Η Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου μπαίνει σε μια νέα πολιτική κατάσταση, η οποία δεν θα μοιάζει με καμιά από τις πολιτικές εξελίξεις της Μεταπολίτευσης. Πριν από δύο περίπου χρόνια, όταν είχε γίνει ξεκάθαρο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαμορφώνει στη χώρα ένα καθεστώς, είχα γράψει ότι αν οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες, δεν ανατρέψουν τον καθεστωτισμό, τότε θα επικρατήσει ως κανονικότητα. Σήμερα έχει λίγη σημασία αν το κατώφλι που διαβαίνουμε χαρακτηρίζεται Ορμπανισμός ή Τραμπισμός γιατί το πραγματικά σημαντικό είναι ότι ο Μητσοτάκης μπορεί να κυβερνήσει όπως θέλει, χωρίς φραγμούς και ιδιαίτερες αντιστάσεις, εμφανίζοντας ως δικαιολογία την εμπιστοσύνη του λαού. Αν θέλει να αναθέσει κυβερνητικό ρόλο στο συμπαθές σκυλάκι του Μαξίμου, μπορεί να το κάνει καταχειροκροτούμενος. Αυτό είναι επιζήμιο για τη Δημοκρατία, όπως και η ίδια η επικράτηση του Μητσοτάκη, αλλά οι πολίτες είναι αυτοί που αποφασίζουν και πώς αντιλαμβάνονται τη Δημοκρατία και πόσο τη θέλουν. Σε τελευταία ανάλυση , η Δημοκρατία είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών ζυμώσεων και της θέλησης των πολιτών και όχι των ανακοινώσεων των Επιτροπών Δικαιωμάτων αγείωτων κομμάτων.
Το κυρίαρχο ερώτημα είναι γιατί νίκησε με συντριπτικά ποσοστά η ΝΔ και γιατί έχασε αγγίζοντας τον όλεθρο, ο ΣΥΡΙΖΑ. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι απαντήσεις είναι πιο εύκολες. Άλλωστε ό,τι ερμηνεία και να δοθεί είναι καλυμμένος από τη δόξα του. Θα ήταν εύκολο να αποδοθεί και πάλι κομμάτι της νίκης του στην στήριξη του μιντιακού συστήματος. Αυτό είναι αλήθεια. Αν υπήρχε πραγματική δημοσιογραφία ο Μητσοτάκης θα ήταν απολογούμενος και όχι νικητής. Αλλά η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν» γράφεται με τα «όταν».
Ο Μητσοτάκης δεν νίκησε μόνο γιατί εξέφρασε πολιτικές και ισχυρά συμφέροντα, αλλά γιατί τα εξέφρασε με σταθερότητα, χωρίς παρεκκλίσεις και φροντίζοντας να υπερασπίζεται αυτό που έκανε, ακόμη και αν ήταν εγκληματικό. Νίκησε με ποσοστό πάνω από αυτό του 2019, παρότι είχε αποκαλυφθεί ότι κατέλυσε το κράτος Δικαίου, ότι παρακολουθούσε το πολιτικό σύμπαν, ότι είχε ευθύνες για το δυστύχημα στα Τέμπη. Ο Κώστας Καραμανλής του Αχιλλέως, πρώτευσε στο ψηφοδέλτιο επιβεβαιώνοντας πως στην πολιτική, η ευθιξία και οι ευαισθησία είναι αδυναμίες. Ο Κωστής Χατζηδάκης, δικαιώθηκε γιατί δεν θέλησε να παραιτηθεί όταν έγινε γνωστή η παρακολούθησή του και ξεπέρασε σε ψήφους ακόμη και τον Άδωνη Γεωργιάδη. Η καμένη Εύβοια ψήφισε και με τα δύο χέρια και αυτή Μητσοτάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να επιδεικνύει κάθε μέρα ότι είναι τόσο ισχυρός και ανυποχώρητος και δημιούργησε την απελπισία που έκανε τους αντιπάλους του να παραδοθούν. Μετέστρεψε την πραγματικότητα και επέβαλε την εικονική πραγματικότητα στην οποία τελικώς οι ψηφοφόροι υποκλίθηκαν. Δεν συνέβη για πρώτη φορά στην πολιτική.
Ο Μητσοτάκης, την ώρα που οι αντίπαλοί του έλεγαν ότι αυθαιρετεί, αυτός έλεγε ότι καλά κάνει, επεδείκνυε πυγμή και διαμόρφωνε το πρότυπο αποφασιστικής εξουσίας. Την ίδια ώρα στο ΣΥΡΙΖΑ διύλιζαν τις δηλώσεις Πολάκη και αντί για αντιπολίτευση και πολιτική ανέπτυσσαν θεωρίες περί του τρόπου που πρέπει να γίνει και η αντιπολίτευση και η πολιτική.
Ποτέ, κανένας λαός δεν ψήφισε κάποιον για ηγέτη του επειδή δεν επεδείκνυε δύναμη και αποφασιστικότητα. Γι’ αυτό ψήφισε τον Αλέξη Τσίπρα το 2015 και γι’ αυτό ψήφισε τον Μητσοτάκη συντριπτικά το 2023. Δεν ψηφίζονται πάντα οι σωστοί ηγέτες, αλλά σίγουρα ψηφίζονται αυτοί που καταφέρνουν μα πείσουν ότι είναι έτοιμοι να κάνουν όσα λένε. Ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε όλα τα στοιχεία της αλαζονείας και του Λουδοβικισμού που έχει στον χαρακτήρα του, ως συγκριτικό πλεονέκτημα ηγέτη και όχι ως μειονέκτημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ νικήθηκε, γιατί προφανώς έπρεπε να ηττηθεί. Δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην σοβαρότητα της κατάστασης σε τέτοιο βαθμό που απώλεσε ένα μεγάλο κομμάτι του ποσοστού του παρότι ήταν αντιπολίτευση και όχι κυβέρνηση. Στο ΣΥΡΙΖΑ υπήρχαν τρία επίπεδα αντίληψης και λειτουργίας χωρίς σύνδεση. Η εκλογική βάση, τα ενδιάμεσα στελέχη και ο Αλέξης Τσίπρας. Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, αντί να γίνεται ο μοχλός άσκησης και ανανέωσης της πολιτικής, παρήγαγε και αναπαρήγαγε πολιτική ανασφάλεια και ανοησία. Δεν υπήρχαν απλώς προσωπικές ατζέντες, αλλά οι φορείς τους είχαν και την βεβαιότητα του πεφωτισμένου. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει ποτέ κόμμα με κανόνες λειτουργίας και πορεύτηκε με πολιτική πλαδαρότητα που φρόντιζε να ονομάζει εσωκομματική Δημοκρατία. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι δηλώσεις Κατρούγκαλου, ώρες πριν στηθούν οι κάλπες.
Αναλώθηκε σε τακτικισμούς περιμένοντας την εκλογική αναμέτρηση. Το λεγόμενο άνοιγμα προς το Κέντρο, είχε και αυτό τα στοιχεία της επιπολαιότητας χωρίς στρατηγικό αφήγημα. Το άνοιγμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε με δύο λάθη: αθροίζοντας Κεντρώους από δεξιά και από αριστερά (ή Δεξιά και Αριστερά αν θέλετε) και δημιουργώντας την εικόνα ότι αποποιείται την προηγούμενη διακυβέρνησή του. Για να τραβήξει το Κέντρο, έκανε αδικαιολόγητα, ομολογία ενοχής της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δημιουργήθηκαν έτσι φυγόκεντρες δυνάμεις προς το ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ αλλά και τα άλλα κόμματα της Αριστεράς. Όλοι οι διαφυγόντες, συμφωνούσαν ότι υπάρχουν λόγοι για να φύγουν από το ΣΥΡΙΖΑ αφού αυτός παράγει πολιτική αβεβαιότητα.
Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ συστηματοποίησε τις θέσεις του που περιλάμβαναν λύσεις για τους πλειστηριασμούς και τα λαϊκά προβλήματα, αλλά επί τέσσερα χρόνια παρήγαγε εικόνα σύγχυσης. Για να το πω πρακτικά, ο Παύλος Πολάκης δεν είχε απαραίτητα δίκιο σε όσα έλεγε και σίγουρα έπρεπε να τα πει αλλιώς, αλλά είχε δίκιο στο ότι χρειαζόταν μια σταθερή και αταλάντευτη στάση, με θέσεις που καταδεικνύουν με ποιον είσαι. Οι επαμφοτερίζουσες θέσεις, οι αναθεωρούμενες τοποθετήσεις και μάλιστα μετά από πίεση και του αντιπάλου, το μόνο που καλλιεργούσαν ήταν την αμφιβολία.
Τις δύο φορές που Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε αποφασιστική και ξεκάθαρη στάση, κέρδισε τις εκλογές, ενώ την τρίτη, τον Ιούλιο του 2019 που επίσης επέμενε σε μια γραμμή παρά την ήττα των Ευρωεκλογών, κέρδισε 32%.
Φυσικά είναι άδικο να δούμε το εκλογικό αποτέλεσμα μόνο ως θέμα των εγχώριων εξελίξεων. Η συντηρητικοποίηση της Ευρώπης δεν είναι τυχαία. Η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία, αδυνατούν να βρουν το αφήγημα εκείνο που θα δώσει κάποια εναλλακτική πρόταση στην επέλαση του νεοσυντηρητισμού. Παριστάνουν τον τερματοφύλακα σε ένα παιχνίδι που δεν είναι απλώς άνισο, αλλά προάγει και την ανισότητα ως κανόνα ζωής.
Το μέλλον της χώρας είναι δυσοίωνο. Ο Μητσοτάκης έχει δικαίωμα να χαράξει την πολιτική που θέλει. Να ξεπουλήσει την κρατική περιουσία, το νερό, τη χώρα. Να πλειστηριάσει τα ακίνητα και τις ζωές μας, αφού καταστήσει εμάς υπεύθυνους. Το ερώτημα είναι αν θα υπάρχει κάποιος για να λέει ποια είναι η αλήθεια. Το ερώτημα αφορά πλέον την πολιτική και τη Δημοκρατία στη χώρα. Το Documento θα υπάρχει σίγουρα. Δεν εκφράζουμε κάποιο κόμμα αλλά μια ανάγκη.
ΥΓ: Ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα πολιτικό κεφάλαιο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την Ευρώπη. Ίσως το 2019 να έπρεπε να είχε προχωρήσει στη δημιουργία ενός κόμματος χωρίς παθογένειες, πολυσυλλεκτικό σε ιδέες και προβληματισμούς, όχι σε αρρώστιες.