με τεράστιο μεν ταλέντο αλλά που προσγειώθηκε στη μουσική σκηνή σαν αλεξιπτωτιστής πριν από τριάντα χρόνια με την «Αγία νοσταλγία» προερχόμενος από ένα τεχνικό επάγγελμα να γίνει ο δικός μας Θανάσης, να κάνει απανωτά τριήμερα sold out τα τελευταία χρόνια, τα εισιτήρια να εξαφανίζονται με την ταχύτητα του φωτός, να γεμίζει (πέρυσι) τη Ριζούπολη με 25.000 κόσμο και να κάνει (φέτος) 15 sold out συναυλίες μέσα σε ένα μήνα, αυτές του αποχαιρετισμού, έχοντας μάλιστα πολλά χρόνια αποχωρήσει από τα μαγαζιά και τις μουσικές σκηνές; Και να κάνει χιλιάδες κόσμου να ξεσπούν στο πληκτρολόγιο όλες αυτές τις μέρες ένα συναίσθημα απέραντης θλίψης που σταματούν τα live, απόδειξη ότι αυτός ο τόσο εγκεφαλικός δημιουργός είναι λαϊκός καλλιτέχνης. Μια τεράστια επιτυχία που δεν είχε ανάγκη ποτέ από τηλεοπτικό promotion – μία μοναδική φορά εμφανίστηκε στην τηλεόραση πριν από δύο δεκαετίες– ή συμβατικούς δρόμους επικοινωνίας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ο Θανάσης δεν έδινε συνεντεύξεις – ποτέ δεν σνόμπαρε τους δημοσιογράφους. Και τι παράξενο, να γράφουν ιστορία οι εμφανίσεις ενός ανθρώπου με μια εκ φύσεως συστολή –πόσες φορές τον είδαμε στη σκηνή με τα χέρια σταυρωμένα– που ποτέ δεν έφυγε, όσα χιλιόμετρα κι αν έγραψε το κοντέρ στην έκθεση.
Η διαδρομή χτίστηκε φυσικά νότα νότα, στίχο στίχο, δίσκο δίσκο. Από ένα σπάνιο μουσικό μυαλό που πήρε τη σκαπάνη και την έμπηξε βαθιά αλλά βελούδινα στις παραδοσιακές μουσικές, ντύνοντάς τες με ένα σχεδόν ηλεκτροφόρο ηλεκτρισμό με τα μπάσα στη διαπασών. Κι από ένα μοναδικό στιχουργικό ταλέντο που έλκεται από τη δύσκολη και εκλεκτική στρατόσφαιρα της ποίησης, βγαλμένης φορές από την πένα άλλων ποιητών –όπως η «Ηλιόπετρα» του Μεξικανού Οκτάβιου Παζ– αλλά και από τον βράχο, το νερό, τον Θεσσαλικό κάμπο – «Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει/ που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει» έχει γράψει για την πατρίδα του τη Λάρισα στην «Αμερική», σε έναν από τους πιο όμορφους στίχους του.
Ολα αυτά τα χρόνια με τον στίχο του έσκυψε με στοργή πάνω από τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κατάσταση. Εγραψε την «Κοιλάδα των Τεμπών» ορμώμενος από μια κουβέντα που είχε πριν από χρόνια με ένα μηχανοδηγό και έγινε πλέον το σάουντρακ μιας εθνικής θλίψης αλλά και οργής για ένα έγκλημα και τη συγκάλυψή του. Εγραψε το «Χομαγιούν και Βακάρ» για δύο μετανάστες που βίωσαν στο ανεπιθύμητο πετσί τους το κύμα της Λαμπεντούζα και τα συρματοπλέγματα της Μυτιλήνης. Τον «Πεχλιβάνη» για την αποχαύνωση που προκαλεί η τηλεόραση. Εμπνεύστηκε την «Τάλα» από το τετράχρονο κοριτσάκι από τη Συρία που βρέθηκε κουλουριασμένο στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα του στον παγωμένο Εβρο.
Είναι πολλές οι στιγμές που έκαναν ξεχωριστές τις συναυλίες του. Ξεκινώντας από την τελευταία, που ανέβασε στη σκηνή ένα πιτσιρίκι να τραγουδήσει την «Αμερική» – γραμμένη για τους Ελληνες μετανάστες– που το γνώρισε στα σχολεία της Γκράβας με μαθητές από πολλές φυλές κι ήταν αυτή η συνύπαρξή τους που έκανε τον Θανάση να νιώσει εκεί ωραία. Στις δικές του συναυλίες έγινε αυτονόητο, εντελώς φυσικό και ταυτοτικό, να κυματίζουν παλαιστινιακές σημαίες. Ελεγε σε συναυλία του, συμπυκνώνοντας σε μερικές αράδες το κοινό περί δικαίου αίσθημα: «Υπάρχει τώρα μια μεγάλη τοξικότητα και βλέπουμε συστημικούς τύπους σαν τον Λιγνάδη, σαν τον τύπο που σκότωσε τον Ζακ, σαν τον Κορκονέα να πέφτουν στα πούπουλα κατά κάποιον τρόπο και βλέπουμε και αντισυστημικούς φτωχοδιάβολους σαν τον Μιχαηλίδη, σαν τον Καλαϊτζή και ακόμη άλλους, μετανάστες, πρόσφυγες, που επειδή δεν υπάρχουν κοινωνικές ομάδες να τους υποστηρίξουν, υφίστανται την κρατική καταστολή, της Δικαιοσύνης – όχι τον ήλιο τον νοητό που περιμένουμε, τον ήλιο τον ανόητο, που υπάρχει αυτήν τη στιγμή».
Επαιζε σε συναυλίες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, έκανε τραγούδι την ιστορία του αναρχικού Τζούλιο Μανιέρι αλλά και του υπολοχαγού του Ζαπάτα Φορτίνο Σαμάνο. Εχει αναφορές στον Τσε, τον Λόρκα, στο αντάρτικο τραγούδι. Ε για όλα αυτά τα τραγούδια του έγιναν μες στα χρόνια πολλαπλασιαστές ενός κοινού που αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο και ενός συναισθήματος που σαν να περίμενε από καιρό τη βαλβίδα της χύτρας να σηκωθεί και να φυσήξει μέσα κι έξω μας ένας σαρωτικός αέρας πεχλιβάνης.
Καλλιτεχνικό σύμβολο
Στην τελευταία του συναυλία συγκίνησε με πολλά από όσα είπε. Εκανε και μια παραδοχή, ότι το να ασχοληθεί με τα τραγούδια ήταν μια ανάγκη που είχε για τη δική του ύπαρξη, «για να μπορέσω να σταθώ όρθιος σ’ αυτό τον κακοτράχαλο δρόμο που είναι η ζωή», όπως είπε, και κατέληξε ότι «η δημιουργία είναι μια εγωιστική διαδικασία. Το λέω συνέχεια… Αυτό που στεφανώνει την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η θυσία –παιδιά– κι εγώ δεν ένιωσα ότι θυσίασα κάτι».
Τι ειρωνεία όμως να μιλάει για εγωισμό ένας καλλιτέχνης που θυμάμαι σε μια συνέντευξη να μου λέει: «Ακόμα κι αν τα ’χω καλά με τον εαυτό μου, αυτό δεν είναι λύση. Πρέπει και η κοινωνία γύρω να είναι καλά για να ευδοκιμήσει η εσωτερική γαλήνη». Αν δεν είναι αυτό ένδειξη αλτρουισμού, το να συνδέεις το μέσα σου με το έξω χωρίς να αδιαφορείς ή να βολεύεσαι, τότε δεν ξέρω τι είναι. Και παράλληλα να μην κρύβεσαι ποτέ, να μιλάς χωρίς φόβο υπερασπιζόμενος τους αποσυνάγωγους αυτού του κόσμου, πρόσφυγες, μετανάστες, φτωχοδιάβολους και απεργούς πείνας, αλλά και να υπερασπίζεσαι τους φοιτητές και την ορμή της νεότητας, ακόμη και το δικαίωμα στο λάθος.
Για όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη ο Θανάσης έγινε το καλλιτεχνικό σύμβολο των καιρών μας. Καθόλου δεν μας εξέπληξε ότι, ενώ είχε πει το συναυλιακό αντίο, τελικά ανακοίνωσε ότι θα κάνει μια εξαίρεση για να συμμετέχει τον Οκτώβριο σε συναυλία για τον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών και ευχήθηκε: «Ελπίζω να είστε όλοι εκεί για να κάνουμε έναν κόσμο καλύτερο». Κι από εκεί κι έπειτα θα περιμένουμε να επιστρέψει στη σκηνή, που όταν και εφόσον αυτό συμβεί, όπως είπε και ο ίδιος, θα κυριαρχεί το απολλώνιο στοιχείο. Μέχρι τότε «ο νους μας είναι αληταριό κι όλο θα δραπετεύει…». Με τα τραγούδια του…